Η Μονή της Παναγίας που βρίσκεται στο όρος Μελά των Ελλήνων του Πόντου, η Παναγία Σουμελά, είναι ένα σύμβολο που στέκεται αιώνες στον ασάλευτο βράχο, αδιάψευστος μάρτυρας της της μακραίωνης ελληνικής παρουσίας στα χώματα που σήμερα είναι τουρκικά.
Περίπου 43 χλμ από την Τραπεζούντα και 16 χλμ από τη Ματσούκα, σε μια διαδρομή χαραγμένη παράλληλα με «τη Παναΐας το ποτάμ’» –τον ποταμό Πυξίτη–, το μοναστήρι ιδρύθηκε το 360 μ.Χ. από τους μοναχούς Βαρνάβα και Σωφρόνιο (θείο και ανιψιό). Σύμφωνα με την παράδοση, ο ίδιος ο Ευαγγελιστής Λουκάς (ο πρώτος αγιογράφος) έχει ιστορήσει την εικόνα της Παναγίας Σουμελά.
Η δόξα, η φήμη και το κύρος της μονής θεωρείται ότι αυξήθηκαν μετά την ίδρυση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας το 1204. Όλοι οι αυτοκράτορες, οι Μεγάλοι Κομνηνοί, από τον Ιωάννη μέχρι και τον τελευταίο, τον Δαυίδ, προστάτευσαν τη Σουμελά, την προίκισαν και την ενίσχυσαν με πολλαπλούς τρόπους. Για παράδειγμα, ο Μανουήλ προσέφερε από το θησαυροφυλάκιο των Κομνηνών τον μεγάλης αξίας Σταυρό που θεωρείται ότι περιέχει τεμάχιο από το Τίμιο Ξύλο – πρόκειται για ένα από τα κειμήλια που διασώθηκαν και φυλάσσεται στη μονή στο Βέρμιο.
Όμως, εκείνος που προσέφερε τα περισσότερα ήταν ο Αλέξιος Γ’ Μεγαλοκομνηνός, ο οποίος θεωρούσε την Παναγία προστάτιδά του, όχι μόνο γιατί τον έσωσε κατά τη διάρκεια μεγάλου κινδύνου στη θάλασσα, αλλά και γιατί τον βοήθησε να κατατροπώσει τους εχθρούς της αυτοκρατορίας.
Χάρη στον Αλέξιο το μοναστήρι απέκτησε ισχυρή οχύρωση, πύργους και νέα κελιά. Αναστήλωσε το παλιό καθολικό, χάρισε 48 χωριά (και συνεπώς τα έσοδα από αυτά) καθώς και εκτάσεις εύφορης γης, και εγκατέστησε μόνιμη φρουρά 40 στρατιωτών. Γι’ αυτό και φερόταν ως κτήτορας της μονής· μέχρι το 1650 σωζόταν στο μέτωπο της πύλης του ναού η εξής επιγραφή: «Κομνηνός Αλέξιος Κτίτορ πέφυκε της Μονής ταύτης νέος».
Οκτώ χρόνια ύστερα από την πτώση της Κωνσταντινούπολης, το 1461 έπεσε και η Τραπεζούντα και μαζί της έσβησε η τελευταία ελληνική αυτοκρατορία των Κομνηνών. Και ενώ θα περίμενε κανείς η Παναγία Σουμελά να ρημάξει, συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Όπως την ευεργέτησαν οι αυτοκράτορες, έτσι την ευεργέτησαν και οι σουλτάνοι.
Σύμφωνα με την Ποντιακή Εστία, ο (σκληρός) σουλτάνος Σελίμ Α’, διάδοχος τότε και γιος της Μαρίας Γκιουλμπαχάρ από τη Λιβερά, όταν κυνηγώντας στο δάσος αντίκρισε για πρώτη φορά το μοναστήρι θεώρησε προσβλητική τη μεγαλοπρέπειά του και έδωσε εντολή για την καταστροφή του. Τότε λέγεται ότι «καταλήφθηκε από σπασμούς και μερική παράλυση». Γιατρεύτηκε δίνοντας νέα εντολή, η Παναγία Σουμελά να προστατευθεί με κάθε τρόπο.
Μάλιστα, εξέδωσε σουλτανικό χρυσόβουλο με το οποίο επικύρωσε και αύξησε όλα τα προνόμια που είχαν παραχωρήσει οι Κομνηνοί στη μονή. Επιπλέον, στέγασε με χαλκό το ναό (αρχικά πρότεινε να τον ασημώσει, ωστόσο οι μοναχοί θεώρησαν ότι θα ήταν πρόκληση για κλέφτες και ληστές, έτσι τοποθετήθηκε μια σφαίρα από ασήμι στη βάση του σταυρού του τρούλου), και αφιέρωσε πέντε τεράστιες λαμπάδες στη Θεομήτορα.
Και ο Σελίμ Β’ που ακολούθησε μετά τον διάδοχο του Σελίμ Α’ τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, έβγαλε φιρμάνι για τα κτήματα της μονής, ενώ αντίστοιχα προνόμια έδωσαν και άλλοι σουλτάνοι, όπως ο Ιμπραήμ ο Α’ (1653), ο Μεχμέτ (1662), ο Σουλεϊμάν ο Β’ (1681), ο Μουσταφά ο Β’ (1694) και ο Μεχμέτ ο Γ’ (1700).
Η εύνοια των σουλτάνων και η προστασία της Παναγίας Σουμελά σε μια περίοδο διωγμών σήμαινε τη διάσωση στο εσωτερικό της Τραπεζούντας –και κατ’ επέκταση σε όλο τον Πόντο– της γλώσσας, της θρησκείας και της ελληνικής συνείδησης.