Στην αμερικανική μουσική βιομηχανία μπορεί να τον αποκαλούσαν one hit wonder, δηλαδή αστέρας της μίας επιτυχίας. Χαρακτηρισμός πολύ άδικος για τον Κώστα Καφάση, γιατί πριν από το «Γέλα κυρία μου» –αλλά και μετά από αυτό– είχε και άλλες επιτυχίες. Απλά ήταν τόσο μεγάλο αυτό το χιτ (και τόσο διαχρονικό, όπως αποδείχθηκε), που επισκίασε όλα όσα έγιναν μετά.
Από την άλλη, ο ίδιος ήταν ένας σοβαρότατος επαγγελματίας που είχε επίγνωση όχι μόνο των δυνατοτήτων του, αλλά και του κόσμου όπου ζούσε.
«Ούτε έβγαλα χρήματα, ούτε βγήκα ποτέ στη ζητιανιά» είχε δηλώσει σε μια από τις λιγοστές συνεντεύξεις του.
Και όταν κάποια στιγμή τον ανακάλυψαν εκ νέου η τηλεόραση και οι «εναλλακτικοί», δεν έπαιξε κανένα ρόλο που του ζητήθηκε. Ούτε πήγε να αποδείξει ότι ήταν κάτι άλλο.
Με πυξίδα το όνειρο
Γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 14 Αυγούστου 1942, στο Κουτσιαρί (σημερινή Ιτέα) Καρδίτσας. Χρόνια δύσκολα και φτωχικά. Ο πατέρας του ήταν αριστερός και τσαγκάρης. Και όταν έγινε αναδασμός στο χωριό και μοιράσανε χωράφια, τον πατέρα του τον δήλωσαν βιοτέχνη για να μην πάρει κλήρο.
Αριστερός τσαγκάρης, αλλά δεξιός ψάλτης. Μάλιστα απαγόρευσε στον μικρό Κώστα να πηγαίνει στο κατηχητικό. Όμως εκείνος τον παράκουσε, γιατί εκεί ανέβαζαν παραστάσεις και έλεγαν ποιήματα. Γιατί το αγόρι ήθελε από μικρός να γίνει ηθοποιός, την ώρα που όλοι γύρω του έλεγαν ότι είχε και καλή φωνή.
«Τα καλοκαίρια μας επισκέπτονταν στην περιοχή όπου γεννήθηκα τα λεγόμενα μπουλούκια της εποχής. Και εγώ βλέποντας τους ηθοποιούς ήθελα να γίνω ένας απ’ αυτούς» είχε δηλώσει.
Το ότι μπορούσε να τραγουδήσει φρόντισε να το εκμεταλλευτεί· στα 19 του διάβασε στο περιοδικό Θεατής ότι αναζητούνταν νέες φωνές – μάλιστα στους τρεις πρώτους το έπαθλο ήταν η ηχογράφηση ενός δίσκου. (Κάτι σαν τα σημερινά talent show, χωρίς όμως τηλεοπτική κάλυψη.)
Έτσι, αποφάσισε να κατέβει στην Αθήνα και το έκανε πράξη ως συνοδηγός σε ψυγείο κρεάτων, καθώς δεν υπήρχαν χρήματα για το εισιτήριο του τρένου. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι από την οικογένεια του δεν υπήρξε καμία αντίρρηση στο τι επαγγελματικό δρόμο θα ακολουθούσε. Τον αγαπούσαν και του είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη.
Έφτασε λοιπόν στην πρωτεύουσα, πήγε στην ακρόαση και διαγωνίστηκε με το τραγούδι «Το απόγευμα της Κυριακής» του Γεράσιμου Λαβράνου. Μόνο που για κακή του τύχη ο μεγάλος συνθέτης ήταν από κάτω. Ο Κώστας Καφάσης τελικά δεν πέρασε στην επόμενη φάση και γύρισε πίσω στο χωριό του στεναχωρημένος.
Νέες γνωριμίες
Στην Αθήνα κατέβηκε ξανά για τις εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού θεάτρου. Εκεί γνώρισε έτερο νεαρό που έδινε εξετάσεις, τον Γιώργο Μαρίνο, και έγιναν φίλοι. Ο Γιώργος πέρασε, ο Κώστας όχι.
Αργότερα ο Μαρίνος του αποκάλυψε ότι αυτός που τον έκοψε ήταν ο ηθοποιός και δάσκαλος Στέλιος Βόκοβιτς, λόγω ύψους. «Μα εκείνος ήταν πιο κοντός από μένα» είχε πει ο Καφάσης σε συνέντευξή του μερικές δεκαετίες αργότερα.
Το ύψος του υπήρξε πρόβλημα και για τον Βασίλη Μπουρνέλη προκειμένου να τον προσλάβει στην επιθεώρηση Αυλή και πεζοδρόμιο των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου, με πρωταγωνίστρια τη Ρένα Βλαχοπούλου. Μεσολάβησε όμως ο Σακελλάριος και τελικά μπήκε στο θίασο. Μάλιστα στη πορεία της σεζόν ο θεατρικός επιχειρηματίας του έκανε και αύξηση, 500 δραχμές.
Θεωρητικά αυτή ήταν η πρώτη θεατρική του εμφάνιση όπου μιλούσε και είχε ρόλο. Είχε προηγηθεί η Οδός ονείρων του Μάνου Χατζιδάκι, όμως εκεί ήταν από τα βουβά πρόσωπα.
Ο «αλήτης», η «γειτονιά» και ο Ιωνάθαν
Και σιγά-σιγά μπήκε στο χώρο και άρχισε να καθιερώνεται σαν δευτεραγωνιστής. Μόνο που τα χρήματα του θεάτρου ήταν λίγα. Και φτάνοντας τα 30 αποφάσισε να ασχοληθεί και με το τραγούδι. Και εκεί έγινε δεκτός, και με καλύτερο κασέ απ’ ό,τι στο θέατρο.
Μάλιστα ο μεγάλος Σπύρος Ζαγοραίος του έγραψε και το πρώτο του τραγούδι, τον «Αλήτη». Μόνο που κάποια δισκογραφικά προβλήματα καθυστέρησαν την κυκλοφορία.
Και το 1972 έγινε η έκρηξη. Η γειτονιά μας, η σειρά του Κώστα Πρετεντέρη, έγινε μία από τις πρώτες τεράστιες τηλεοπτικές επιτυχίες της δεκαετίας του 1970. Ήταν αυτό που λέμε «άδειαζαν οι δρόμοι για να δουν τη σειρά».
Ανάμεσα στους πρωταγωνιστές και ο Κώστας Καφάσης, ο οποίος υποδύθηκε τον Ιωνάθαν, ένα νεαρό γκαρσόνι που θέλει να γίνει τραγουδιστής.
Ο ρόλος έγινε τρελή επιτυχία, αλλά ο Κώστας Καφάσης έχασε τον ύπνο του και το… όνομά του. Υπήρξαν φορές που δεν άντεχε να τον φωνάζουν με το όνομα του ήρωα που υποδυόταν. Όμως όταν σου χτυπάει την πόρτα η επιτυχία, οφείλεις να της ανοίξεις.
Ο Καφάσης έμεινε στην «γειτονιά» μέχρι το 1976, μια χρονιά προτού ρίξει αυλαία. Νωρίτερα όμως έχει φτάσει στο απόγειο της δόξας του.
Ένα τραγούδι, πολλές απορρίψεις
Τέλη του 1974 σε ένα από τα νυχτερινά μαγαζιά όπου δούλευε τον άκουσε ο συνθέτης Κώστας Ψυχογιός και του έδωσε το «Γέλα κυρία μου». Το μεγάλο σουξέ που τον καθιέρωσε είχε αρχικά δοθεί στον Γιώργο Νταλάρα και τον Σταμάτη Κόκοτα, αλλά εκείνοι αρνήθηκαν να το συμπεριλάβουν στη δισκογραφία τους.
Ο Κώστας Καφάσης, ωστόσο, το αποθέωσε όχι μόνο με τη ζεστή φωνή του, αλλά και με τη θεατρική ερμηνεία του.
Μάλιστα, ο δίσκος αυτός πούλησε 60.000 αντίτυπα σε λίγους μόνο μήνες και ο τραγουδιστής έγινε ένα από τα μεγάλα ονόματα στις ταμπέλες και στις πίστες της Αθήνας. Μεγάλη ιστορία στη νύχτα έγραψε ο καλλιτέχνης στο «Φαληρικόν», όπου εμφανιζόταν πλάι στη Σωτηρία Μπέλλου, στον Σπύρο Ζαγοραίο και στη Φωτεινή Μαυράκη. Έξω από το κέντρο τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα των θαμώνων –που συνωστίζονταν για να τον δουν και να τον ακούσουν– έφταναν μέχρι το στάδιο Καραϊσκάκη!
Επίσης, σε μια συναυλία του σε μαθητικό κοινό, τον Ιανουάριο του 1976, οι φανατικοί θαυμαστές του ουρλιάζοντας τον άφησαν σχεδόν γυμνό την ώρα που τραγουδούσε και χρειάστηκε η επέμβαση της Αστυνομίας για να φυγαδευτεί.
Συμβαίνουν και αυτά
Ο Κώστας Καφάσης συνέχισε να ηχογραφεί δίσκους. Μόνο που σιγά-σιγά το τραγούδι πήγαινε αλλού. Και τα σουξέ τα έδιναν σε άλλους. Άρχισε και η κυριαρχία των σουξέ-σλόγκαν, ήταν και σε σχετικά μικρή εταιρεία, οπότε κινήθηκε σε άλλου είδους τραγούδια.
Επιπλέον, μετά το τέλος της Γειτονιάς μας το τηλέφωνο για σίριαλ και ταινίες σταμάτησε να χτυπάει. Ευτυχώς που στη νύχτα μετρούσε ακόμα. Και σε Ελλάδα και σε εξωτερικό. Αν και, όπως είχε εξομολογηθεί, τα χοντρά λεφτά από τις εμφανίσεις στο εξωτερικό τα σπατάλησε σε δώρα. Τουλάχιστον το γλέντησε.
Το 1989 η δισκογραφική εταιρεία στην οποία άνηκε πωλήθηκε και οι νέοι ιδιοκτήτες δεν ήθελαν να του ανανεώσουν το συμβόλαιο.
Και το 1993 συνελήφθη με μικρή ποσότητα μαλακών ναρκωτικών ουσιών. Σοκαρίστηκε, θίχτηκε από δημοσιεύματα «σοβαρής» εφημερίδας που είχε τίτλους «Ένα καφάσι χόρτα», αλλά η ζωή συνεχίζεται.
Γκεστ σταρ ο Κώστας Καφάσης
Στις αρχές του 21ου αιώνα που άρχισε η τηλεοπτική νοσταλγία εντοπίστηκε και ο Κώστας Καφάσης. Μόνο που ο ίδιος δεν ήταν έτοιμος να παίξει κάποια από τα «παιχνίδια» που του ζητούσαν. Ούτε το ρόλο του αδικημένου και ξεχασμένου, ούτε του μετανοημένου, ούτε τίποτα.
Ηχογράφησε κάποια τραγούδια σαν συμμετοχές, όπως το πολύ καλό «Φεγγάρια ψεύτικα» το 2003, συμμετείχε σε δύο ταινίες του Θόδωρου Μαραγκού, σε δύο επεισόδια στις 7 θανάσιμες πεθερές, και… αυτά.
Στις λιγοστές συνεντεύξεις που έδωσε ήταν απίστευτα αληθινός και αυτοσαρκαστικός. «Ήμουν στα αζήτητα» είχε πει σε παρουσιάστρια εκπομπής που τον ρωτούσε πού είχε χαθεί και περίμενε να βγάλει λαβράκι. Επίσης δεν είχε διστάσει να πει πως όταν δεν του ανανέωσαν το συμβόλαιο στη δισκογραφική του εταιρεία «δεν έσπασαν και τα τηλέφωνα να με ζητάνε».
Ο Κώστας Καφάσης έφυγε από τη ζωή στις 13 του Οκτώβρη 2010, αφού χρειάστηκε να παλέψει σκληρά σχεδόν δύο χρόνια με τον καρκίνο. Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, χωρίς ν’ ακουστεί κακή κουβέντα από τα χείλη του γι’ άλλους του σιναφιού του, χωρίς να έχει ν’ αποδείξει τίποτα και σε κανέναν.
Σπύρος Δευτεραίος