Είναι ένα ηλιόλουστο απόγευμα στη Θεσσαλονίκη. Έχω ραντεβού μαζί του σε ένα όμορφο νεοκλασικό, που λειτουργεί ως καφέ, κοντά στα πανεπιστήμια. Έχει ήδη φτάσει και τον βρίσκω να χαζεύει τους φοιτητές, που συζητούν αμέριμνοι στα γύρω τραπέζια. Τους κοιτάζει και χαμογελάει.
«Εγώ δεν έζησα ποτέ τη φοιτητική ζωή», μου εκμυστηρεύεται λίγο παραπονεμένα.
«Θα ήθελα να το έχω κάνει, να πηγαίνω στα μαθήματά μου και μετά να βγαίνουμε παρέες, να περνάμε τις μέρες μας χωρίς πολλές έννοιες, πέρα από τις εξεταστικές. Δεν το μετανιώνω όμως».
Ο Γαβρίλος Σιδηρόπουλος θα μπορούσε εάν ήθελε να είχε ζήσει τη φοιτητική ζωή στη Θεσσαλονίκη, άλλωστε είχε περάσει στο Μαθηματικό του ΑΠΘ. Προτίμησε όμως να αφοσιωθεί στο τραγούδι, και δη το ποντιακό. Κάτι κερδίζεις, κάτι χάνεις.
Και αν δεν το είχε κάνει, θα τον ήξεραν όλοι ως Κωνσταντίνο Σιδηρόπουλο, καθώς είναι βαπτισμένος Κωνσταντίνος Γαβριήλ, τα ονόματα των δύο Πόντιων παππούδων του, και μέχρι τα 20 σχεδόν, τον φώναζαν όλοι Κωνσταντίνο, εκτός από τη μητέρα του, που χρησιμοποιούσε και τα δύο ονόματα. Αλλά την πρώτη φορά που επρόκειτο να μπει το όνομά του στην αφίσα ενός μουσικού σχήματος, ως ένας από τους τραγουδιστές, κάτι δεν του καθόταν καλά. «Το Γαβριήλ, και ειδικά το Γαβρίλος, μου φάνηκε πιο ξεχωριστό. Έτσι το άλλαξα και μου έμεινε».
Γεννήθηκε στην Πολίχνη της Θεσσαλονίκης, με καταγωγή από τον Πόντο και μετέπειτα τη Φύσκα του Κιλκίς, όπου εγκαταστάθηκαν οι προπαππούδες του, που ήρθαν από την Τραπεζούντα και το Καρς του Καυκάσου.
Τραγουδάει κυρίως τα ποντιακά τραγούδια του Καρς, καθώς οι περισσότεροι πρόσφυγες της συγκεκριμένης περιφέρειας του Πόντου εγκαταστάθηκαν γύρω από το Κιλκίς.
«Με αυτές τις μουσικές μεγάλωσα» θα μου πει, αλλά στον ελεύθερο χρόνο του ακούει και πιο σύγχρονους τραγουδιστές ποντιακών. Έχει δημιουργήσει το δικό του μουσικό σχήμα, με λύρα, πλήκτρα και τύμπανα και πλέον διαπρέπει στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό.
Πώς άρχισες να ασχολείσαι με το τραγούδι;
Στην Δ’ δημοτικού έμαθα να παίζω λύρα δίπλα στον Μιχάλη Καλιοντζίδη. Ήταν ο πρώτος που εφάρμοσε το πεντάγραμμο και τις νότες επάνω στη λύρα. Μέχρι τότε όλοι μάθαιναν εμπειρικά, μόνο με το άκουσμα. Και μαζί με τη λύρα, άρχισα να τραγουδάω κιόλας.
Παράλληλα, μάθαινα μουσική θεωρία και στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού άρχισα να συμμετέχω σε τοπικές διοργανώσεις της Πολίχνης.
Η οικογένειά μου πάντα με στήριζε και χαιρόταν ιδιαίτερα που συνέχιζα την παράδοση του Πόντου.
Στο γυμνάσιο, συνέχισα με τη λύρα και το τραγούδι και η τότε γυμνασιάρχης μου Ελένη Συμεωνίδου με παρότρυνε να πάρω μέρος στους Μαθητικούς Καλλιτεχνικούς Αγώνες της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, όπου, στις δύο πρώτες τάξεις ήμουν ανάμεσα στους πρώτους δέκα που βραβεύονταν ισάξια. Στην γ’ γυμνασίου άλλαζαν οι κανόνες και υπήρχε μόνο ένας νικητής σε κάθε κατηγορία. Κέρδισα στο παραδοσιακό τραγούδι και η διάκριση αυτή μου έδωσε το εισιτήριο για τους Πανελλαδικούς αγώνες. Μπορεί εκεί να μην κέρδισα τελικά, αλλά η εμπειρία που αποκόμισα ήταν πολύτιμη.
Στο Λύκειο άρχισα δειλά να κάνω τα πρώτα μου επαγγελματικά βήματα σε γάμους και εκδηλώσεις, ενώ παράλληλα πέρασα στο Μαθηματικό του ΑΠΘ.
Το 2012 σταμάτησα να ασχολούμαι με τη λύρα και αφοσιώθηκα στο τραγούδι, κάνοντας μαθήματα βυζαντινής μουσικής και ορθοφωνία. Είχαμε μεγαλώσει κοντά στην εκκλησία, μάλιστα ένας από τους αδελφούς μου σπούδασε βυζαντινή μουσική κι έψελνε συχνά.
Και πώς εξελίχθηκες στον Γαβρίλο Σιδηρόπουλο που ξέρουμε σήμερα;
Άρχισαν να με καλούν σε εκδηλώσεις πέρα από την Πολίχνη και το Κιλκίς. Ήρθαν και ορισμένες προτάσεις από το εξωτερικό κι άρχισε να με μαθαίνει περισσότερος κόσμος. Υπηρέτησα στο στρατό αλλά μόλις απολύθηκα, εφαρμόστηκαν οι καραντίνες για τον κορονοϊό.
Τότε στράφηκα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δίνοντας βάση στη δημιουργία βίντεο, προκειμένου να επικοινωνήσω με τον κόσμο. Εκείνη την περίοδο της απραξίας, όσον αφορά στις δημόσιες διά ζώσης εμφανίσεις συνεργάστηκα με ορισμένους μουσικούς, με τους οποίους «δέσαμε» καλά σαν σύνολο κι από τότε λειτουργούμε ως ένα ενιαίο σχήμα.
Ειδικά με τον λυράρη Χάρη Αθανασιάδη, με τον οποίον πλέον αποτελούμε καλλιτεχνικό δίδυμο και δουλεύουμε μαζί σε όλες τις εμφανίσεις αλλά και στη δημιουργία νέων τραγουδιών. Κι αυτά τα βίντεο ήταν που μας βοήθησαν να γίνουμε γνωστοί σε ένα ευρύτερο, τόσο ηλικιακά όσο και γεωγραφικά, κοινό.
Οπότε όταν μιλάμε για τον Γαβρίλο Σιδηρόπουλο, ουσιαστικά αναφερόμαστε σε μια μπάντα;
Ναι, δεν μπορεί να τραγουδήσει κανένας μόνος! Έχω τους συνεργάτες μου, τους μουσικούς μου και πλέον κάνουμε τις δουλειές όλοι μαζί. Τώρα κινούμαστε στο youtube και το spotify και σε συνεργασία με συνθέτες και στιχουργούς, που γνωρίζουν την ποντιακή γλώσσα, κυκλοφορούμε πρώτα εκεί τα νέα τραγούδια.
Κάνουμε όμως και διασκευές σε προγενέστερα τραγούδια, φέρνοντας το τότε στο σήμερα.
Δεν είναι εύκολο βέβαια, για να βγει ένα τραγούδι, ακόμη και μια διασκευή. Από πίσω υπάρχουν πολλές ώρες μελέτης, πολλές πρόβες ώστε να αποδοθεί ένα άρτιο αποτέλεσμα. Προσέχουμε όλες τις λεπτομέρειες, από την ηχοληψία μέχρι τη σωστή απόδοση της γλώσσας.
Πόσο εύκολο είναι να αποδώσεις μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική σου;
Είμαι τυχερός, καθώς στις διακοπές του σχολείου περνούσα πολύ χρόνο με τους παππούδες και τις γιαγιάδες μου που ήξεραν τη γλώσσα και μου δίδαξαν πώς να εκφράζομαι σωστά, πώς να τονίζω τις λέξεις, ακόμα και το κάθε γράμμα.
Ό,τι τραγουδάω, θέλω να ξέρω τη σημασία του και να το αποδίδω σωστά.
Κι όποτε ήρθε κάποιος και μου επισήμανε ότι κάτι δεν το προφέρω όπως πρέπει, το διόρθωσα την ίδια στιγμή κι εξακολουθώ να το κάνω, πάντα προσπαθώ να βελτιώνομαι.
Ποιες ήταν οι επιρροές σου;
Τα πρώτα μου ακούσματα ήταν στο χωριό, στη Φύσκα, τα τραγούδια του Καρς, τα οποία βασίζονται στο κλαρίνο. Ήταν το παραδοσιακό όργανο της περιοχής. Κάθε περιοχή του Πόντου είχε και το δικό της μουσικό όργανο, που χαρακτήριζε τον ήχο της.
Μεγάλωσα με αυτές τις μουσικές, μου αρέσει να ακούω και να μελετώ αυθεντίες όπως ο Χρύσανθος Θεοδωρίδης, ο Γώγος Πετρίδης, ο Δημήτρης Κουγιουμτζίδης, ο Χρήστος Χρυσανθόπουλος, ο Χρήστος Παπαδόπουλος και ο Γιώτης Γαβριηλίδης, αλλά και σύγχρονους μας λυράρηδες και τραγουδιστές, καθώς από όλους μπορείς να αντλήσεις έμπνευση και να «δανειστείς» τεχνικές.
Η μουσική, ακόμη και η παραδοσιακή, εξελίσσεται και εμπλουτίζεται από τον καθένα μας, που την τραγουδάει για τις επόμενες γενιές.
Κι ακούγοντας τις διαφορετικές εκτελέσεις, μπορείς να εμβαθύνεις περισσότερο στο κάθε τραγούδι και το νόημα που μπορεί να βγάλει.
Όλοι αυτοί, εκτός από τα παραδοσιακά που τραγουδούσαν, είχαν βγάλει και δικά τους κομμάτια, με επιρροές από μπουζούκια και βιολιά, αλλά και από τη ξενιτιά, που χαρακτήρισε τις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80 για τους Έλληνες. Πλέον, ακόμη κι αυτά τα τραγούδια τείνουν να θεωρηθούν παραδοσιακά και προσωπικά προσπαθώ γεφυρώσω όλους τους ήχους του χθες με το σήμερα, από τους αυθεντικούς του Πόντου μέχρι τους πιο πρόσφατους. Όπως επίσης αντλώ έμπνευση από τις μουσικές της Τουρκίας και του Κουρδιστάν, από τις περιοχές όπου ξεκίνησαν όλα.
Μπορεί να βιοποριστεί κάποιος από το ποντιακό τραγούδι, να το κάνει ως επάγγελμα;
Ναι, φυσικά θα μπορούσε αν το κυνηγήσει και το κάνει με πραγματική αγάπη, ειδικά κάποιος που έχει μουσικές σπουδές. Είναι κι αυτό μια δουλειά, εμείς δουλεύουμε για να διασκεδάζουν οι άλλοι. Δεν έχουμε σαββατοκύριακα, γιορτές, αργίες, πάντα υπάρχει μια εκδήλωση στην οποία θα κληθείς να τραγουδήσεις για να ψυχαγωγήσεις και να ευχαριστήσεις τον κόσμο τις ημέρες που δεν εργάζεται και θέλει να ξεσκάσει.
Ωστόσο πρέπει να διατηρείς τις ισορροπίες με την προσωπική σου ζωή και να κρατάς κάποιες ημέρες για εσένα και την οικογένειά σου. Αλλιώς δεν θα αντέξεις.
Εμένα η σκηνή μού δίνει μεγάλη ενέργεια, ξεχνάω τα πάντα και γίνομαι άλλος άνθρωπος.
Όταν βλέπω ότι πραγματικά καταφέρνω να διασκεδάσω τους ανθρώπους που ήρθαν για να με ακούσουν, η ανταμοιβή που παίρνω είναι τεράστια. Η ψυχολογία του κόσμου παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στη δουλειά μας.
Ποιοι είναι οι στόχοι σου;
Θα ήθελα να αφήσω κάποια νέα τραγούδια παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές, να συμβάλλω ώστε να διατηρηθεί η ποντιακή γλώσσα και οι παραδόσεις. Να δημιουργήσω τη δική μου δισκογραφία και τη δική μου ταυτότητα.
Θεωρώ προσωπικό κέρδος το γεγονός ότι εκεί που τραγουδάω, εκτός από τους συνομήλικους των γονιών μου, έρχονται να με δουν και οι 20άρηδες.
Και μάλιστα τραγουδούν μαζί μου τους στίχους και γνωρίζουν και τους βηματισμούς των χορών. Θέλω να κρατήσω τη νεολαία κοντά στην παράδοση, ο ρόλος μου είναι να την παραδώσω στην επόμενη γενιά.
Και μου δίνει ιδιαίτερη χαρά να βρίσκομαι κοντά στους Πόντιους του εξωτερικού, πηγαίνω όπου υπάρχουν σύλλογοι Ποντίων και ποντιακό στοιχείο, αλλά αυτοί που ζουν σε ξένες χώρες χρειάζονται ίσως λίγο περισσότερο τη σύνδεση με το παρελθόν της πατρίδας τους.
Είσαι αρκετά ενεργός στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πώς συνδυάζεται αυτό με την παράδοση;
Το κομμάτι των σόσιαλ μίντια είναι δύσκολο και χρειάζεται να αφιερώσεις χρόνο, αλλά απολύτως απαραίτητο σε αυτή την εποχή, όπως και οι δημόσιες σχέσεις. Όπως είπα και πριν, θέλω να φέρω τη νεολαία κοντά στη μουσική των προγόνων της και εφόσον μπορώ να το κάνω μέσω των σόσιαλ μίντια, το προσπαθώ όσο καλύτερα μπορώ επειδή βλέπω ότι αποδίδει.
Δεν θέλω να αφήνω τίποτα στην τύχη. Όπως πριν βγω στη σκηνή ελέγχω με τους μουσικούς μου τα πάντα, ήχο, φωτισμό, σημεία στην πίστα και σκηνική παρουσία, έτσι προσέχω και την επαφή μου με τον κόσμο. Είτε σε προσωπικό επίπεδο, είτε με τις αναρτήσεις μου.
Δεν ενέχει όμως ο κίνδυνος να λάβεις και ανώνυμα, αρνητικά μηνύματα σε αυτές τις πλατφόρμες;
Όταν ήμουν μικρός, ο δάσκαλός μου, ο Μιχάλης Καλιοντζίδης, μου είχε πει μια σοφή κουβέντα. «Εμείς είμαστε μια πηγή που αναβλύζει νερό. Θα έρθουν δέκα άνθρωποι να ξεδιψάσουν στην πηγή μας. Στους τρεις από αυτούς, μπορεί να μην αρέσει το νερό μας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εμείς δεν πρέπει να συνεχίσουμε να βγάζουμε νερό για τους υπόλοιπους». Αυτό σκέφτομαι πάντα και ξέρω ότι δεν μπορώ να αρέσω σε όλους. Αλλά θα συνεχίσω να τραγουδάω, όσο καλύτερα μπορώ, για όλους τους υπόλοιπους.
- Ακολουθεί το νέο τραγούδι του Γαβρίλου Σιδηρόπουλου, το οποίο κυκλοφόρησε ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο.
Έλλη Τσολάκη