Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού ο ψαλμός ούτος». Διαβάστε το Μέρος Α’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ε’. Καθώς, λοιπόν, το μίασμα σε στήλη στήθηκε ψηλά,
κάτω υπήρχε ταραχή κι όλο το κλίμα βάρυνε από την ανομία.
Γιατί όντως ήτανε κακό να προσκυνείται τ’ άψυχο·
η κτίση κλονιζόταν, τα πάντα εξεγείρονταν, αφού αποδίδονταν τιμές στ’ αντίθεο το πράγμα.
Τι και αν κλυδωνιζότανε όλη η Βαβυλώνα;
Ένα οίκημα τριώροφο –τρία παιδιά γενναία– έστεκ’ εκεί ακλόνητο.
Ό,τι είχε θεμελιωθεί γερά πάνω στην Πέτρα,
κι αν πέφταν πάνω του οι πολλοί, δεν έλεγε να πέσει.
Γιατί ήταν, πράγματι, πολλοί, όπως το γράφει η Γραφή, που τους Αγίους
εμπαίζαν· μα τζάμπα πήγε ο κόπος τους, νικήθηκαν στο τέλος απ’ τα παιδιά που φώναζαν:
«Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»και δώσε μας βοήθεια· γιατί ό,τι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα».
ϛ’. Και οι Χαλδαίοι το βρίσκανε βαρύ να το σηκώσουν κι αγανακτούσανε πολύ
βλέποντας τους Εβραίους να αγνοούν διατάγματα που ’βγαζε η αφεντιά τους.
Γι’ αυτό και παρουσιάστηκαν εμπρός στον βασιλιά τους
κι αρχίσαν να κατηγορούν τους άγιους σ’ εκείνον και βράζοντας απ’ την οργή αυτά είν’ που του είπαν:
«Ω! Ναβουχοδονόσορα μεγάλε Βασιλέα, που διαφεντεύεις σε στεριές και θάλασσες αντάμα,
»γίνεται να σε τρέμουνε οι πάντες και τα πάντα και τρία αμούστακα εδώ να σε περιγελάνε;
»Τι άλλο θες λοιπόν να δεις; Θεούς που εσύ τους προσκυνάς τους έχουνε φτυμένους·
»και το χρυσό το είδωλο που σήκωσες προσφάτως, μάθε και τούτο βασιλιά: κι αυτό φτυμένο το ’χουν!
»Την εξουσία, το κύρος σου, έτσι τα εξευτελίζουν
»και φαίνεται πως προσδοκούν να πέσεις απ’ το θρόνο· άκου μαθές τι εύχονται συνέχεια, κάθε μέρα:
»“Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»”και δώσε μας βοήθεια· γιατί ό,τι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα”».
ζ’. Καθώς λοιπόν ο βασιλιάς έμαθε τι γινόταν, θύμωσε
και παράγγειλε στους αξιωματικούς του να πιάσουνε τους νεαρούς, μπροστά του να τους φέρουν.
Κι όπως διατάζει, γίνεται
και σύρανε τα τρία αρνιά, εμπρός στον άγριο λύκο.
Κι εκεί π’ άλλοι τους φώναζαν πιο γρήγορα να κάνουν κι άλλοι ήταν που τους έσπρωχναν,
τα ’χασαν σαν τους είδαν –εκείνους τους πανάρετους– να βιάζονται κι οι ίδιοι, κι η συνοδεία των φρουρών να μην τους προλαβαίνει.
Αφού έτσι το συνήθιζαν, έτσι έκαναν πάντα: όπου ήτανε ευσέβεια να δείξουν οι τρεις νέοι, τρέχανε μ’ ενθουσιασμό·
για του Θεού τα πράγματα γρήγοροι ήταν πάντα.
Τα μάτια της ψυχής τους πάντοτε έψαχναν Αυτόν·
μέρα έμπαινε – μέρα έβγαινε, τα του Θεού ποθούσαν και του Θεού το έλεος να έρθει εκλιπαρούσαν:
«Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»και δώσε μας βοήθεια· γιατί ό,τι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα».
η’. Στάθηκαν τα παιδιά, λοιπόν, μπρος στον πανούργο βασιλιά
ως τρίγωνος καστρόπυργος που ’χε τρεις προμαχώνες· με ρωμαλέο φρόνημα, αλύγιστοι λεβέντες.
Κι αυτοί που τους εχθρεύονταν, τζάμπα, χωρίς αιτία, λυσσάξαν περισσότερο το θάρρος τους σαν είδαν,
και λόγια εκτοξεύανε σαν βέλη που ’χαν κεφαλές που κόβαν σαν ξυράφια.
Και λέγανε στον τύραννο: «Βλέπεις μπρος σου πώς στέκονται;
»Κοίτα να δεις την όψη τους, πολλά θα καταλάβεις για τις προθέσεις που έχουνε.
»Νά το λοιπόν ποιοι είν’ αυτοί που ’χουν ανακατώσει
»τη Βαβυλώνα ολόκληρη· και τα προστάγματά σου αυτοί ’ναι που τ’ αμφισβητούν.
»Με ζέση καταγίνονται με μια ξένη λατρεία, και πάν’ να την διασπείρουνε
»σε όλην την Περσία· να γίνουν σαν τα μούτρα τους όλοι οι υπήκοοί σου, αυτό είναι που επιδιώκουνε· και τότε όλος ο λαός θα το βροντοφωνάζει:
»“Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»”και δώσε μας βοήθεια· γιατί ό,τι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα”.
θ’. »Σκέψου λοιπόν τώρα καλά πώς πρόκειται να δράσεις, και συλλογίσου τα καλά αυτά που είναι να κάνεις.
»Δεν είν’ απ’ έξω ο εχθρός, αλλά από τα μέσα· οι ίδιοι σου οι υπήκοοι είν’ που σε πολεμάνε.
»Απ’ την τράπεζα που έστρωσες, τρώνε αυτοί ψωμάκι
»και στράφηκαν ενάντια σ’ εσέ που τους ταΐζεις.
»Αν τους υποτιμήσεις, απ’ τη φθορά που θα υποστείς
»στο τέλος θα καταστραφείς, τη βασιλεία χαιρέτα· δεν είναι κάτι ακίνδυνο, για να το προσπεράσεις.
»Το τραύμα το επιφανειακό είν’ εύκολο να γιάνει,
»αν είναι μέσα η πληγή, δεν κλείνει, θα σε τρώει.
»Σαν κάποιο εξόγκωμα σκληρό, σαν μυρμηγκιά, σαν κάλος που στο σημείο που φύτρωσε συνέχεια σε ταλαιπωρεί, πληγώνεται, μολύνεται κι όλο σε βασανίζει, έτσι θα πρέπει να τους δεις και να τους αποκόψεις.
»Μην περπατήσει η μόλυνση κι επεκταθεί η σήψη με τούτο ’δώ που ψέλνουνε, με τούτο ’δώ που λένε:
»“Θεέ Μεγαλοδύναμε, Θεέ που είσαι οικτίρμων, κάνε Θεέ μου γρήγορα, σπεύσε ως Ελεήμων
»”και δώσε μας βοήθεια· γιατί ό,τι θέλεις γίνεται, Εσύ μπορείς τα πάντα”».