Θυμάμαι τη γιαγιά μου τη Γιαννίτσα να με στέλνει στη γειτόνισσα, την κυρά Σοφία που είχε έρθει στη Δραπετσώνα με την Ανταλλαγή των πληθυσμών, να πάρω «λίγη σικοβάρα» για το φαγητό. Δεν θυμάμαι πότε άρχισε αυτό το πήγαινε-έλα στο απέναντι διαμέρισμα αλλά θυμάμαι ότι ποτέ δεν έπιανα «σικοβάρα» στα χέρια μου. Αντίθετα έτρωγα υποβρύχιο βανίλια με κρύο νερό, μάθαινα τούρκικες λέξεις και επέστρεφα στο σπίτι όταν πια η γιαγιά είχε τελειώσει με τις δουλειές της και είχε ετοιμάσει το φαγητό.
Όταν κάποια φορά ρώτησα τι είναι η σικοβάρα και γιατί τη χρειαζόμαστε, η γιαγιά μού είχε απαντήσει πως ούτε κι αυτή ήξερε ακριβώς αλλά είχε ακούσει από την κυρά Σοφία ότι νοστίμιζε το φαγητό, αρκεί να την έφερνε στο σπίτι ένα ατίθασο κορίτσι!
Πέρασαν πολλά χρόνια για να μάθω από… ένα λεξικό πως η σικοβάρα δεν ήταν παρά μια λέξη που μετέφερε ένα κρυφό μήνυμα: «Σε παρακαλώ απασχόλησε το παιδί μέχρι να τελειώσω τις δουλειές μου!»
Και δεν ήταν η μόνη λέξη ή έκφραση που χρησιμοποιούσαν στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας για να ξεφορτωθούν τους μικρούς μπελάδες. Άλλοι θυμούνται να πηγαίνουν να πάρουν από τη θεία ή τη γειτόνισσα «αλικόντιση», «αλικομπενί» ή «σιλιπινούς». Και ως διά μαγείας ποτέ δεν τα έπαιρναν και επέστρεφαν μετά από ώρα στα σπίτια τους με άδεια χέρια.
Κάπως… μαγικά χάθηκαν κι αυτές οι λέξεις που πλέον δεν χρησιμοποιούνται παρά μόνο μεταξύ ανθρώπων που μιλούν τις διαλέκτους των προγόνων τους. Τι σήμαιναν όμως και γιατί αποτελούσαν κάτι σαν «κοινό μυστικό»;
Όπως εξηγεί ο συγγραφέας, λογοτέχνης και μεταφραστής Νίκος Σαραντάκος στο βιβλίο του Λέξεις που χάνονται (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2011):
«[Οι γονείς] για να μην έχουν τα παιδιά μέσα στα πόδια τους, τα έστελναν στο μαγαζί της γωνίας να πάρουν “αλικόντιση” ή “μισή οκά (ή μισό κιλό) σιλιπινούς” ή “μισή οκά σικοβάρα”. Αυτά βέβαια γίνονταν σε μια μακρινή εποχή, που ο κόσμος είχε παιδιά, υπήρχε μαγαζί στη γωνία, και τολμούσε να τα στείλει ίσαμε τη γωνία ασυνόδευτα.
»Η “αλικόντιση” παράγεται από το ρήμα “αλικοντίζω” = εμποδίζω, καθυστερώ, και ήταν εντολή προς τον μπακάλη να κάνει το παιδί να χασομερήσει (Το “αλικοντίζω” είναι δάνειο από τα τουρκικά, από τον αόριστο του ρήματος alikomak, που σημαίνει “πιάνω, συλλαμβάνω”.
»Η Λωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου, για να απομακρύνει τον γαμπρό της από το σπίτι, τον είχε στείλει σε μια συγγένισσα να φέρει “αλικομπενί”, που θα πει στα τουρκικά “κράτησέ με”.) Το “σιλιπινούς” είναι μασκαρεμένο το “σου λείπει (ο) νους”».
Πόπη Παπαγεωργίου