Για πρώτη φορά από το 2011 οι ΗΠΑ έχασαν χθες το (ακριβό τους) ΑΑΑ, καθώς ο οίκος αξιολόγησης Fitch Ratings υποβάθμισε το μακροπρόθεσμο αξιόχρεο του αμερικανικού δημοσίου κατά μια βαθμίδα, στο AA+.
«Διαφωνούμε σθεναρά με αυτή την απόφαση» ανέφερε ο Λευκός Οίκος, στην πρώτη του αντίδραση.
Η εκπρόσωπος της Προεδρίας Καρίν Ζαν-Πιερ σε δελτίο Τύπου σημειώνει πως η πραγματικότητα είναι ότι ο Τζο Μπάιντεν πέτυχε την πιο ισχυρή ανάκαμψη σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη μεγάλη οικονομία στον κόσμο.
«Διαφωνώ έντονα με την απόφαση του Fitch Ratings. Η μεταβολή […] είναι αυθαίρετη και βασισμένη σε παρωχημένα στοιχεία», δήλωσε η υπουργός Οικοδομικών Τζάνετ Γέλεν..
Ο S&P ήταν ο πρώτος από τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης που αποφάσισε να στερήσει από τις ΗΠΑ το «τριπλό άλφα» το 2011 – δεν τις έχει αναβαθμίσει έκτοτε, τις διατηρεί στο AA+. Μόνο ο Moody’s τις διατηρεί (τουλάχιστον μέχρι σήμερα) στην υψηλότερη βαθμίδα πιστοληπτικής ικανότητας.
Το όριο χρέους
Ο Fitch δικαιολόγησε την απόφαση της υποβάθμισης επικαλούμενος ιδίως τις «επανειλημμένες κρίσεις για το όριο του χρέους», υπογραμμίζοντας πως οι «πολιτικές συγκρούσεις […] και οι αποφάσεις της τελευταίας στιγμής διάβρωσαν την εμπιστοσύνη στη διαχείριση των δημοσιονομικών».
Ανά τακτά χρονικά διαστήματα το όριο δανεισμού του ομοσπονδιακού κράτους πρέπει να αυξάνεται από το Κογκρέσο, ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος οι ΗΠΑ να κηρύξουν στάση πληρωμών. Αν και για δεκαετίες επρόκειτο για τυπική διαδικασία, τα τελευταία χρόνια το ζήτημα έχει μετατραπεί σε αντικείμενο επαναλαμβανόμενων πολιτικών μαχών.
Στις αρχές του Ιουνίου, η κυβέρνηση του Δημοκρατικού Τζο Μπάιντεν και η αντιπολίτευση κατέληξαν in extremis σε συμφωνία για το ζήτημα.
Μολαταύτα, πέραν της συμφωνίας αυτής, «υπήρξε διαρκής επιδείνωση των κανόνων της διακυβέρνησης κατά των διάρκεια των τελευταίων 20 ετών, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών και του χρέους», σύμφωνα με τα επιχειρήματα του Fitch.
Σημαντικά ρίσκα
Πάντως, η απόφαση υποβάθμισης, αν και απρόσμενη και χωρίς προηγούμενο την τελευταία δεκαετία, δεν φαίνεται να θορυβεί τους αναλυτές των αγορών, σύμφωνα με όσους μίλησαν στο Γαλλικό Πρακτορείο.
«Δεν αναμένω ότι θα έχει διαρκή αντίκτυπο στις χρηματαγορές», διαβεβαίωσε ο Τζον Κάναβαν της Oxford Economics, προσθέτοντας πως δεν προβλέπει μείζονες αναταράξεις.
Βραχυπρόθεσμα, η απόφαση του οίκου «μπορεί να οδηγήσει ορισμένους επενδυτές να μειώσουν την έκθεσή τους στα ομόλογα που εκδίδει το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών», εκτίμησε ο Μίκι Λέβι της Berenberg. Μακροπρόθεσμα ωστόσο, ούτε αυτός βλέπει «καμιά σοβαρή επιπλοκή» καθώς θεωρεί ότι «όλος ο κόσμος είναι ενήμερος για την κατάσταση του αυξανόμενου χρέους των ΗΠΑ».
Ο Λευκός Οίκος πάντως επιρρίπτει ευθύνες στον Ντόναλντ Τραμπ για την επιδείνωση των δεικτών που έλαβε υπόψη ο Fitch, υπενθυμίζοντας κυρίως τη φορολογική μεταρρύθμιση του 2017 που περιλάμβανε μείωση των συντελεστών για τους πλουσιότερους Αμερικανούς και τις επιχειρήσεις.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο οίκος αξιολόγησης –που δεν αναφέρεται στην έκθεσή του σε συγκεκριμένη κυβέρνηση– υποδεικνύει τη μείωση των φόρων και τις μεγάλες δημόσιες δαπάνες. «Η αναμενόμενη δημοσιονομική επιδείνωση κατά τη διάρκεια των 3 προσεχών ετών, καθώς και το άχθος του υψηλού και αυξανόμενου δημόσιου χρέους αποτελούν σημαντικά ρίσκα», σημειώνει.
Και προσθέτει: «Η κυβέρνηση δεν διαθέτει μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο […] και έχει περίπλοκη διαδικασία κατάρτισης του προϋπολογισμού. Οι παράγοντες αυτοί, όπως και τα οικονομικά σοκ, οι μειώσεις των φόρων και νέες πρωτοβουλίες για δημόσιες δαπάνες, συνέβαλαν σε διαδοχικές αυξήσεις του χρέους κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας».
Επίσης τονίζει ότι υπήρξαν περιορισμένα βήματα προόδου στην αντιμετώπιση μεσοπρόθεσμων προκλήσεων που συνδέονται με την αύξηση του κόστους του συστήματος συντάξεων και ασφάλισης υγείας λόγω της γήρανσης του πληθυσμού.