Μόλις δύο χιλιόμετρα μακριά από τη Μονή Ζυγού, που απέχει 20 μέτρα από τα σύνορα του Αγίου Όρους, βρίσκεται η αρχαία πόλη Ακρόθωοι, το μετέπειτα Προσφόριον, μετόχι και κτήμα του Αγίου Όρους που παραχωρήθηκε στους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας μετά την Ανταλλαγή που επέβαλε η Συνθήκη της Λoζάνης.
Σήμερα είναι πολύβουο τουριστικό κέντρο, λιμάνι από όπου οι προσκυνητές του Αγίου Όρους επιβιβάζονται στα πλοία για να το επισκεφτούν.
Ο επισκέπτης θα βρει με δυσκολία γωνιές που να θυμίζουν όλον αυτόν τον κόπο των προσφύγων, που διωγμένοι από τις πανάρχαιες εστίες τους δημιούργησαν από την αρχή τις ζωές τους, εδώ κάτω από τη σκιά του Άθωνα.
Ωστόσο, εάν είναι τυχερός και βρεθεί σε παρέα απογόνων προσφύγων και μιλήσει με τα παιδιά και τα εγγόνια τους, θα διαπιστώσει με χαρά πως η Ουρανούπολη –όπως ονομάστηκε η πόλη αυτή βάσει αρχαίων νομισμάτων που βρέθηκαν με τις επιγραφές «Ουρανίας Πόλεως» και «Ουρανιδών Πόλεως»–, είναι άλλη μια γωνιά της πατρίδας μας που «αναστήθηκε» από την εργατικότητα, τη δύναμη και το πνεύμα των ανθρώπων που έλκουν την καταγωγή τους από τις αλησμόνητες πατρίδες.
Ο ιερέας Γεώργιος Κυριάκου, εφημέριος του Ι.Ν. Κωνσταντίνου & Ελένης Ουρανουπόλεως, και η Μαρία Ταπτά-Σαββίδου μίλησαν στο pontosnews.gr για το ναό που έχτισαν οι πρόσφυγες, τα κειμήλια που έφεραν από τις ιδιαίτερες πατρίδες τους και τους ιδιαίτερους ψηφιδωτούς-ανάγλυφους επιταφίους του.
Π. Γεώργιος Κυριάκου: Ο ναός φτιάχτηκε από τους πρόσφυγες με πολύ κόπο και λαχτάρα
«Ο ναός χτίστηκε γύρω στο 1950 από τους πρόσφυγες κατοίκους της Ουρανούπολης. Από το 1922-23 που ήρθαν οι πρόσφυγες εδώ από τα Προικόννησα μέχρι και το ’50 που αποπερατώθηκε, εκκλησιάζονταν πάνω στο εκκλησάκι που υπάρχει στον τρίτο όροφο στον πύργο Προσφορίου. Το εκκλησάκι εκείνο ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Κωνσταντίνο και για το λόγο αυτόν και ο ναός μας αφιερώθηκε επίσης στον Άγιο Κωνσταντίνο και τη μητέρα του Αγία Ελένη.
»Το τέμπλο και κάποιες εικόνες του, αλλά και εικόνες εντός του ναού είναι από το μετόχι της Χρωμίτσας, της Μονής Παντελεήμονος, γι’ αυτό και βλέπετε ότι είναι ρωσικής τεχνοτροπίας.
»Στο τέμπλο βλέπουμε την εικόνα του Αγίου Τιμοθέου Επισκόπου Προικοννήσων που έζησε στα μέσα του 6ου αιώνα μ.Χ. Στο ναό μας επίσης υπάρχει μια εφέστιος εικόνα του 15ου-16ου αιώνα που απεικονίζει τους Αγίους Ισαποστόλους Κωνσταντίνο και Ελένη, Παλαιολόγειας Εποχής.
»Την εικόνα αυτή, όπως και την εικόνα του Αγίου Τιμοθέου και την αμφιπρόσωπη εικόνα του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, τις έφεραν οι πρόσφυγες μαζί τους από τη Μικρά Ασία.
»Δύο ακόμη εικόνες πολύ σημαντικές είναι η Παναγία η Γλυκοφιλούσα, κειμήλιο από τα Προικόννησα, και η Αγία Παρασκευή. Τη Γλυκοφιλούσα την είχε μια γερόντισσα εδώ στην Ουρανούπολη στο σπίτι της, και μετά το θάνατό της την έφερε η οικογένειά της και την αφιέρωσε στην εκκλησία.
»Η δεύτερη εικόνα, η Αγία Παρασκευή, πιθανόν να έχει μεταφερθεί από το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής των Προικοννήσων. Μπροστά σε αυτήν την εικόνα της Αγίας Παρασκευής, κάθε χρόνο, όταν τιμάται η μνήμη της, κάνουμε αγιασμό.
»Εκτός από την Παναγία την Γλυκοφιλούσα έχουμε και εικόνα της Παναγίας Γοργοεπηκόου, καθώς μπαίνουμε στον κυρίως ναό δεξιά, η οποία είναι δωρεά της Μονής Παντελεήμονος. Ο ναός αγιογραφήθηκε και καλλωπίστηκε επί ιερατείας του προηγούμενου εφημερίου, του πατρός Θεοδοσίου Εμμανουήλ με δωρεές και συνεισφορά του λαού.
»Πανηγύρεις του ναού έχουμε τρεις φορές τον χρόνο, όταν τιμάται η μνήμη των Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης, στην γιορτή του Αγίου Νικολάου και στην γιορτή της Αγίας Παρασκευής.
Ο ναός από αρχιτεκτονικής απόψεως είναι τρίκλιτη βασιλική και φτιάχτηκε από τους πρόσφυγες με πολύ κόπο και λαχτάρα.
»Η κυρία Δόμνα, που υπήρξε νεωκόρος του ναού μας, έλεγε ότι και η ίδια ως μικρό κορίτσι και οι συνομήλικοί της, μαζί με εφήβους, νέους, και κάθε ηλικίας κατοίκους, κουβαλούσαν πέτρες από τη θάλασσα για την αποπεράτωσή του!», εξηγεί ο εφημέριος του ναού.
Μαρία Ταπτά-Σαββίδου: Ο Επιτάφιος έχει περίπου 70.000 πέρλες και 30.000 λουλούδια
«Ξεκινήσαμε, μια ομάδα γυναικών από την Ουρανούπολη με την εικόνα του Αγίου Κωνσταντίνου. Είπαμε να φτιάξουμε κάτι ξεχωριστό για να διακοσμήσουμε το πλαίσιό της και τελικά κάναμε σύνθεση με σχέδια, λουλούδια πάνω στα λουλούδια. Το αποτέλεσμα ήταν απόλυτα αρμονικό, μας άρεσε αισθητικά και συμφωνήσαμε να χρησιμοποιήσουμε την ίδια τεχνική και με τον Επιτάφιο.
»Τα λουλουδάκια τα μικρά (γυψοφύλλη) τα βάψαμε με σπρέι σε ποικίλα χρώματα. Τα χρωματιστά λουλούδια σχημάτιζαν το μοτίβο ενώ τα άσπρα ήταν το φόντο. Σταδιακά είχαμε την ιδέα να δουλέψουμε και με πέρλες χρωματιστές για τα σχέδια (αντί να βάφουμε τα λουλούδια) ενώ το φόντο παρέμεινε ίδιο. Αργότερα πειραματιστήκαμε με πούλιες και με διάφορα υλικά. Και ξεκίνησε μια παράδοση χρόνων. Από το Σεπτέμβριο σκεφτόμαστε τι μοτίβα θα χρησιμοποιήσουμε και μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων ξεκινάμε τη σύνθεση. Ο Επιτάφιος έχει περίπου εβδομήντα χιλιάδες πέρλες και τριάντα χιλιάδες λουλούδια, να σκεφτείτε», λέει η Μαρία Ταπτά-Σαββίδου, διευκρινίζοντας πως τα λουλούδια τα παραγγέλνουν και «είναι σαν χρυσάνθεμα σε μικρογραφία και πολύ ανθεκτικά».
Για αυτό το αποτέλεσμα εργάζονται τρία, τέσσερα άτομα καθώς «παραπάνω δεν γίνεται, γιατί αλλάζει ο τρόπος δουλειάς, ενώ το ζητούμενο είναι η απόλυτη ομοιομορφία, να βγαίνει δηλαδή σαν ύφασμα. Για την προετοιμασία όμως δουλεύουμε πολλοί περισσότεροι άνθρωποι. Συνήθως από το σπίτι», εξηγεί.
«Το σχέδιο το ζωγραφίζουμε, το προσαρμόζουμε στα μέτρα του Επιταφίου και το τοποθετούμε κατάλληλα ώστε να αρχίσουμε να “κεντάμε” τα υλικά», προσθέτει.
Η επεξεργασία κρατάει από τα Χριστούγεννα ως το Πάσχα. «Φροντίζουμε μια εβδομάδα πριν την Μεγάλη Εβδομάδα να έχουμε τελειώσει, γιατί από τη Μεγάλη Δευτέρα μέχρι τη Μεγάλη Πέμπτη μπαίνουν τα φυσικά λουλούδια. Τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ γίνεται το στήσιμο του Επιταφίου, μπαίνουν όλες οι πλευρές και είναι πλέον έτοιμος ο Επιτάφιος», λέει.
Παρόλο που η ιδέα του συγκεκριμένου στολισμού είναι των γυναικών της Ουρανούπολης, η Μαρία Ταπτά-Σαββίδου λέει πως πολλοί τις έχουν μιμηθεί. «Έχουν έρθει πολλές φορές και έχουν τραβήξει πλάνα από διάφορα κανάλια με πρώτη την ΕΡΤ. Πολλές φορές μας μιμήθηκαν. Χαρακτηριστικό είναι ότι πήραμε ένα σχέδιο από τη Μονή της Αγίας Λαύρας και το προσαρμόσαμε, αναφέροντας και την “πηγή” μας. Κάποιοι… μιμητές το αντέγραψαν επακριβώς, και θέλοντας να δείξουν αυθεντικότητα είπαν ότι είναι σχέδιο από το Άγιον Όρος, αλλά από τη Μονή Βατοπεδίου!», είπε, προσθέτοντας πως «Κάποτε φτιάξαμε μοτίβα από τον σάκκο του Ιωάννη Τσιμισκή, σταυρούς σε χρώματα βυσσινί και μπλε, που έμοιαζαν βελούδινοι. Όλες οι απεικονίσεις του σάκκου βέβαια, μαζί και τα ζώα και τα φυτά που αναπαριστούσε, έγιναν αργότερα χαλί. Ξέρετε ότι η Ουρανούπολη φημίζεται και για τα χαλιά της!»
Γέννημα θρέμμα της Ουρανούπολης η συνομιλήτριά μας, διευκρινίζει ότι η μητέρα της ήταν από την Καππαδοκία και ο πατέρας της από τη Νέα Γωνιά της Επαρχίας Προύσας.
Αναφερόμενη στην καταγωγή των υπόλοιπων κατοίκων της περιοχής είπε ότι όλοι είναι πρόσφυγες, κανένας ντόπιος. «Έχει και από την Καππαδοκία, έχει και από τον Μαρμαρά, έχει και από την Προικόννησο, από διάφορες περιοχές της Μικράς Ασίας. Όλοι όμως είμαστε πρόσφυγες, δεν είναι κανένας ντόπιος. Το μέρος εδώ παραχωρήθηκε στους πρόσφυγες για να το κατοικήσουν. Το πρώτο όνομα της Ουρανούπολης ήταν Προσφόριον. Από την προσφορά που έκανε η Μονή Βατοπεδίου στους πρόσφυγες που ήρθαν να την κατοικήσουν. Όταν το 1938 βρέθηκαν τα αρχαία νομίσματα που έγραφαν “Ουρανίας πόλεως” και “Ουρανιδών πόλεως” –ο πατέρας μου Βασίλης Ταπτάς ήταν πάρεδρος τότε–, έλαβε αυτό το όνομα».
Ο πατέρας της τής είχε δώσει πολλές πληροφορίες για τον ιερό ναό, υπογραμμίζοντας ότι τότε οι πρόσφυγες έδιναν ό,τι μπορούσαν.
«Πριν χτιστεί η τωρινή εκκλησία εκκλησιάζονταν στο εκκλησάκι του Αγίου Κωνσταντίνου στον Πύργο. Τώρα είναι κλειστό, γίνονται όμως εργασίες για να λειτουργεί κάποιες φορές. Την μετέπειτα εκκλησία την έφτιαξαν οι πρόσφυγες με προσωπική εργασία και από το υστέρημά τους. Ό,τι είχε ο καθένας έδινε, ό,τι μπορούσε να προσφέρει πρόσφερε. Βοήθησε πάρα πολύ και το Mοναστήρι της Χρωμίτσας στο οποίο πήγαιναν οι συγχωριανοί με τα μουλάρια και έπαιρναν υλικά, αφού οι μοναχοί τους είχαν πει “ό,τι θέλετε να πάρετε, μπορείτε να το πάρετε”. Το τέμπλο, ας πούμε, είναι από εκεί.
»Χαρακτηριστικό παράδειγμα του πόσο ήθελαν όλοι να συνεισφέρουν στο χτίσιμο του ναού είναι και το παρακάτω περιστατικό. Ένας γέροντας δεν μπορούσε ούτε να εργαστεί για να βοηθήσει, αλλά ούτε και είχε την οικονομική δυνατότητα να κάνει κάποια δωρεά. Ωστόσο βρήκε τρόπο να συνεισφέρει. Έδωσε έναν τενεκέ κουκιά, τον οποίον πούλησαν και αγόρασαν ένα κουτί μπογιά για να βαφτεί η πόρτα! Τα εγκαίνια της εκκλησίας έγιναν το 1950, αλλά οι πρώτες εργασίες άρχισαν αμέσως μετά την έλευση των προσφύγων», της είχε εκμυστηρευτεί.
Οι περισσότεροι κάτοικοι «Ήρθαν μετά την υπογραφή της σύμβασης για την Ανταλλαγή των πληθυσμών. Κάποιοι ήρθαν το 1927, είχαν φέρει κάποια υποτυπώδη οικοσυσκευή, ενώ υπήρχαν και τα σπίτια του εποικισμού, στα οποία μπόρεσαν να εγκατασταθούν αμέσως. Αλλά δεν ήταν εδώ η πρώτη τους εγκατάσταση ως πρόσφυγες, άλλοι είχαν πάει πρώτα στη Μυτιλήνη, άλλοι στον Πειραιά, άλλοι στο Αίγιο.
»Ο μπαμπάς μου ήρθε κυνηγημένος μικρό αγόρι από τη Μ. Ασία. Βγήκε στη Μυτιλήνη. Είχαν φύγει απ’ το χωριό τους που καιγόταν. Ο πατέρας του είχε βάλει σε μια βάρκα τα παιδιά, κι επειδή εκείνος δεν χωρούσε να μπει, έμεινε πίσω. Ο μπαμπάς μου ήταν 11 χρονών όταν βγήκε στη Μυτιλήνη και δυόμισι χρόνια κοιμόταν μέσα σε ένα σχολείο με τα αδέρφια του. Ο πατέρας του (ο παππούς μου) τελικά ευτυχώς τα κατάφερε να έρθει να τους βρει μετά από δύο χρόνια».
Εδώ γνώρισε και παντρεύτηκε προσφυγοπούλα από άλλο μέρος της Μικράς Ασίας. Και εκείνη είχε έρθει μέσω Πειραιά. Η καταγωγής της ήταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. «Εδώ παντρεύτηκε τη μαμά μου, η οποία είχε έρθει και εκείνη μέσω Πειραιώς και όχι απευθείας, και είχε καταγωγή από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Οι πρόσφυγες από την Καππαδοκία είχαν φέρει την τέχνη των χαλιών εδώ. Ο παππούς μου Σταύρος Σκεντέρογλου με τον αδερφό του Ηλία, μαζί με την οικογένεια Ελευθεριάδη ήταν γνώστες αυτής της τέχνης.
»Έφεραν και υλικά από την Καισάρεια, αφού, σύμφωνα με αυτά που έλεγε η μαμά μου είχαν βιοτεχνία με χαλιά εκεί. Μεταξύ άλλων έφεραν και μετάξι κρυμμένο μέσα σε στρώματα, ειδικό για την κατασκευή χαλιών. Εδώ δεν υπήρχαν τότε τέτοια φίνα υλικά. Ήταν μετάξι ακατέργαστο, που όταν τελείωνε η ύφανση του χαλιού έπρεπε να σιδερωθεί με πολύ καυτό σίδερο για να ολοκληρωθεί η κατασκευή. Μάλλον είχαν και ειδικά σηροτροφεία εκεί», εξήγησε μιλώντας για την οικογένεια της μητέρας της.
Και μια μικρή χιουμοριστική ιστορία…
«Όταν είχε έρθει η επιτροπή για να μοιράσει χωράφια και κλήρους στους πρόσφυγες που ήταν εδώ, υπήρχε οδηγία να μοιραστούν σε νεαρά παντρεμένα ζευγάρια. Η μαμά μου με τον μπαμπά μου ήταν ήδη αρραβωνιασμένοι. Ο μπαμπάς μου έκοβε ξύλα στην αυλή. Έρχεται λοιπόν ένας συγχωριανός και του λέει: “Οι παντρεμένοι παίρνουν κλήρο”.
»Ο μπαμπάς μου πέταξε το τσεκούρι και έτρεξε στο σπίτι της μαμάς μου φωνάζοντας έξω στην αυλή πως έπρεπε να παντρευτούν εκείνη την ημέρα. Βγήκε ο παππούς μου (ο πατέρας της μαμάς μου) και σχεδόν τον μάλωσε. Βέβαια όταν ο πατέρας μου του εξήγησε τον λόγο, ο παππούς μου βιαζόταν πιο πολύ από τον καθένα να γίνει η στέψη εκείνη την ημέρα! Έτσι φώναξαν τον παπά στο σπίτι για να επισπευστεί ο γάμος. Ευλόγησε λοιπόν τα στέφανα ο παπάς και άνοιξε ο δρόμος.
»Μαθαίνοντάς το άλλοι ελεύθεροι συγχωριανοί και συγχωριανές άρχισαν τις συνεννοήσεις: “Με παίρνεις; Θα πάρουμε κλήρο”. Έτσι μέσα σε μία ώρα έγιναν πέντε γάμοι, χωρίς να υπάρχει από πριν πρόθεση, αλλά με αφορμή το διαμοιρασμό της γης, για να προλάβουν να πάρουν κλήρο πριν φύγει η επιτροπή. Κι όμως εκείνοι οι πέντε γάμοι, ένας των γονιών μου που ήταν προγραμματισμένος να γίνει και οι άλλοι τέσσερις που έγιναν απροσδόκητα, ήταν ευλογημένοι και στέριωσαν!
Αλεξία Π. Ιωαννίδου