Τα Νέα Ρόδα Χαλκιδικής είναι ένα πανέμορφο χωριό που βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα βορειότερα του Αγίου Όρους. Εκεί βρίσκεται και η περίφημη «διώρυγα του Ξέρξη», η διώρυγα που άνοιξαν τα περσικά στρατεύματα για να περάσουν με τα πλοία τους και να αποφύγουν τη «μύτη» του Αγίου Όρους.
Στην απόληξη της Αθωνικής χερσονήσου βρίσκεται ένα από τα βαθύτερα σημεία της Μεσογείου που στα αρχαία χρόνια όταν «έπιανε καιρό», όπως λένε οι ναυτικοί, πολλά πλοία τσακίζονταν στα βράχια.
Η ιστορία του παραθαλάσσιου χωριού ξεκινάει από το 1924.
Τα Νέα Ρόδα συνιστούν έναν από τους μεγαλύτερους προσφυγικούς οικισμούς της Χαλκιδικής που δημιουργήθηκε από πρόσφυγες του Μαρμαρά, της Καππαδοκίας, της Κυζικηνής χερσονήσου και της Ανατολικής Θράκης, μετά την αναγκαστική Ανταλλαγή που επέβαλε η Συνθήκη της Λοζάνης τον Ιούλιο του 1923.
Η ονομασία του οφείλεται στους κατοίκους των Ρόδων (σημερινή ονομασία Narli), χωριού που ήταν και αυτό παραθαλάσσιο στη νοτιοδυτική παραλία της Κυζικηνής χερσονήσου.
Είχε χτιστεί στα μέσα του 17ου αι. και απείχε 12 χλμ. βορειοδυτικά από την Αρτάκη και 28 χλμ. δυτικά από την Μηχανιώνα. Έτσι οι κατατρεγμένοι από τις τουρκικές βαρβαρότητες «θαλασσινοί» Μικρασιάτες βρήκαν νέα πατρίδα για να ριζώσουν και να δημιουργήσουν από την αρχή τις ζωές τους στις εκτάσεις οι οποίες έως τότε αποτελούσαν περιουσία, από τους βυζαντινούς ακόμα χρόνους, των Μονών του Αγίου Όρους, που τις παραχώρησε ασμένως με πατρικό φρόνημα για τους Έλληνες που εκδιώχθηκαν από τις πατρογονικές τους εστίες επειδή δεν πρόδωσαν την πίστη τους.
Στο νέο τόπο που εγκαταστάθηκαν βρήκαν έναν μικρό ναό, μετόχι του Αγίου Όρους το ναό του Αγίου Μοδέστου, του ιερομάρτυρα και Πατριάρχη Ιεροσολύμων γεννημένου στη Σεβάστεια του Πόντου, που έχει καθιερωθεί ως προστάτης των ζώων και των κτηνοτρόφων. Ο ναός όμως αυτός που εξυπηρετούσε τα πρώτα χρόνια τις θρησκευτικές ανάγκες των προσφύγων, καταστράφηκε ολοσχερώς μετά τον ισχυρό σεισμό του 1932 και τότε οι πρόσφυγες αναγκάστηκαν να διαμορφώσουν μια παράγκα σε μικρό ναΐδριο πριν χτίσουν την εκκλησιά τους.
Αυτή η παράγκα, όσο ταπεινός ναός και αν ήταν, φιλοξένησε στο εσωτερικό της έναν αληθινό θησαυρό, την εικόνα της Παναγίας της Σκουπιώτισσας!
Η συγκλονιστική ιστορία της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας της Σκουπιώτισσας
Η εικόνα της Παναγίας της Σκουπιώτισσας, της Παναγιάς των Νέων Ρόδων, ήρθε μαζί με τους πρόσφυγες από το χωριό Σκουπιά των Προικόννησων του Μαρμαρά με τρόπο θαυματουργικό. Την ημέρα που οι κάτοικοι της Σκουπιάς έτρεχαν να σωθούν κρατώντας στα χέρια τα λιγοστά πράγματά τους και ανέβαιναν στα ψαροκάικά τους για να περάσουν απέναντι στην Ελλάδα, μια 12χρονη μικρούλα ξέφυγε από το χέρι της μητέρας της και στράφηκε προς τα πίσω μέσα στο χαλασμό και την ανακατωσούρα. Η μάνα της φώναζε απελπισμένα να γυρίσει γιατί έπρεπε να φύγουν αλλά η μικρή Βασιλεία Τσακάλου με θάρρος και αποφασιστικότητα της αποκρίθηκε πως «ξέχασαν κάτι σημαντικό, να την περιμένουν μέχρι να επιστρέψει».
Μετά από λίγη ώρα, που φάνηκε όμως αιώνες στους συγχωριανούς και στη μητέρα της Βασιλείας, πρόβαλε το παιδί κρατώντας στα χέρια του την μεγάλη εικόνα της Παναγιάς της Εκκλησίας τους.
Έκανε τόση εντύπωση στους Σκουπιώτες πως αυτή την βαριά εικόνα που την κουβαλούσαν δύο άντρες σε κάθε λιτανεία την σήκωνε χωρίς καμιά ένδειξη δυσκολίας μια μικρή κόρη, που για μερικά δευτερόλεπτα κάθονταν και κοιτούσαν το θέαμα αποσβολωμένοι χωρίς να αντιδράσουν. Αμέσως μετά συγκλονισμένοι από το θάρρος της μικρής και τη βοήθεια που της προσέφερε η ίδια η Παναγία για να πετύχει τον σκοπό της, έβαλαν την εικόνα και το παιδί πάνω στο καραβάκι και αποχαιρέτησαν για πάντα το χωριό τους καθώς το έβλεπαν να σβήνει όσο απομακρύνονταν.
Η εικόνα μεταφέρθηκε με το ιστιοφόρο «Άγιος Νικόλαος» των πλοιάρχων Κωνσταντίνου Τσακάλου και Κυριάκου Πριακονά στο Μούδρο της Λήμνου, όπου έγινε η προσωρινή εγκατάσταση των Σκουπιωτών από τα Προικοννήσια. Οι Σκουπιώτες ξεκίνησαν να βρουν άλλον τόπο, που να τους θυμίζει πιο πολύ την πατρίδα τους που άφησαν πίσω, εμπιστευόμενοι την εικόνα από την εκκλησία τους στον ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου του Μούδρου.
Όταν εγκαταστάθηκαν στα Νέα Ρόδα και αποφάσισαν πως αυτός ήταν ο τόπος που ήθελαν να ζήσουν, ο καπετάνιος Κυριάκος Πριακονάς με το καράβι του «Άγιος Γεώργιος» αυτήν την φορά έφερε στο νέο τους χωριό τη θαυματουργή εικόνα της Παναγιάς για να ολοκληρωθεί η εγκατάσταση. Στο μικρό λιμάνι των Νέων Ρόδων την περίμεναν με συγκίνηση όλοι οι Σκουπιώτες από το χωριό, το απέναντι νησάκι της Αμμουλιανής, την Ουρανούπολη αλλά και πλήθος άλλου κόσμου. Ανάμεσα τους και μια νεαρή γυναίκα πλέον, της οποίας η καρδιά χτυπούσε πιο δυνατά από όλους τους συγχωριανούς της. Ήταν η Βασιλεία Τσακάλου, η μικρή που χάρη στο θάρρος της και τη μεγάλη της πίστη, η εικόνα της Παναγιάς δεν βεβηλώθηκε αλλά συνέχισε να στηρίζει ποικιλοτρόπως τους χωριανούς στην καινούρια τους ζωή σε μέρη που βρίσκονται κάτω από τη «φυσική επιστασία» του Αγίου Όρους.
Η εικόνα και τα θαύματα
Η εικόνα σύμφωνα με την αρχαιολογική υπηρεσία είναι βυζαντινή, έχει δημιουργηθεί μεταξύ 10ου και 11ου αιώνα και έχει επιζωγραφιστεί περίπου τον 18ο αι.
Είναι αμφιπρόσωπη, στη μια όψη της απεικονίζει την Παναγία βρεφοκρατούσα και στην άλλη τη Σταύρωση του Κυρίου.
Η οπή-υποδοχή κονταριού που βρίσκεται στη βάση της, μας βεβαιώνει πως ήταν εικόνα που χρησιμοποιούνταν για λιτανείες.
Κάθε 23 Αυγούστου ανήμερα του εορτασμού του ναού της Παναγίας των Νέων Ρόδων, που έχτισαν οι πρόσφυγες με προσωπική εργασία –κουβαλώντας άμμο και πέτρες από την παραλία και σχηματίζοντας τεράστιες αλυσίδες ανατροφοδότησης των μαστόρων με τα απαραίτητα υλικά για το χτίσιμο–, γινόταν ένα παράδοξο και όμως αληθινό γεγονός.
Ο ιερέας της εκκλησίας έβγαζε για λιτάνευση την εικόνα της Παναγίας, όπως γινόταν παλιά, και στην κεντρική είσοδο του ναού ξάπλωναν πιστοί περιμένοντας να περάσει η εικόνα από επάνω τους για ευλογία. Μερικοί ζητούσαν να κρατήσουν στα γόνατά τους την εικόνα όπως ήταν ξαπλωμένοι, αλλά τότε γινόταν το εξής υπερφυσικό: η εικόνα κουνιόταν στα χέρια των πιστών μπρος-πίσω, πότε σηκώνοντάς τους και πότε ρίχνοντας τους με την πλάτη πίσω στο έδαφος.
Είναι γνωστή και αξέχαστη η ιστορία μιας ηλικιωμένης γυναίκας που κάθε χρόνο ήθελε να κρατήσει την εικόνα της Παναγίας αλλά κάθε χρόνο επαναλαμβανόταν το ίδιο σκηνικό: η εικόνα οδηγούσε την γυναίκα στη θάλασσα με αποτέλεσμα να την παίρνει από τα χέρια της ο ιερέας, για να σταματήσει την πορεία της. Το γεγονός αυτό δημιουργούσε «σούσουρο» ανάμεσα στους κατοίκους που αναρωτιούνταν εάν η Παναγία δείχνει με αυτόν τον τρόπο την εύνοιά της ή την αυστηρότητά της για τον άνθρωπο που κρατάει την εικόνα της.
Σε κάθε περίπτωση δεν ήταν ψυχωφελές γι’ αυτό και η οικεία Μητρόπολη, κατόπιν ώριμης σκέψης των πατέρων και λαμβάνοντας υπόψη την αντίδραση της Αρχαιολογικής υπηρεσίας που προειδοποιούσε για τη φθορά της εικόνας, απαγόρευσε αυτό το εθιμοτυπικό.
Εκατοντάδες άνθρωποι από όλη την Ελλάδα προστρέχουν κάθε χρόνο να προσκυνήσουν την πρόσφυγα Παναγία Σκουπιώτισσα ζητώντας της να μεσολαβήσει, ώστε να γίνουν γονείς ή να ιαθούν από βαριές ασθένειες.
«Είναι συγκινητικό», μας λέει ο ιερέας του ναού της Παναγίας στα Νέα Ρόδα αρχιμανδρίτης Βαρθολομαίος Χατζόγλου, «να βλέπεις νεαρά ζευγάρια που έκαναν παράκληση στην εικόνα της Παναγίας ζητώντας της να αποκτήσουν παιδί, να έρχονται μετά από ένα-δύο χρόνια με το μωρό τους αγκαλιά για να ευχαριστήσουν την Κυρία Θεοτόκο. Με το που βάζω το πετραχήλι μου και ξεκινώ την παράκληση μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, έχω την αίσθηση πως εισακούονται όλες οι προσευχές των ανθρώπων. Άλλοτε δημιουργείται το αίσθημα και η βεβαιότητα πως όλα θα πάνε καλά, άλλοτε πάλι παρά την θέλησή μας που υπαγορεύεται από το κοσμικό μας πνεύμα… άλλες είναι οι βουλές του Κυρίου».
Το ασημένιο πουκάμισο της Παναγίας και η μεταστροφή της Ελληνοαμερικανίδας
Στη δεκαετία του 1940 μια Ελληνοαμερικανίδα ονόματι Μαίρη Σαββίδου που κατάγονταν από τα Σήμαντρα της Χαλκιδικής είδε το προηγούμενο βράδυ της ημέρας που επέκειτο η προσχώρησή της στην αίρεση των χιλιαστών (ιεχωβάδων) στον ύπνο της την Παναγία μαυροφορεμένη να της λέει μητρικά «μην το κάνεις αυτό παιδί μου, θα χάσεις την ψυχή σου. Έλα να με βρεις στην Ελλάδα και να με ντύσεις». Η νεαρή τότε ελληνοαμερικανίδα συγκλονίστηκε και ματαίωσε την ένταξή της στην αίρεση. Επί δεκαπέντε χρόνια «όργωνε» τα καλοκαίρια την Ελλάδα ψάχνοντας εκείνο το πρόσωπο που επενέβη τόσο θαυματουργικά στην ζωή της.
Το καλοκαίρι του 1956 συνόδευσε τον σύζυγό της ο οποίος θα επισκεπτόταν το Άγιον Όρος μέχρι τα Νέα Ρόδα. Καθώς λοιπόν μπήκαν στον ναό και κατευθύνθηκε προς την θαυματουργή εικόνα για να την προσκυνήσει, άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Στη συνέχεια απευθύνθηκε στον ιερέα της εκκλησίας και του εξομολογήθηκε πως το πρόσωπο της Παναγίας ήταν το πρόσωπο που είχε δει πριν από τόσα χρόνια και την απέτρεψε από μια μεγάλη αστοχία. Του ζήτησε οδηγίες για να εκπληρώσει την επιθυμία της Παναγίας, και να «ντύσει» την εικόνα της. Με καθοδήγηση από τον σεβάσμιο ιερέα και τους επιτρόπους παρήγγειλε στους Θωμάδες του Αγίου Όρους πουκάμισο ασημένιο και επιχρυσωμένο, στολισμένο με σμάλτο για τη Δόξα της Θεομήτορος.
Δεκάδες είναι οι ιστορίες που αναφέρονται στην Παναγιά Σκουπιώτισσα των Νέων Ρόδων και τα θαύματά της.
Αν βρεθείτε σε αυτήν την ιδιαιτέρως ευλογημένη ανατολική πλευρά της Χαλκιδικής, κάντε έναν κόπο να επισκεφτείτε τον ναό που αποθησαυρίζεται η εικόνα της Παναγίας φερμένη από τις αλησμόνητες πατρίδες, μόνο ωφελημένοι θα βγείτε!
Αλεξία Π. Ιωαννίδου
⇒Θερμές ευχαριστίες στον εφημέριο του ναού Αρχιμανδρίτη Βαρθολομαίο Χατζόγλου, στη θεολόγο υποδιευθύντρια του Λυκείου Ιερισσού Μαρία Χασάπη και στον πατέρα Τύχωνα Σιμωνοπετρίτη.