Με δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι ή επτά ζεύγη κουπιών, οι σαντάλες έσχιζαν τα νερά στη Θάλασσα της Προποντίδας μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή το ’22 και αποτελούσαν πολύτιμο εργαλείο για τους Ρωμιούς αλιείς της περιοχής.
Αν και τις χρησιμοποιούσαν και για τη μεταφορά ανθρώπων από το ένα νησί της Προποντίδας στο άλλο, συνήθως οι κωπήλατες βάρκες που έφταναν σε μήκος τα 17,40 μ., και δεν είχαν πανιά, θεωρούνταν γρήγορα αλιευτικά της εποχής. Εξάλλου η περιοχή ήταν πραγματικός θησαυρός για τους ψαράδες. Παλαμίδες, κολιοί, σαρδέλες γέμιζαν τα συρόμενα δίχτυα των σκαφών, που ονομάζονταν γρίπος. Υπήρχαν μάλιστα διαφορετικά είδη γρίπων ανάλογα με το είδος των ψαριών που ψαρεύονταν με αυτά.
Η σαντάλα ήταν πλεούμενο που είχαν κυρίως οι Έλληνες ωστόσο την καταγωγή της μάλλον πρέπει να τη συσχετίσουμε με το βυζαντινό σαντάλιον του 7ου και 9ου αιώνα, ενός άλλου μικρού κωπήλατου σκάφους.
Το όνομα το έχουν χρησιμοποιήσει πολλοί λαοί, επί αιώνες, για μικρά πλοιάρια και αρκετές χώρες διεκδικούν την πατρότητα αν και δεν αμφισβητούν τη βυζαντινή καταγωγή.
Το σκαρί τους
Οι σαντάλες ήταν κωπήλατα σκάφη χωρίς πανιά, κατασκευάζονταν σε διάφορα μεγέθη και χαρακτηρίζονταν κυρίως από τον αριθμό των κουπιών που έφεραν. Υπήρχαν, λοιπόν, με δύο ζεύγη κουπιών που ονομάζονταν κούντελο, με τρία έως πέντε ζεύγη που ονομάζονταν μπουγιαντέ και έως επτά ζεύγη κουπιών. Ανήκαν στην οικογένεια των μακρόστενων και κωπήλατων σκαφών, όπως η αλαμάνα, ο μπιγαντέ του Εύξεινου Πόντου ή της Θάλασσας του Μαρμαρά και η τράτα από το Αιγαίο.
Τα κουπιά της σαντάλας ήταν μακριά και με ιδιαίτερο σχήμα για να κάνουν την κωπηλασία πιο εύκολη. Τα σκάφη έκαναν ελιγμούς είτε με ένα φαρδύ και καμπυλωμένο πηδάλιο στο πρυμνιό ποδόσταμα είτε με δύο πλαϊνά πηδάλια που ήταν παρόμοια με τα κουπιά και ονομάζονταν μπάλες. Η γεωμετρία του σκάφους έδινε τη δυνατότητα στα μεγαλύτερα σκάφη να επιδείξουν μεγάλη ταχύτητα με τα επτά ζεύγη κουπιών. Στο μέσον του σκάφους υπήρχαν τόσα σέλματα για τους κωπηλάτες όσα και τα ζευγάρια των κουπιών.
Είχε ελαφριά κατασκευή και διαφορετικά είδη ξυλείας χρησιμοποιούντο στο σκελετό ανάλογα με την αντοχή, την ελαφρότητα και άλλες ιδιότητες που έπρεπε να έχει κάθε τμήμα της. Μόνο δύο τμήματα, ένα στην πλώρη και ένα στην πρύμνη, είχαν κατάστρωμα για να μπαίνουν τα δίχτυα και τα άλλα όργανα αλιείας, όπως επίσης και κάποιοι από το πλήρωμα. Ο πυθμένας του σκάφους ήταν επίσης επίπεδος με καρίνα που ήταν φαρδύτερη στο κέντρο και στενότερη στην πλώρη και την πρύμνη. Ένα χαρακτηριστικό σημείο της σαντάλας ήταν το επάνω μέρος, κοράκι, του πλωριού ποδοστάματος, το οποίο ήταν ιδιαίτερα φαρδύ και ζωγραφισμένο με φωτεινά χρώματα.
Στο σημείο αυτό υπήρχε η απεικόνιση του Αγίου Γεωργίου να σκοτώνει το δράκο, στις χριστιανικές σαντάλες, όπως και άλλες διακοσμήσεις με φυσικά και γεωμετρικά μοτίβα.
Το ψάρεμα δεν ήταν μόνο κούραση. Πολύ συχνά, όταν η ψαριά ήταν καλή οι ψαράδες τραγουδούσαν ένα αργό, ρυθμικό τραγούδι όταν κωπηλατούσαν ή όταν τραβούσαν τα δίχτυα τους, το «Αρμάτωσε η σαντάλα μας» που ακολουθεί:
Αρμάτωσε η σαντάλα μας
Αρμάτωσε η σαντάλα μας και πάει να βολάξει
έλεσα γιαλέσα
έλι γιαμόλι γιάσα
ίσα χωωω
βρε χάιντε, βρε χούιντε, τσαλαπαλατσίνκο
Στην Κερασιά βολάξαμε, βγάλαμε κολιαρούδια
έλεσα γιαλέσα
έλι γιαμόλι γιάσα
ίσα χωωω
βρε χάιντε, βρε χούιντε, τσαλαπαλατσίνκο
Στην Κερασιά βολάξαμε, βγάλαμε τρεις χιλιάδες
έλεσα γιαλέσα
έλι γιαμόλι γιάσα
ίσα χωωω
βρε χάιντε, βρε χούιντε, τσαλαπαλατσίνκο
Τα πήγαμε στο Μαρμαρά και πιάσαμε παράδες
έλεσα γιαλέσα
έλι γιαμόλι γιάσα
ίσα χωωω
βρε χάιντε, βρε χούιντε, τσαλαπαλατσίνκο