Πάμε ένα ταξίδι στον 19ο αιώνα; Και συγκεκριμένα μια μέρα σαν τη σημερινή, 3 Αυγούστου του 1875. Τότε που γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη ο Αχιλλέας Μαδράς, ένας άνθρωπος-μύθος κυρίως για τη ζωή του και λιγότερο για το έργο του. Μπορεί να τον έχετε δει σε κάποια δημοσιεύματα και δίπλα στο όνομα του ένας υπάρχουν χαρακτηρισμοί όπως κιτς, τσαρλατάνος ή ο Έλληνας Ed Wood (ο Αμερικανός σκηνοθέτης που οι κριτικοί έχουν χαρακτηρίσει ως τον χειρότερο όλων των εποχών).
Αντί άλλων χαρακτηρισμών ας κρατήσουμε αυτό που είχε πει για τον Μαδρά ο Αλέκος Σακελλάριος: «Ο κύριος Μαδράς είναι αξιέπαινος γιατί προσπάθησε, με τα φτωχά μέσα της εποχής του, πρώτος αυτός, να παρουσιάσει ταινίες αξιώσεων και θεάματος».
Ένα σαρδάμ γεννιέται
Για τα παιδικά και νεανικά χρόνια του λίγα πράγματα είναι γνωστά. Απλώς ότι ήταν σχετικά εμφανίσιμος, αγαπούσε την τέχνη και ήταν τυχοδιώκτης – με την καλή έννοια. Στα 25 του βρίσκεται στο Παρίσι και παίζει στο θέατρο δίπλα στη μεγάλη Σάρα Μπερνάρ. Στην Ελλάδα δεν ανέπτυξε σημαντική θεατρική δραστηριότητα, αν και δοκίμασε να ερμηνεύσει κάποιους από τους σημαντικότερους ρόλους της παγκόσμιας δραματουργίας.
Το 1917 ερμήνευσε τον Μάκβεθ όπως επίσης και τον Σάιλοκ στον Έμπορο της Βενετίας. Το 1918 εμφανίστηκε στο Μαλλιαροπούλειο Θέατρο της Τρίπολης, στο ρόλο του Οθέλλου.
Στην ουσία ο Μαδράς δεν ήταν μόνο μέτριος προς κακός ηθοποιός, αλλά μπέρδευε και τις λέξεις του κειμένου. Και έτσι λένε ότι προέκυψε το σαρδάμ. Παρ’ όλα αυτά ήταν πολύ εργατικός και εμπορικό δαιμόνιο.
Περιόδευσε στο εξωτερικό τις δεκαετίες του 1920 και 1930, έμεινε στις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Αίγυπτο, όπου υπήρχε έντονο ελληνικό στοιχείο. Αν και από τις αρχές του 20ού αιώνα αφιερώθηκε στον κινηματογράφο, παράλληλα με τις προβολές των ταινιών του στο εξωτερικό, συνέχισε να ερμηνεύει μεμονωμένους θεατρικούς ρόλους στα διαλείμματα προβολών. Σουρεαλισμός.
Φώτα, κάμερες, πάμε
Η μεγάλη του αγάπη όμως ήταν ο κινηματογράφος. Την περίοδο που ήταν στο Παρίσι, έπαιξε σε μερικές ταινίες του βωβού. Αλλά το όνειρό του ήταν να γίνει δημιουργός. Η αρχή γίνεται με ένα ντοκιμαντέρ, όπως θα το λέγαμε σήμερα. Πρόκειται για τους Πρόσφυγες του πολέμου (ή Έξοδος των προσφύγων ή Επιστροφή των αιχμαλώτων).
Ο Μαδράς συγκέντρωσε το υλικό των Ελλήνων κινηματογραφιστών που ακολουθούσαν τον ελληνικό στρατό.
Το ντοκιμαντέρ ξεκίνησε να γυρίζεται το χειμώνα του 1920, για να προλάβει τις πολεμικές επιχειρήσεις και την εκατονταετηρίδα της εθνικής απελευθέρωσης του 1821. Κατέληξε με σκηνές από τη φυγή των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία, και προβλήθηκε μαζί με άλλα συγκεντρωμένα αποσπάσματα επικαίρων από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το υλικό αυτό προβλήθηκε κυρίως στους Έλληνες της Αμερικής που ήθελαν να μάθουν και να δουν την τύχη των συμπατριωτών τους.
Η διαφήμιση της ταινίας στον ομογενειακό Τύπο της Αμερικής έχει ως εξής: «Έλληνες, ελάτε όλοι να ιδήτε τα μαρτυρικά βάσανα που υπέφεραν οι δυστυχείς μας αδελφοί. […] Η Επιστροφή των αιχμαλώτων μας εις την γλυκεία των πατρίδα, ύστερα από 8 μηνών σκληρά αιχμαλωσία και μαρτυρία. Θα νομίσητε ότι ανοίγει η Kόλασις και βγαίνουν νεκροσκελετοί χωρίς μάτια, χωρίς χέρια, χωρίς πόδια. Δεν υπάρχει ανθρωπίνη καρδιά που να μη δακρύση για την Εθνική αυτή Συμφορά μας» (Οκτώβριος 1922).
Στον αστερισμό της Φρίντας Πουπελίνα
Κάπου εκεί μπαίνει στη ζωή και στο έργο του η Φρίντα Πουπελίνα. Ο ίδιος την διαφήμιζε ως Αμερικανίδα ηθοποιό και χορεύτρια, αν και αρκετοί υποστήριζαν ότι ήταν χορεύτρια της σειράς από τη Ρουμανία.
Με την Πουπελίνα παντρεύτηκαν, απέκτησαν έναν γιο και την έκανε πρωταγωνίστριά του. Αρχικά γύρισαν την Τσιγγάνα της Αθήνας, που όμως δεν προβλήθηκε ποτέ στην Ελλάδα, αφού καμία αίθουσα δεν ήθελε να την προβάλει. Λέγεται ότι προβλήθηκε στις ΗΠΑ όπου αντιμετώπισε προβλήματα με τη λογοκρισία.
Και φτάνουμε στη Μαρία την Πενταγιώτισσα που γυρίστηκε το 1928, μετά την επιστροφή του από τις ΗΠΑ.
Ο ίδιος όχι μόνο έδινε πληροφορίες για τις συνεργασίες του στο Χόλιγουντ, αλλά έδωσε και ρόλο στην Ίριδα Σκαραβαίου, γνωστή κριτικό κινηματογράφου της εποχής, με αποτέλεσμα να γράψει ενθουσιαστικά σχόλια για το έργο.
Το γύρισμα της ταινίας είναι ο απόλυτος ορισμός του σουρεαλισμού. Στις στιγμές της μεγάλης μάχης τα περισσότερα από τα φυσίγγια είναι άκαπνα και κανείς από τους θεατές δεν μπορεί να καταλάβει πότε κάποιος πυροβολεί και πότε όχι. Οι νεκροί σηκώνονται για να ξαναπολεμήσουν ενώ ο καλλιτεχνικός φωτογράφος παίρνει διαρκώς φωτογραφίες για τον Τύπο, ντυμένος με φουστανέλα για την περίπτωση που τον πιάσει η κάμερα.
Από την άλλη, τα σφαγμένα και ψημένα αρνιά του γλεντιού μισοτρώγονται πριν ακόμη τελειώσει το γύρισμα από τους πεινασμένους ευζώνους που συμμετείχαν.
Και τα καλά συνεχίστηκαν μια δεκαετία αφότου κυκλοφόρησε η ταινία, το 1939, αυτή την φορά ομιλούσα. Βέβαια στην ουσία ακούγονταν 2-3 άνθρωποι να έχουν «περάσει» από πάνω τους διαλόγους αλλάζοντας τον τόνο τους ανάλογα με τον ήρωα που υποδύονταν. Για την ιστορία, στην ταινία έπαιζε και ο Αιμίλιος Βεάκης.
Φτάνουμε στο 1931, και στον Μάγο της Αθήνας. Για πολλούς είναι η χειρότερη ελληνική ταινία που γυρίστηκε ποτέ. Υπερβολικός χαρακτηρισμός σίγουρα για ένα φιλμ που διαφημίστηκε ως η πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία.
Ο Γιώργος Τζαβέλλας γράφει: «Ο Μαδράς είχε επιστρατεύσει μερικούς σπουδαστάς της Σχολής Καλών Τεχνών, που έβαψαν με πινελάκια ένα-ένα ωρισμένα καρέ της ταινίας. Με τη μεγέθυνση στην οθόνη, το θέαμα γινόταν φοβερό. Όταν οι ηθοποιοί κινούνταν, τα χρώματα έμεναν ακίνητα• μπλε χόρτα, κίτρινα πρόσωπα, χείλη με… βυσσινάδα, κι όταν άνοιγε κάποιο στόμα τα δόντια εξακολουθούσαν να είναι κόκκινα!».
Η πρωταγωνίστρια γοήτευε φίδια… αλλά τα φίδια ήταν ξύλινα παιδικά παιχνίδια, κι ο κόσμος εκάγχαζε.
Όσο για το πουλέν, τη Φρίντα Πουπελίνα; Η Ροζίτα Σώκου πίστευε ότι το ξεψύχισμα του κύκνου –ο χορός με τα πούπουλα της Πουπελίνα– ήταν ένα από τα χειρότερα πλάνα στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου και ότι η ίδια η Φρίντα ήταν «φρικώδους ασχήμιας».
Και μπορεί η Πουπελίνα να ήταν η γυναίκα της ζωής του, όμως δεν δίστασε να την βγάλει ημίγυμνη στην ταινία, προκαλώντας αντιδράσεις, όπου σύσσωμος ο ελληνικός Τύπος ζητά την επιβολή λογοκρισίας επί της συγκεκριμένης παραγωγής! Το φιλμ ήταν τεράστια αποτυχία.
Ιστορικά πάντως η ταινία έχει μια πρωτιά, την παρθενική εμφάνιση στο σινεμά του Ορέστη Μακρή.
Η σχολή και η αποκατάσταση
Τον Μάρτιο του 1939, λίγο πριν από τον Πόλεμο, δημιουργεί το «Στούντιο Mαδρά», στην οδό Ζωοδόχου Πηγής 48, μια κινηματογραφική σχολή στα αμερικανικά πρότυπα, η οποία «αν δεν βγάλει κινηματογραφικούς αστέρας από τους μαθητάς της, θα μάθουν τουλάχιστον οι τελευταίοι, διάφορα από την ιστορία της τέχνης και της λογοτεχνίας την οποία διδάσκονται».
Πολλά χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα το 1960, έλαβε μέρος στην 1η Έκθεση Κινηματογράφου στο Μέγαρο του Ζαππείου (10-31 Δεκεμβρίου), όπου προσπαθεί να θυμίσει στον κόσμο τη συμβολή του στο ελληνικό σινεμά και να αποκαταστήσει την εικόνα του η οποία είχε πληγεί από τις χλευαστικές κριτικές στο παρελθόν – ενέργεια που αν μη τι άλλο δείχνει ότι αγαπούσε αυτό που έκανε, ασχέτως αποτελέσματος.
Έτος 1964. Στο κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ Tον παλιό εκείνο τον καιρό, που αποτελεί μοναδικό αναδρομικό αφιέρωμα με διασωθείσες ταινίες του 1920-1930, εμφανίζεται ο Αχιλλέας Μαδράς. Ήταν 89 ετών, πάντα συμπαθής, φορώντας την χαρακτηριστική κάπα του και πλατύ θεατρικό καπέλο.
Kρατώντας ένα πούρο στο χέρι, δίπλα σε μια παλιά κάμερα λήψεως, ο Αλέκος Σακελλάριος τον παρουσιάζει και εκείνος απαντά με τη χαρακτηριστική του φωνή.
Ακόμα και ο θάνατός του αποτελεί μυστήριο. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι έφυγε το 1966, άλλοι το 1972. Όποια και αν ήταν η χρονολογία, το ηθικό δίδαγμα ήταν ότι ο Μαδράς έζησε έντονα και υπερασπίστηκε αυτό που αγαπούσε.
Σπύρος Δευτεραίος