Ένα πραγματικά συντηρητικό έθιμο, ενδεικτικό της πατριαρχικής ποντιακής κοινωνίας, ήταν το μαχ’ (ή μας) – ουσιαστικά επρόκειτο για την υποταγή της νύφης στην οικογένεια του συζύγου της, καθώς δεν είχε δικαίωμα να μιλά ευθέως στα πεθερικά (με τα οποία συνήθως έμενε μαζί), και σε άλλα σεβάσμια πρόσωπα του οικογενειακού κύκλου.
«Η νύφε κρατεί μαχ’» είναι η φράση στην ποντιακή διάλεκτο.
Πολλές ποντιακές οικογένειες κράτησαν… αμίλητες τις νύφες και μετά την εγκατάσταση στην Ελλάδα. Η Θεοδούλα Φωτιάδου, η οποία γεννήθηκε το 1928 στην Ποντοκώμη και παντρεύτηκε το 1949 αυτόν που διάλεξαν οι δικοί της, για σχεδόν δύο χρόνια δεν απευθυνόταν στον πατέρα του άνδρα της.
«Δεν μπορούσα να τον πω: “Έλα να φας”, πώς να τον φωνάξω, αφού δεν τον μιλούσα;» είπε στη Νίκη Φωτιάδου, η οποία κατέγραψε τη μαρτυρία της για το istorima.org:
«Άμα λέγω σεν’ πότε γεννήθηκα, θα τα χάσεις. Γεννήθηκα το ’28 στην Ποντοκώμη, ένα προσφυγικό χωριό. Ήμασταν όλοι πρόσφυγες, οι γονείς μας είχαν έρθει απ’ τον Πόντο.
»Όταν πήγα είκοσι χρονών, με αρραβωνιάσανε. Ήταν αλλιώτικα χρόνια τότε, τότε ό,τι έλεγαν οι γονείς, γινότανε. Χωρίς να σε ρωτήσουν έδιναν το λόγο κι ήθελες δεν ήθελες, όποιον σου ‘λέγαν έπαιρνες, αυτός ήτανε. Ήταν αλλιώτικα χρόνια. Να σκεφτείς, όταν κάποια ντυνότανε νύφη έπρεπε να πάει στα σπίτια των συγγενών, να πλύνει τα πόδια τους και να τους βάλει τις κάλτσες, τα ορτάρια.
»Παντρευτήκαμε το ’49 κι ήρθαμε στο χωριό του άντρα μου, στην Κατράνιτσα. Μόλις ήρθαμε έκλαιγα, έλεγα: “Παναγία μου, εγώ εδώ πού ήρθα;”. Γιατί η Κατράνιτσα είχε καεί από τους Γερμανούς στην Κατοχή και δεν είχαμε σπίτι, δεν υπήρχανε σπίτια, όλα ήταν καμένα. Κοιμόμασταν μέσα στο φούρνο και μέρα-νύχτα ο Αλέκος, ο άντρας μου, δούλευε για να φτιάξει το σπίτι. Πηγαίναμε στα καπνά, ερχόμασταν, και πήγαινε και σ’ άλλη δουλειά μετά. Σκοτωνόταν στη δουλειά.
»Τον λυπόμουνα τον άντρα μου γιατί οι Γερμανοί, όταν έκαψαν το χωριό, σκότωσαν τη μάνα του και τ’ αδέρφια του. Δεν είχε κανέναν συγγενή πια, μόνο τον πεθερό μου. Έτσι, στο σπίτι μέναμε ώρες πολλές εγώ και ο πεθερός μου όσο ο άντρας μου δούλευε.
»Η μάνα μου πριν παντρευτώ, μου είπε: “Θα κρατείς το Μας. Δεν θα μιλάς στον πεθερό σου”. Αυτό το έθιμο το είχανε από παλιά, οι παππούδες, οι προπαππούδες, εκείνοι. Τώρα ποιος το κρατάει; Κανένας. Αλλά τότε έπρεπε να το κρατάς.
»Οι νύφες δεν έπρεπε να μιλούν στον πεθερό τους, ποτέ. Άμα σε έβλεπε κανείς να μιλάς, σε κακολογούσαν.
»Οπότε τι να κάναμε; Το κρατούσαμε. Ξέρεις, λοιπόν, πώς τρώγαμε το μεσημέρι; Έβαζα το τραπέζι, το έβλεπε ο πεθερός μου και ερχόταν και καθόταν. Δεν μπορούσα να τον πω: “Έλα να φας”, πώς να τον φωνάξω, αφού δεν τον μιλούσα; Αν ήταν κι άλλοι συγγενείς, καθόντουσαν όλοι στο τραπέζι κι εγώ, η νύφη, στεκόμουν στην πόρτα από πίσω κι έκανα χουσμέτια, δηλαδή, αν ήθελε κανένας νερό, έλεγε: “Φέρε με νερό”, και πήγαινα κι έφερνα. Κι όταν τον έδινα το ποτήρι, έπρεπε να τον φιλήσω και το χέρι. Όσες ώρες καθόντουσαν, εγώ καθόμουν όρθια για να τους υπηρετώ. Μόνο όταν έφευγαν όλοι καθόμουν κι εγώ να φάω. Τι θα έκαμνα; Έτσι κάνανε οι παλαιοί. Νύφη αυτό σήμαινε: να κρατάς το Μας, να κάθεσαι σιωπηλή σαν το βόδι, και να κουνείς το κεφάλι.
»Τώρα, αν ήθελα να πω κάτι στον πεθερό μου; Πήγαινα στον άντρα μου ή σε κάποιον άλλον συγγενή κι έλεγα: “Πες τον, εκείνο θέλω”. Οτιδήποτε ήθελα έπρεπε να πάω, να ψάξω, να βρω κάποιον να τον πει. Όμως εγώ δεν είχα κανέναν μέσα στο σπίτι, ο άντρας μου δούλευε πολύ.
»Και πού να πάω να ψάξω κάποιον συγγενή κάθε φορά που ήθελα να τον πω κάτι;
»Κάποια στιγμή ο πεθερός μου ξαναπαντρεύτηκε, αλλά η πεθερά μου ήτανε δύσκολη. Σε εκείνη άλλα την έλεγες να τον πει, άλλα πήγαινε και τον έλεγε. Και οτιδήποτε στραβό γινόταν μέσα στο σπίτι με κατηγορούσε, και εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω. Ούτε στον άντρα μου τα έλεγα, γιατί δεν ήθελα να τον στενοχωρώ.
»Το έθιμο Μας σταμάταγε μόνο όταν σου ζητούσε ο ίδιος ο πεθερός σου να τον μιλήσεις. Αν στο ζητούσε ποτέ. Πέρασε ένας χρόνος, πέρασαν δύο, εγώ δεν άντεξα. Δεν κράτησα εγώ πολύ. Άμα δεν έχεις κανέναν να πεις: “Πες τον εκείνο”, “Κάν’ τον εκείνο”, πώς να πας; Τον φίλησα το χέρι και τον μίλησα! Παρόλο που δε μου το είχε ζητήσει εκείνος…
»Ευτυχώς, ο πεθερός μου ήταν καλός, μ’ αγαπούσε. Μετά απ’ αυτό, μ’ άφησε να τον μιλώ. Και μετά όλα πήγαν καλά, έκανα και τον γιο μου, τον Αντώνη, και τρελαινότανε μ’ αυτόν, με τον εγγονό του».