«Την ειρήνην αυτή θα την καταπιούμε όπως παίρνουμε το ρετσινόλαδο». Με αυτή την ιστορική φράση σχολίασε ο Ελευθέριος Βενιζέλος την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης στις 24 Ιουλίου 1924, η οποία ήταν η τελευταία από τους διακανονισμούς που ακολούθησαν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Καθώς η Συνθήκη των Σεβρών είχε ακυρωθεί από τα γεγονότα του 1922, στη πόλη της Ελβετίας επισφραγίστηκε το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετά από επαναδιαπραγμάτευση των Συμμάχων με τους αντιπροσώπους της κεμαλικής Τουρκίας.
Η Συνθήκη όριζε τα σύνορα του νέου τουρκικού κράτους, επικύρωνε το διαχωρισμό των νέων κρατών της Μέσης Ανατολής που ανεξαρτητοποιήθηκαν και διασφάλιζε τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή. Η Ελλάδα κράτησε μόνο τη Δυτική Θράκη απ’ όσα οθωμανικά εδάφη είχε κερδίσει στις Σέβρες.
Σε αυτή περιλαμβάνεται και η απόφαση για υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ των δύο κρατών, μια επώδυνη συμφωνία χωρίς προηγούμενο στην ιστορία, η οποία άλλαξε τις ισορροπίες και τη ζωή περίπου 2 εκατ. ανθρώπων, καθορίζοντας κοινωνικά, πολιτικά, εθνολογικά και οικονομικά τόσο την Ελλάδα όσο και την Τουρκία.
Στην περιγραφή της Δέσποινας Τσαλίκογλου από τη Σκοπή Καππαδοκίας, η οποία περιλαμβάνεται στην Έξοδο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών (τομ. Β’. 1982, σ. 112), διαβάζουμε:
«Πριν φύγομε, στρώσαμε ένα μεγάλο τραπέζι το πρωί για να φάμε όλοι μαζί οι συγγενικές οικογένειες που απομείναμε. Οι χανούμισσες μάς χαιρετούσαν κλαίγοντας. Μετά πήγα με τον αδερφό μου στο αμπέλι μου κι ήπιαμε για τελευταία φορά νερό. Εγώ έκλαιγα και ο αδερφός μου μού είπε να μην στεναχωριέμαι γιατί κι εκεί που θα πάμε κάτι θα βρούμε.
»[…] Αφήσαμε το τραπέζι μας όπως ήταν μετά το φαγητό για να φύγουμε. Τι να κάνομε; Να τα παίρναμε μαζί μας; Είχαμε ένα άλογο κι ένα σκυλάκι – Καρσί Καγιά το λέγαμε. Ο αδερφός μου σκέφτηκε να τα δώσει σε έναν Τούρκο. Τι να κάνομε; Να τα πουλούσαμε; Ποιος να τ’ αγοράσει; Έτσι, όταν ήρθε η ώρα να φύγομε, δίνει τα ζώα στον Τούρκο και ξεκινάμε.
»Πιστεύεις, παιδί μου, πως τα μάτια του αλόγου έτρεχαν; Σαν άνθρωπος έκανε, έτρεχε πίσω από τον αδερφό μου, και το σκυλί μας. Τρεις άντρες συγκράτησαν το ζώο να μη μας ακολουθήσει».