Η Κρίση του 1987 κορυφώθηκε το βράδυ της 27ης Μαρτίου με νίκη, υποτίθεται, της ελληνικής πλευράς. Ο Ανδρέας Παπανδρέου έκλεισε τα τηλέφωνα, σφράγισε τις αμερικανικές βάσεις και αποσύρθηκε περιμένοντας τις εξελίξεις. Το πρωί ανακοινώθηκε πως η κρίση τερματίσθηκε με την αποχώρηση του Σισμίκ (Πίρι Ρέις) από έρευνες σε ελληνική υφαλοκρηπίδα.
Το ίδιο αίσθημα νίκης υπήρξε και απέναντι, στην Τουρκία. Στην Ελλάδα οι, συνεχώς, ταπεινωμένοι μετά το 1974 Έλληνες χάρηκαν. Νά, μια φορά που ενωμένοι νικήσαμε. Αλλά άλλη μια φορά η επικοινωνιακή διαχείριση κυριάρχησε της ουσίας. Ο Οζάλ είπε πως αν η Ελλάδα δεν κάνει έρευνες σε αμφισβητούμενες–για την Τουρκία– περιοχές, η Άγκυρα θα απέσυρε το πλοίο. Έτσι και έγινε. Μόνο που οι «αμφισβητούμενες» περιοχές ανήκαν σε, δυνάμει, ελληνική υφαλοκρηπίδα.
Το σημαντικότερο είναι αυτό που ακολούθησε. Λίγους μήνες αργότερα, στις αρχές Φεβρουαρίου 1988, στο Νταβός ο Α. Παπανδρέου δεσμεύτηκε απέναντι στον Οζάλ, ότι η Ελλάδα θα απόσχει από οποιαδήποτε έρευνα στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου αν και η Τουρκία κάνει το ίδιο, μέχρις ότου λυθεί το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας.
Στο Νταβός η Τουρκία έθεσε για πρώτη φορά τις αμφισβητήσεις της σε ελληνοτουρκική συνάντηση. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, ένας ηγέτης αναμφισβήτητης ευφυίας, δήλωσε το περίφημο «Mea Culpa» («Λάθος μου»).
Τριάντα πέντε χρόνια αργότερα, το ζήτημα δεν λύθηκε. Και ο κ. Μητσοτάκης δεν θα περάσει πολύς χρόνος που θα επαναλάβει τη ρήση του ιστορικού αντιπάλου της οικογένειάς του. Το Βίλνιους θα είναι το «Mea Culpa» του κ. Μητσοτάκη.
Στο μεταξύ από το 2002 άρχισαν οι καλούμενες διερευνητικές επαφές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Επελέγη ο όρος «διερευνητικές» για να περάσει ευκολότερα στην κοινή γνώμη ο διάλογος που διεξάγεται μεταξύ των δύο χωρών. Ήδη βρισκόμαστε στον 65ο γύρο. Πολλά έχουν συζητηθεί, ελάχιστα έχουν γίνει γνωστά δημοσίως. Ο «πλούτος» αυτός θα αξιοποιηθεί δεόντως με την επικοινωνιακή βοήθεια των χορηγών της κυβέρνησης.
Ενώ ο Κ. Μητσοτάκης δήλωνε όλη την προεκλογική περίοδο πως η Ελλάδα αναγνωρίζει μια, μόνο, νομική διαφορά με την Τουρκία, την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, στο Βίλνιους της Λιθουανίας όπου πραγματοποιήθηκε η συνάντηση Μητσοτάκη- Ερντογάν, στο περιθώριο του ΝΑΤΟ, ο πρωθυπουργός έκανε δηλώσεις με τις οποίες αποδέχεται όλο το πλαίσιο που κατά καιρούς θέτει η Τουρκία ως επίδικη συζήτηση.
Η ελληνοτουρκική προσέγγιση που επιχειρεί ο κ. Μητσοτάκης δεν θέτει, απλώς, ζήτημα πολιτικής νομιμοποίησης αφού άλλα έλεγε προεκλογικά και πήρε την εντολή από τον ελληνικό λαό και άλλα επιχειρεί ως πολιτική με την Τουρκία αλλά είναι και επικίνδυνη.
Η Ελλάδα, στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης και σύμφωνα με τις δηλώσεις του πρωθυπουργού θα συζητήσει ακόμη και ζητήματα κυριαρχίας.
Τι είπε, λοιπόν, ο πρωθυπουργός και ποια ερωτήματα εγείρονται; Επιγραμματικά είπε:
1. Η σημερινή συνάντηση επαλήθευσε τη διάθεση για μια νέα επανεκκίνηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και για έναν πιο σαφή οδικό χάρτη για το πώς θα κινηθούμε τους επόμενους μήνες.
2. Αυτό, προς Θεού, δεν σημαίνει ότι λύθηκαν ως δια μαγείας τα ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ προβλήματα που έχουμε με την Τουρκία.
3. Το πλαίσιο το οποίο οραματίζομαι –είπε ο πρωθυπουργός– έχει ουσιαστικά τρεις άξονες:
– Ο πρώτος είναι ο πολιτικός διάλογος υπό την καθοδήγηση των δύο υπουργών Εξωτερικών στον οποίο προφανώς πολιτικό διάλογο θα τεθούν τα σημαντικά, τα ΒΑΡΙΑ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΑ ζητήματα, με σημαντικότερο το βασικό ζήτημα το οποίο αναγνωρίζουμε ότι είναι η διαφορά μας με την Τουρκία, δηλαδή την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
– Ο δεύτερος δίαυλος είναι τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης.
– Και ο τρίτος άξονας προσέγγισης αφορά τη λεγόμενη θετική ατζέντα. Αφορά ζητήματα οικονομικής συνεργασίας, ενεργειακής συνεργασίας.
4. Είπε, ακόμη ότι δεν τον αφορά το θέμα του εξοπλισμού της Τουρκίας (F-16).
Από τις δηλώσεις του πρωθυπουργού εγείρονται τα ακόλουθα κρίσιμα ερωτήματα:
Α. Ποια είναι τα σημαντικά προβλήματα που, όπως είπε ο κ. Μητσοτάκης, έχουμε με την Τουρκία; Δεν είναι μόνο η νομικής φύσεως διαφορά στις θαλάσσιες ζώνες; Υπάρχουν και άλλα σημαντικά; Δεν αποτελεί αυτό υπέρβαση των κόκκινων γραμμών της Ελλάδας;
Β. Τι σημαίνει θα τεθούν τα ΒΑΡΙΑ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ στον πολιτικό διάλογο; Σημειωτέο ότι ο πολιτικός διάλογος ήταν μια μόνιμη απαίτηση της Τουρκίας και κατ’ αυτόν, εννοείται πως θα τεθούν και ζητήματα κυριαρχίας.
Γ. Όποτε συζητήθηκαν ΜΟΕ (Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης) μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στον στρατιωτικό τομέα απέβησαν εις βάρος της ελληνικής πλευράς. Ποια ακριβώς ΜΟΕ θα συζητηθούν και γιατί;
Δ. Τι σημαίνει συνεργασία σε ζητήματα ενέργειας; Μήπως συνδιαχείριση; Αν ναι πως θα γίνει; Αφού λυθούν τα εκκρεμή ζητήματα ή χωρίς τη λύση τους; Πάμε, δηλαδή, σε αξιοποίηση υδρογονανθράκων σε επιχειρηματικό επίπεδο χωρίς να οριοθετηθεί τι ανήκει και σε ποιόν;
Ε. Με τον τρόπο που χειρίζεται η Ελλάδα το θέμα του εξοπλισμού της Τουρκίας από τις ΗΠΑ, «αδειάζει» και την ομογένεια και τους Αμερικανούς νομοθέτες που της συμπαραστάθηκαν ως σήμερα.
Υπάρχει, όμως, ακόμη ένα ζήτημα το οποίο το δήλωσε ρητά ο πρωθυπουργός: Το ζήτημα των ευρωτουρκικών σχέσεων θα αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Σε επίπεδο, δηλαδή, ηγετών της ΕΕ.
Είναι γνωστό ότι εκείνο που επιδιώκει η Τουρκία δεν είναι η πλήρης ένταξή της στην ΕΕ. Αυτό δεν το θέλουν ούτε η Άγκυρα ούτε οι Βρυξέλλες. Η Τουρκία επιδιώκει ειδική σχέση με την ΕΕ. για να διευκολυνθεί στις βίζες, στην Τελωνειακή Ένωση και στην είσπραξη χρημάτων χωρίς να κάνει καμιά παραχώρηση. Η υπόθεση άνοιξε με τη δήλωση Ερντογάν να προχωρήσει η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας.
Σύμφωνα με πληροφορίες η ΕΕ, δηλαδή η Επιτροπή, με τη συναίνεση και παραίνεση κάποιων κρατών-μελών ετοιμάζεται να παραχωρήσει ειδική σχέση στην Τουρκία και αυτό είναι ό,τι χειρότερο για τα ελληνικά συμφέροντα. Το σενάριο το διακινούν εδώ και χρόνια οι Γερμανοί με τους Γάλλους.
Γερμανία και Γαλλία ταυτίζονται με τους υπόλοιπους βόρειους στη χορήγηση ειδικής σχέσης, που εξυπηρετεί τα εμπορικά και οικονομικά τους συμφέροντα χωρίς λύση στο Κυπριακό, σεβασμό ανθρώπινων δικαιωμάτων κ.τλ. Και έτσι δημιουργούν και την Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων, με τον σκληρό πυρήνα και τις περιφερειακές χώρες και εξυπηρετούν τα δικά τους συμφέροντα με την Τουρκία.
Με την ειδική σχέση δεν χρειάζεται να αναγνωρίσει η Τουρκία την Κύπρο, ούτε να ανοίξει τα λιμάνια της στα πλοία με κυπριακής σημαία, όπως έχει αποφασισθεί από το 2004. Της δίνεται δε θέση στο τραπέζι των αποφάσεων!
Γι’ αυτό η Ελλάδα δεν μπορεί να δεχθεί ειδική σχέση αλλά πλήρη ένταξη αν η Τουρκία υλοποιήσει τις δεσμεύσεις της.
Η πλήρης ένταξη, αν γίνει, θα έχουμε να κάνουμε με μια διαφορετική Τουρκία από τη σημερινή. Αλλά δεν θα γίνει. Γιατί δεν τη θέλουν ούτε οι χώρες της ΕΕ ούτε η Τουρκία.
Η ειδική σχέση είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί για την Ελλάδα.