Μεταξύ των πιο σημαντικών αποικιών που ιδρύθηκαν κατά τον α’ ελληνικό αποικισμό συμπεριλαμβάνονταν και οι Ιωνικές αποικίες της Αθήνας. Ανάμεσα σε αυτές, τη μεγαλύτερη αίγλη είχε η Μίλητος, σπουδαίο εμπορικό και διαμετακομιστικό κέντρο της Αρχαιότητας.
Η Μίλητος, πρώτη από όλες τις αποικιακές πόλεις, δημιούργησε αποικίες στην Προποντίδα και στον Εύξεινο Πόντο. Πρώτη δε αποικία της Μιλήτου γίνεται η πόλη Σινώπη τον 9ο π.Χ. αιώνα.
Μέχρι τον 6ο αι. π.Χ. μετρούσε ήδη 75 αποικίες. Αυτή η εποχή των ελληνικών αποικισμών, μας λέει ο Σάββας Ιωαννίδης, ήταν η ωραιότερη και η πιο σημαντική της ελληνικής ιστορίας γιατί: «η Ελλάς ηυξήθη και επλατύνθη», και επιπροσθέτως κατάφερε να εκπολιτίσει και να εκπαιδεύσει σύμφωνα με το αρχαίο ελληνικό πνεύμα τα «ωραιότερα μέρη του τότε γνωστού κόσμου».
Η Σινώπη ήταν η πιο προνομιούχα –από πλευράς θέσεως– πόλη των νότιων παραλίων του Ευξείνου Πόντου. Η πρόσβασή της από στεριά και θάλασσα ήταν πολύ βατή, κι αυτό της έδινε απαράμιλλο πλεονέκτημα έναντι των άλλων πόλεων. Τα μετέπειτα δε χρόνια (από τον 4ο αι. και μετά), όταν η Κωνσταντινούπολη έγινε η πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η σχετικά κοντινή απόσταση από το κέντρο των εξελίξεων ενίσχυσε τη θέση αυτήν.
Και επειδή η Μίλητος αποίκησε τη Σινώπη, ένας ευγενής ανταγωνισμός ξέσπασε ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις και έτσι οι Μεγαρείς αποίκησαν την Ηράκλεια ενώ οι Αθηναίοι την Αμισό, γνωστή στα μετέπειτα χρόνια και ως Σαμψούντα. Η Σαμψούντα είναι η πόλη στης οποίας το λιμάνι στις 19 Μαΐου 1919 ο επικεφαλής των Νεότουρκων Μουσταφά Κεμάλ –γεννηθείς στο ταπεινό χωριό Χρυσαυγή του Λαγκαδά– έκανε απόβαση για να ακολουθήσει η τρίτη και πιο σκληρή φάση των γεγονότων της Γενοκτονίας των Ποντίων και να ξεριζωθεί βίαια από τις πανάρχαιες εστίες του ο ποντιακός ελληνισμός.
Αλλά ας γυρίσουμε στην Αρχαιότητα, στην εποχή που δεν υπήρχε τουρκικό ίχνος στον Πόντο και στην ευρύτερη περιοχή.
Στον Πόντο τα προγενέστερα από τα ελληνικά φύλα επικρατήσαντα έθνη ήταν από τον Νότο οι Λευκόσυροι –οι οποίοι ήταν άποικοι των Ασσυρίων–, ενώ από τα ανατολικά οι Αμαζόνες –άλλως Αμαζονική φυλή– που τοποθετούνταν ανάμεσα στους ποταμούς Θερμώδοντα και Άλυ. Από τους παλαιότερους κατοίκους θεωρούνταν οι Κόλχοι, που μετέπειτα μετονομάστηκαν Λαζοί και η χώρα τους Λαζία. Όπως αναφέρει ο Σάββας Ιωαννίδης, στην περιοχή της Χαλδίας, η οποία κατοικήθηκε από τους Χαλδαίους της Μεσοποταμίας, ανθούσε η μεταλλουργία από τα αρχαία κιόλας χρόνια, ενώ οι Άλυβες ή Χάλυβες –σκυθικό μάλλον φύλο που το αναφέρει κι ο Όμηρος– ήταν δεινοί τεχνίτες του σιδήρου και του χάλυβα.
Άλλοι κάτοικοι του Πόντου ήταν οι Μοσσύνοικοι (μεταξύ Κερασούντος και Τριπόλεως), οι Δρίλες, οι Μάκρωνες, οι Κερκίτες, οι Τάοχοι (περιοχή Αρμενίας), οι Φασιανοί (ζούσαν δίπλα στον Φάση ποταμό), οι Τιβαρηνοί (Ίβηρες του Καυκάσου), οι Παφλαγόνες (δυτικός Πόντος περιοχή Παφλαγονίας), κ.ά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα για τις σχέσεις ανάμεσα στους λαούς είναι η διήγηση του Ξενοφώντα στο έργο του Κύρου Ανάβασις, και συγκεκριμένα στο χωρίο που περιγράφει τον Πυρρίχιο χορό (400 π.Χ.)
Στο πλαίσιο των εορτών που διοργανώθηκαν προς τιμήν των Μυρίων του Ξενοφώντος, οι στρατιώτες του, θέλοντας να ευχαριστήσουν τους «αρχαίους ποντίους» για τη φιλοξενία, χόρεψαν πυρρίχιους χορούς. Οι πυρρίχιοι σύμφωνα με μελέτες που έγιναν με βάση τις εικονιστικές παραστάσεις που διασώθηκαν από τις αρχαιολογικές μαρτυρίες αλλά και σύμφωνα με έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, ήταν δεκαοκτώ (σε αυτόν τον αριθμό συγκλίνουν οι μελετητές χωρίς όμως να είναι απόλυτος – αυτός προκύπτει από τις γραπτές πηγές και τα αρχαιολογικά ευρήματα).
Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, λοιπόν, στην Κύρου Ανάβαση, πηγή που περιλαμβάνει την πρώτη καταγεγραμμένη μαρτυρία επιτέλεσης του Πυρρίχιου χορού στον Πόντο, ξεκινά να χορεύει ένα ζευγάρι Θρακών πολεμιστών υπό τη μουσική συνοδεία ενός αυλού. Χόρεψαν οπλισμένοι (όπως χορεύεται ένας πυρρίχιος), και πηδούσαν ψηλά και ανάλαφρα κάνοντας φιγούρες με τα μαχαίρια τους. Ήταν χάρμα ιδέσθαι, όλοι όσοι τους παρακολουθούσαν –Έλληνες και Παφλαγόνες– θαύμαζαν την πολεμική τους αλκή. Μέχρι που ο ένας από τους δύο έπεσε στο έδαφος προσποιούμενος τον νεκρό, μετά το χτύπημα από τον συγχορευτή του.
Οι Παφλαγόνες, ως μη εξοικειωμένοι με τέτοιου είδους θεάματα, τα έχασαν· φώναζαν πανικόβλητοι γιατί νόμιζαν πως είχε συμβεί φονικό. Οι Έλληνες –κάτοικοι του Πόντου– έμειναν ατάραχοι, απόδειξη πως το θέαμα τους ήταν γνωστό και ίσως το χόρευαν και οι ίδιοι.
Θα πρέπει να διασκέδαζαν μάλιστα με το όλο σκηνικό, βλέποντας πώς οι «σκληροί» Παφλαγόνες έχασαν την ψυχραιμία τους και αντιδρούσαν σαν φοβισμένα παιδιά.
Αφού ο νικητής της μάχης πήρε ως λάφυρο τα όπλα του «νεκρού» και εγκατάλειψε το χοροστάσι τραγουδώντας, μια ομάδα ανδρών σήκωσε τον υποτιθέμενο νεκρό από το έδαφος και με αργά τελετουργικά βήματα, όπως ταιριάζει σε έναν πολεμιστή που έπεσε στη μάχη, οδήγησαν το «άψυχο» σώμα εκτός πεδίου. Φανταστείτε την έκπληξη αλλά και συγχρόνως την ανακούφιση που ένιωσαν οι Παφλαγόνες βλέποντας τον υποτιθέμενο νεκρό να τινάζεται από την οριζόντια θέση και να ορθώνεται ολοζώντανος μπροστά τους!
Ακολούθησε ένα ζευγάρι Θεσσαλών που χόρεψε ένοπλο την καρπαία. Η καρπαία ήταν ένα είδος χορού που συνδύαζε την πολεμική του πυρρίχιου με το αγροτικό στοιχείο (Θεσσαλία γαρ)! Σύμφωνα με την περιγραφή του Ξενοφώντα, ένας από τους δύο χορευτές μιμείται κινήσεις σποράς και καλλιέργειας γης, έχοντας όμως τα όπλα κοντά του για το ενδεχόμενο επίθεσης από εχθρό. Ο άλλος χορευτής παριστάνει τον ληστή που επιτίθεται στον αγρότη. Ακολουθεί ένοπλη μάχη ανάμεσα στους άνδρες, που λήγει με τη νίκη είτε του αγρότη που δένει τον ληστή στη βοϊδάμαξά του, είτε του ληστή ο οποίος κλέβει τη βοϊδάμαξα του αγρότη. Κι αυτός ο χορός συνοδευόταν μουσικά με τον ήχο του αυλού.
Την παράσταση των δύο Θεσσαλών μισθοφόρων του Ξενοφώντα διαδέχτηκε αυτή του μεμονωμένου πολεμιστή από τη Μυσία.
Η Μυσία ήταν πόλη της Μ. Ασίας στην περιοχή της Προποντίδας. Ο πολεμιστής κρατούσε δύο μικρές ασπίδες από κλωνάρια ιτιάς, μία στο κάθε χέρι. Το θέαμα που προσέφερε ήταν φαντασμαγορικό. Προσποιούμενος πως αντικρούει πότε έναν εχθρό και πότε δύο μαζί, στριφογύριζε μανιασμένα γύρω από τον εαυτό του και περιμετρικά του χοροστασίου και έκανε εναέριες ανάποδες τούμπες, κρατώντας πάντα τις ασπίδες του στα χέρια. Στο τέλος χόρεψε έναν περσικό χορό χτυπώντας τις ασπίδες μεταξύ τους, κατά τον οποίο πότε γονάτιζε στο έδαφος και πότε ξανασηκωνόταν με ορμή κρατώντας πάντα το ρυθμό που του υπαγόρευε η μουσική που έπαιζε ο αυλητής.
Έπειτα, στο πεδίο έκαναν την εμφάνισή τους Αρκάδες, οι περισσότεροι προερχόμενοι από τη Μαντίνεια, οι οποίοι έφεραν άρτιο εξοπλισμό και ένδυση. Αυτοί περπατούσαν στο ρυθμό του σκοπού του ένοπλου χορού ακολουθώντας τη μελωδία του αυλού, τραγούδησαν τον Παιάνα και χόρεψαν στο ρυθμό όπως γινόταν όταν οι ιερές πομπές κατευθυνόταν στους ναούς των θεών.
Οι Παφλαγόνες πραγματικά έδειχναν να τα έχουν χαμένα, ήταν μεγάλο «πολιτισμικό σοκ» όλο αυτό το μεγαλοπρεπές θέαμα που είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν. Οι δε Έλληνες απολάμβαναν το θέαμα που τους προσέφεραν οι φιλοξενούμενοί τους από τις ελληνικές μητροπόλεις – τις πόλεις που δύο έως τέσσερεις αιώνες νωρίτερα είχαν αφήσει οι πρόγονοί τους για να αποικήσουν τη νέα τους πατρίδα στα νότια παράλια του Ευξείνου Πόντου.
Το θαυμασμό αυτόν του κοινού που δεν ήθελε να σταματήσει το θέαμα τον αντιλήφθηκε ο πολεμιστής από τη Μυσία και έβαλε το «κερασάκι στην τούρτα» για να τελειώσει με τον καλύτερο τρόπο εκείνη η καταπληκτική βραδιά του 400 π.Χ.
Έπεισε έναν Αρκάδα πολεμιστή, ο οποίος είχε αγοράσει κατά τη διάρκεια της περιπλάνησης των Μυρίων μια χορεύτρια, κι αφού την στόλισε κατάλληλα για το δρώμενο, της έδωσε μια ελαφριά ασπίδα. Εκείνη μπήκε μέσα στο χοροστάσι με ελαφρύ και ρυθμικό βηματισμό και –όπως μας λέει ο Ξενοφών– «ωρχήσατο πυρρίχην ελαφρώς» χόρεψε δηλαδή με χάρη τον Πυρρίχιο. Ο Ξενοφώντας ενώ δεν ανέφερε το όνομα Πυρρίχιος στους προηγούμενους χορούς των πολεμιστών ίσως γιατί το θεωρεί αυτονόητο, αναφέρει χαρακτηριστικά πως η χορεύτρια-δούλη του Αρκάδα χόρεψε έναν χορό με χορευτική ιδιοσυγκρασία που προσιδιάζει στη σωματική δομή, την ευλυγισία και τη χάρη των γυναικών, αλλά και στη δεινότητα των πολεμιστών, και αυτός ο χορός ήταν αδιαμφισβήτητα Πυρρίχιος!
Εικάζουμε πως όλοι όσοι είχαν την τύχη να ζήσουν εκείνη τη βραδιά όσα συνταρακτικά διαδραματίστηκαν και διασώθηκαν χάρη στον Ξενοφώντα στη συλλογική μνήμη, θα έμειναν ενθουσιασμένοι με τις συγκινήσεις της. Δυόμισι χιλιάδες χρόνια μετά, ζωντανεύει στη φαντασία μας το θέαμα της χορεύτριας που χόρεψε πυρρίχη σε μια γιορτή που αποτελεί επιστέγασμα της μακρινής πορείας των Μυρίων και υπόδειγμα των εορτών που διέσωσε η γραφίδα του ιστοριογράφου.
Ο Ξενοφώντας γράφει πως οι Παφλαγόνες στο τέλος, συνεπαρμένοι με ό,τι έζησαν, ρώτησαν με χαρακτηριστική αφέλεια τους Μυρίους εάν πολεμούν μαζί τους και γυναίκες. Οι άντρες του Ξενοφώντα, με το ιδιόρρυθμο πνευματώδες ελληνικό χιούμορ τους, απάντησαν: «αύται και αι τρεψάμεναι είεν βασιλέα εκ του στρατοπέδου», δηλαδή «αυτές έκαναν τον βασιλιά να το βάλει στα πόδια από το στρατόπεδο»!
Αλεξία Π. Ιωαννίδου
MSc Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων