Ο μεγάλος Άγιος της εποχής μας, ο Άγιος Παΐσιος, κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης, γεννήθηκε στην αγιοτόκο Καππαδοκία και συγκεκριμένα στα Φάρασα, τον Ιούλιο του 1924. Ασαράντιστο ακόμα βρέφος αναγκάστηκε να ξεριζωθεί από τον τόπο του, μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες άλλους Έλληνες, και να έρθει στην Ελλάδα όπως επέτασσε η πρωτοφανής για τα μέχρι εκείνη την στιγμή δεδομένα Συνθήκη της Λοζάνης.
Πριν ξεκινήσει το μεγάλο ταξίδι για την Ελλάδα, η πολυμελής οικογένεια του Αγίου βαφτίζει το νεογέννητο μέλος της.
Ο μικρούλης που αντίκρισε το φως αυτού του κόσμου στις τραγικές ημέρες του ξεριζωμού του ελληνικού στοιχείου από τις πανάρχαιες κοιτίδες του, βαφτίζεται από τον ίδιο τον Άγιο Αρσένιο, o οποίος του έδωσε το όνομά του προβλέποντας την κλίση του μικρού αγοριού, και θέλοντας να αφήσει «καλόγερο στο πόδι του».
Εβδομήντα χρόνια μετά, τον Ιούλιο του 1994, ο Άγιος Παΐσιος αφού διήνυσε έναν βίο γεμάτο προσφορά, θαύματα, πνευματική άσκηση και απέραντη αγάπη προς τον Δημιουργό αλλά και προς τον άνθρωπο, εγκατέλειψε τα εγκόσμια και συγκαταλέχθηκε με τους «φίλους του» αγίους και αγίες στο ουράνιο στερέωμα. Το 2015 ανακηρύχθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και η μνήμη του τιμάται την ημέρα της εκδημίας του – στις 12 Ιουλίου.
Ήταν απλούς, δεν γνώριζε πολλά-πολλά γράμματα αλλά είχε πλούσια την κατά Θεόν Σοφία. Από μικρός έμαθε την τέχνη της ξυλογλυπτικής για να μιμηθεί μέχρι και σε αυτό τον Ιησού Χριστό, τον αγαπημένο του, για χάρη του οποίου απαρνήθηκε τις πρόσκαιρες χαρές αυτού του κόσμου για να γευθεί τους καρπούς της Θείας Χάριτος.
Ο Άγιος «μπήκε» για να μονάσει στο Άγιον Όρος στην ηλικία των 29 χρόνων, μετά την εκπλήρωση της στρατιωτικής του θητείας στην οποία υπηρέτησε ως ασυρματιστής, τίτλος που τον ακολούθησε και στα μετέπειτα χρόνια της μοναχικής του πλέον ζωής, αφού χαριτολογώντας έλεγε πως ως μοναχός είναι ο «ασυρματιστής του Θεού», μεσολαβώντας με τη θερμή του προσευχή για τους ανθρώπους που του εκμυστηρεύονταν τα προβλήματά τους και του ζητούσαν να μεσιτέψει στον Θεό αλλά και για όλους όσοι δοκιμάζονταν από πειρασμούς.
Σε ηλικία 38 ετών μετέβη στο όρος Σινά για να ασκηθεί επί δύο χρόνια στο ασκητήριο του Αγίου Γαλακτίωνος και της συζύγου του Αγίας Επιστήμης.
Εκεί έκανε σκληρούς αγώνες, και με την άσκησή του αντέκρουε τις καθημερινές επιθέσεις των αντιδίκων του «ταγκαλακίων» όπως συνήθιζε να χαρακτηρίζει τα δαιμόνια. Η λέξη ταγκαλάκι έχει τουρκική προέλευση (dangalak) και σημαίνει τον ανόητο με τους χονδροειδείς τρόπους.
Αμέσως μετά επιστρέφει στο Άγιον Όρος και μένει στο καλύβι του Τιμίου Σταυρού έχοντας ως γέροντα τον Τύχωνα, έναν Ρώσο μοναχό. Ο παπα-Τύχων ήταν σπάνια ασκητική μορφή που έτρωγε μόνο τις Κυριακές μαγειρευτό φαγητό – ψαρόσουπα, όπως έλεγε το ζουμί που έβραζε με λίγο ρύζι και με ένα ψαροκόκαλο που αμέσως μετά τη βράση το κρεμούσε με μανταλάκι στο σύρμα για να στεγνώσει και να το χρησιμοποιήσει ξανά και ξανά! Ο Άγιος Παΐσιος έκανε υπακοή στον υπέργηρο αυτόν μοναχό και το θεωρούσε μεγάλη ευλογία. Τόση ήταν η ταπείνωση και το πνεύμα προσφοράς του Αγίου, γι’ αυτό και έφτασε σε τέτοια μέτρα!
Μετά την εκδημία του πατρός Τύχωνος, ο Άγιος έκατσε για μερικά ακόμα χρόνια στο κελί του όπως ήταν η επιθυμία του εκλιπόντος. Εκεί είχε και τις μεγαλύτερες αποκαλύψεις. Έτσι, μετά τη συγγραφή βιβλίου για τον Άγιο Αρσένιο –αυτόν που προέβλεψε πως θα γίνει μοναχός κρατώντας τον στα χέρια του για να τον βαφτίσει, μωρό λίγων ημερών–, σε αυτό το κελάκι δέχτηκε την «επίσκεψη» και το πατρικό χάδι του αναδόχου του, που τον πληροφορούσε πως ήταν ευαρεστημένος με το έργο του. Εκεί δέχτηκε και την «επίσκεψη» της Αγίας Ευφημίας όταν ένα βράδυ του χτύπησε την πόρτα, κι αφού βεβαιώθηκε πως δεν ήταν κάποια οπτασία και τέχνασμα των δαιμόνων καθώς προσκύνησαν μαζί την Αγία Τριάδα, είχαν ουράνια συνομιλία που γέμισε με άπειρη αγαλλίαση και θεία νοήματα την καρδιά του.
Αυτές οι «επισκέψεις» είναι ανεξιχνίαστες και ακατανόητες για εμάς που έχουμε κοσμικό φρόνημα, όμως για τον Παΐσιο ήταν η αμοιβή του και η ενθάρρυνσή του για να συνεχίσει τον Καλόν Αγώνα.
Τα τελευταία χρόνια της μοναστικής του ζωής ο Άγιος έμενε στην Παναγούδα (Παναγούδα σημαίνει μικρή Παναγίτσα). Τον επισκέπτονταν χιλιάδες άνθρωποι από όλα τα σημεία της γης. Μάλιστα, για να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους μοναχούς στα γύρω κελιά ρωτώντας ποιο είναι το κελί του, ο Άγιος σηματοδότησε τη διαδρομή μέχρι την εξώπορτά του, θυσιάζοντας έτσι την ησυχία του προκειμένου να διακονήσει τον συνάνθρωπο.
Ένα ετερόκλητο πλήθος πλησίαζε καθημερινά το κελί του Αγίου. Άλλοι τον έβλεπαν ως «γκουρού» με μαγικές δυνάμεις, άλλοι ήταν περίεργοι να γνωρίσουν αυτόν τον μοναχό που αν και δεν σε ήξερε, σε προσφωνούσε με το όνομά σου πριν καν δώσεις γνωριμία σαν να ήταν φίλος σου. Τους δεχόταν όλους, και στο κελί αυτό έγιναν εκατοντάδες θαύματα – άλλα καταγράφονται σε βιβλία κι άλλα πάλι δεν θα τα μάθουμε ποτέ.
Έχουν γραφτεί δεκάδες βιβλία για τον γέροντα (τότε) Παΐσιο από αυτόπτες και αυτήκοες μάρτυρες όσων ειπώθηκαν στην αυλή της Παναγούδας με τα ξύλινα σκαλιστά σκαμνάκια-εργόχειρα του Παϊσίου και τα κούτσουρα.
Είναι φανερό πως ο καθείς εκλάμβανε σύμφωνα με τις προσλαμβάνουσες και την αντίληψή του τα λόγια του Αγίου, γι’ αυτό και γράφηκαν πράγματα που ίσως διαστρεβλώνουν το λόγο του. Ο Άγιος είχε απέραντη εμπιστοσύνη στον Κύριο και ο λόγος του ποτέ δεν θα μπορούσε να είναι διχαστικός. Πολλά από αυτά τα βιβλία, γραμμένα από περαστικούς που συνάντησαν φευγαλέα τον Άγιο, έγιναν αιτία εκμετάλλευσης από βλάσφημους με σκοπό να θίξουν την αξιοπιστία του προσώπου του.
Δεν έκαναν βέβαια «ζημιά» στον ίδιο τον Άγιο γιατί αυτός είχε θεία προστασία όπως απέδειξε ο άγιος βίος του –και μάλλον θα του προκαλούσαν θυμηδία και όχι οργή κάποια σχόλια και ασεβείς προσφωνήσεις–, αλλά έγιναν αιτία να σκανδαλιστεί μια μερίδα ανθρώπων που δεν είχαν την πίστη και τη διαύγεια να ξεχωρίσουν την ήρα από το σιτάρι. Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεό όψονται.
Αλλά και κάποιες υπερβολές όπως η «προσκύνηση» προσωπικών του αντικειμένων, είναι εντελώς έξω από το πνεύμα και το ήθος του.
Ο Άγιος, έχοντας το προορατικό χάρισμα, έδωσε εντολή στα πνευματικά του παιδιά, στις αδελφές του Ιερού Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος» στη Σουρωτή λίγο έξω από την Θεσσαλονίκη, όπου και αναπαύεται, να μην γίνει ποτέ ανακομιδή του λειψάνου του, προφανώς γιατί με τη σεμνότητα που τον διέκρινε δεν ήθελε εκδηλώσεις λατρείας στο πρόσωπό του.
Οι μοναχές τηρούν τις εντολές και την παρακαταθήκη που τους άφησε ο γέροντάς τους σαν ευαγγέλιο, και με αγάπη και προθυμία καλοδέχονται όλο αυτό το πλήθος που έρχεται από όλη την Ελλάδα και την Κύπρο αλλά και από ορθόδοξες ανατολικές χώρες για να προσκυνήσει στον τάφο του.
Τα πρώτα χρόνια της εκδημίας του, μάλιστα, οι μοναχές συμπλήρωναν καθημερινά χώμα πάνω στον τάφο του Αγίου, γιατί οι πιστοί έπαιρναν μαζί τους μια χούφτα για ευλογία. Στις μέρες μας ευτυχώς το φαινόμενο αυτό έχει εκλείψει.
Ωστόσο είναι συγκλονιστικό να βλέπεις την τεράστια ουρά που σχηματίζεται από ανθρώπους που είτε γνώρισαν τον Άγιο διά ζώσης είτε τον γνώρισαν διά της θείας χάριτος όταν επενέβη στη ζωή τους θαυματουργικά και τους έσωσε από το σκοτάδι τους, τους απέτρεψε από την αυτοκτονία, τους «τράβηξε» από τα ναρκωτικά, μεσολάβησε στον Θεό για την ίαση της αρρώστιας τους ή τους βοήθησε να την αποδεχτούν και να ζήσουν με αυτήν ήρεμοι και ευτυχισμένοι.
Μικρά παιδιά, βρέφη, νέοι με μοντέρνα χτενίσματα αλλά και υποβασταζόμενοι γέροντες κλίνουν ευλαβικά το γόνυ μπροστά στον τάφο του μεγάλου αυτού Αγίου που σφράγισε με την αγιοσύνη του την εποχή μας.
Το όνομα Παΐσιος και Παϊσία διαλέγουν πολλά ζευγάρια για να βαφτίσουν τα παιδιά τους, ιδιαίτερα στην περιοχή της Μακεδονίας. Κι αυτό είναι απολύτως θεμιτό και αναμενόμενο, γιατί ο Παΐσιος σε όλη του τη ζωή –αλλά πολύ παραπάνω τώρα που απαλλάχτηκε από τα δεσμά της ύλης– «πρεσβεύει απαύστως υπέρ παντός του κόσμου» όπως λέει και το απολυτίκιό του!
Αλεξία Π. Ιωαννίδου