Ιδιαίτερη ενότητα στην ανθολογία του Στάθη Ευσταθιάδη Τα τραγούδια του ποντιακού λαού αποτελούν «Οι εποχές του έτους». Στην εισαγωγή του ο μεγάλος λαογράφος σημειώνει:
«Είναι επιβλητική η φύση του Πόντου και υποβλητική η ομορφιά της. Η ποντιακή ψυχή πορεύεται θριαμβευτικά μέσα στο περιβάλλον της. Την αγαπά απέραντα, όμως στέκει και με δέος απέναντι στα φαινόμενά της.
» Η ποντιακή μούσα δίνει ανάγλυφη την εικόνα των εποχών του έτους και του μόχτου των ανθρώπων. Εκφράζει ταυτόχρονα τις ψυχικές εξάρσεις του ποντιακού λαού και τα βαθιά συναισθήματά του για το θαυμαστό έργο του Δημιουργού».
Ακολουθεί το ποίημα όπως το διέσωσε ο Στ. Ευσταθιάδης, με γλωσσάρι και απόδοση στη νεοελληνική.
Ο καλοκαίρ’τς
Άρ έρθεν και ν’ ο καλοκαίρ’τς, τα ζεστά τα ημέρας,
ο ουρανόν εν κατενός, λίβια πουθέν ’κί φαίνταν,
ο ήλεν πάει μεσουρανού και κατακαίει τον κόσμον.
Κερασινού, αργά-γοργά εβγαίνε τα κεράσια.
Ρομάνες παρχαρεύκουνταν ψηλά ’ς σα ραχιομύτια
και πριν να ξημερών’ αυγή, πριν παίρ’ καλά ο ήλεν,
σύναυγα πάγνε ’ς σο πριζ’νάρ’, σύναυγα ’ς σο βοσκίον,
ν’ ευρίκνε ανοιτζόφυλλον και κιμιγιάς χορτάρι,
ν’ εφτάν’ τη τζάμιας το βοτάν’ και να κολλίζν’ το γάλαν.
Έπάτεσεν ο Χορτοθέρ’τς, τα ιπωρ’κά εβγαίνε,
γαρτύνε τα χορταρικά, τα στάχια κιφαλώνε,
μικροί, τρανοί, κουνόπαιδα, ξύουνταν ’ς σα δουλείας,
σκοινία ετοιμάουνταν, καγάνια ακονίουν,
δρεπάνια τσελικούντανε, κερεντία ισάουν,
δεμάτια ξύουν ’ς σο χωράφ’, ταράκια ’ς σα παράκρια,
σελέκια κουβαλίουνταν, ’ς σα δώματα στοιβάουν,
προτού έρται τ’ Αε-Σερή, τ’ αποθέρια κρεμάουν,
τα θεμώνια ανοίγουνταν, τα στάχια αλωνίουν,
γομούτ’ αχύρια τ’ αχερών’, τ’ αμπαρομμάτ’ κοκκία.
Τ’ Αυγούστ’ η έμπα καλοκαίρ’τς, η έβγα τ’ χιονί άκραν!
[κατενός = κατακάθαρος Ι λίβια = σύννεφα Ι Κερασινού = τον Ιούνιο Ι παρχαρεύκουνταν = βγαίνουν στην εξοχή Ι ραχιομύτια = βουνοκορφές Ι σύναυγα = με την αυγή Ι πριζ’νάρ’ = πρωινό άρμεγμα αιγοπροβάτων Ι ανοιτζόφυλλον= ανοιξιάτικο φύλλο Ι κιμιγιάς = του ευωδιαστού φυτού με τον αρωματικό καρπό Ι τζάμιας = ειδικού τυριού (μεταφ.) Ι κολλίζν’ = πήζουν Ι Χορτοθέρ’τς = Ιούλιος Ι ιπωρ’κά = οπωρικά Ι γαρτύνε = σκληραίνουν Ι κιφαλώνε = φέρνουν κεφάλια, καρπίζουν Ι ξύουνταν = ξεχύνονται Ι καγάνια = δρεπάνια Ι τσελικούντανε = στομώνονται με ατσάλι Ι κερεντία = κόσες Ι ισάουν = σιάζονται, τακτοποιούνται Ι ταράκια = αγκαλιές θεριζομένων χόρτων Ι παράκρια = άκρες, παραδίπλα Ι σελέκια = φορτίο χόρτων ή ξύλων, φερόμενο στην πλάτη Ι Αε-Σερή = γιορτή Αγίου Σωρού (μαζί με τη γιορτή της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο) Ι αποθέρια = σταυροειδές χειροτέχνημα σταχιών, φτιαγμένο με τη λήξη του θέρους (έθιμο) Ι αμπαρομμάτ’ = το στόμιο του αμπαριού]
Το καλοκαίρι
Το καλοκαίρι έφτασε με τους ζεστούς τους μήνες,
ολόλαμπρος ο ουρανός, τα σύννεφα χάθηκαν,
ο ήλιος πάει μεσούρανα, τον κόσμο κατακαίει.
Μέσ’ στον Ιούνη αργά-γοργά θα βγούνε τα κεράσια.
Ρομάνες βγαίνουν στα ψηλά και στις ψηλές ραχούλες,
και πριν ο ήλιος καλοβγεί, προτού να ξημερώσει,
με την αυγή τ’ αρμέγουνε, με την αυγή τα βόσκουν,
και βρίσκουνε δροσόφυλλα, φυτά ευωδιασμένα
και κάνουν χορτοβότανα, να πήξουνε το γάλα.
Έρχεται κι ο Ιούλιος, έρχονται και τα φρούτα,
σκληρό το χόρτο γίνεται, γέρνει ο καρπός στα στάχυα,
μικροί, μεγάλοι και μωρά, ξεχύνονται στο μόχτο,
σχοινιά καλοετοιμάζονται, τροχίζονται δρεπάνια,
στομώνονται σιδερικά και σιάζονται οι κόσες,
χόρτα στις άκρες ρίχνουνε, στη μέση ρίχνουν στάχυα,
στην πλάτη τα φορτώνονται, στις στέγες τα στοιβάζουν
πριν το Δεκαπενταύγουστο ο θερισμός τελειώνει,
τις θημωνιές ανοίγουνε, τα στάχυα τ’ αλωνίζουν,
στην αχυρώνα τ’ άχυρα, στ’ αμπάρι το σιτάρι.
Η αρχή τ’ Αύγουστου είν’ ζεστή, το τέλος του με χιόνια.