Έχουν υμνηθεί από τη λαϊκή μούσα, καθώς ήταν –και παραμένουν– συνυφασμένα με την αγροτική ζωή. Τα παρχάρια του Πόντου, τα ορεινά και πλούσια σε βλάστηση οροπέδια στα οποία ξεκαλοκαιριάζουν άνθρωποι και ζώα, αποτελούν και σημείο συνάντησης και συνάθροισης.
Μέχρι και σήμερα, η έξοδος των κοπαδιών προσφέρει στις τοπικές οικονομίες, καθώς η τροφή στα πεδινά λιγοστεύει τους καλοκαιρινούς μήνες – βέβαια πλέον έχει δοθεί και τουριστική διάσταση, με πλήθος κόσμου να επιλέγει τα ορεινά καταλύματα αλλά και χιλιάδες να συγκεντρώνονται σε πανηγύρια, όπως αυτό που γίνεται στο παρχάρι της Κατίρκαγιας, στα σύνορα των νομών Τραπεζούντας και Αργυρούπολης, κάθε τρίτη Παρασκευή του Ιουλίου.
Κάθε χωριό θεωρείται ότι έχει το δικό του παρχάρι. Σύμφωνα με το λεξικό του Άνθιμου Παπαδόπουλου για την ποντιακή διάλεκτο, το παρχάρ(ιν) ίσως προέρχεται από το ουσιαστικό παραχώριον – μάλιστα, όπως αναφέρεται στο σχετικό λήμμα, ο τύπος παρχάρης απαντάται στο Χρονικό του Μιχαήλ Πανάρετου, του πρωτονοτάριου της αυλής των Κομνηνών.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό των παρχαριών είναι η ισχυρή γυναικεία παρουσία. Διαστάσεις μύθου έχουν λάβει οι παρχαρομάνες. Ο «τίτλος» απονεμόταν συνήθως στην πιο πολύπειρη, αυτή που ήξερε να φέρνει σε πέρας με τον καλύτερο τρόπο όλες τις κτηνοτροφικές εργασίες, αλλά παράλληλα ήταν και μια σκληραγωγημένη σοφή αρχηγός. Συνήθως η εικόνα στην οποία παραπέμπει είναι αυτή της ενάρετης «οικοδέσποινας» η οποία θεωρείται ως πρώτεσα παρχαρέτσα και πρώτεσα ρομάνα – ρομάνα είναι η ρωμαία του παρχαριού, αυτή που διαμένει όλο το καλοκαίρι στο ορεινό οροπέδιο.
Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, η έναρξη της περιόδου των παρχαριών γινόταν εθιμικά την ημέρα των αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και τελείωνε τον Δεκαπενταύγουστο. Το κτηνοτροφικό έτος άρχιζε του Αγίου Γεωργίου και τελείωνε την ημέρα του Αγίου Δημητρίου.
Η δείσα
Ακόμα και τους καλοκαιρινούς μήνες η πυκνή ομίχλη σκεπάζει τους λιβαδότοπους. Η ομίχλη αυτή είναι η δείσα και οι παρχαρομάνες για να την ξορκίσουν έλεγαν:
Δείσα, δείσα δεισόκολε, εφτά καβελαρόκολε,
εχ΄ κι έρ΄τε Αλής ο Τουραλής με τα χοντρά με τα ψιλά με τα βελονομύτια,
οπίσ΄, οπίσ΄, οπίσ΄, οπίσ΄,
να βάλει ατό ο λύκον σο τρυπί σ΄¹.
Η ευδία
Με τη λέξη ευδία περιγράφεται η καλοκαιρία, η γαλήνη. Είναι όμως και ένα έθιμο σχετικό με τη ζωή στα παρχάρια της Ματσούκας. Όταν η ομίχλη και η καταχνιά σκέπαζαν για 10-15 μέρες τα οροπέδια, και ο καιρός ήταν συννεφιασμένος και βροχερός, στις καλύβες τραγουδούσαν σαν κάλαντα για να επιστρέψει ο ήλιος.
Θεία, θεία, τυροθεία,
έβγα έξ΄ και τέρεν τ΄ άστρα
μεις εποίκαμε τ΄ ευδίας
κι έρθεν η καλοκαιρία².
___