Πασίγνωστη στο κέντρο της Αθήνας η Πλατεία Κάνιγγος, πήρε το όνομά της από τον Τζορτζ Κάνινγκ (Γεώργιος Κάνινξ, επί το ελληνικότερο), τον υπουργό Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου και πρωθυπουργό στις 6 Ιουλίου 1827 οπότε υπογράφηκε η Συνθήκη του Λονδίνου. Συνυπογράφουσες οι άλλες δύο Μεγάλες Δυνάμεις, Γαλλία και Ρωσία.
Η βασική πρόβλεψη της συνθήκης ήταν αυτονομία για την Ελλάδα με καταβολή φόρου στον σουλτάνο.
Τα εδαφικά όρια του νέου κράτους δεν ορίζονταν, θα αποτελούσαν αντικείμενο νέας διαπραγμάτευσης. Ωστόσο, ένα μυστικό άρθρο που συμπεριλήφθηκε «οδήγησε» στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου και ουσιαστικά άνοιξε το δρόμο για την ίδρυση του ελληνικού κράτους και την ανεξαρτησία λίγα χρόνια αργότερα, το 1829.
Με τον όρο που γνώριζαν μόνο οι Μεγάλες Δυνάμεις δινόταν διορία ενός μήνα στην Υψηλή Πύλη να αποδεχθεί τη Συνθήκη, διαφορετικά οι πολεμικοί στόλοι θα είχαν το δικαίωμα να επιβάλουν την εφαρμογή της.
Ο ρόλος του Τζορτζ Κάνιγνκ θεωρείται σημαντικός για την αλλαγή στάσης υπέρ της Ελλάδας. Ο Βρετανός πρωθυπουργός, παραγκωνίζοντας τον Αυστριακό καγκελάριο Κλέμενς φον Μέτερνιχ που ήταν υπέρ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατάφερε να υπερισχύσει και των Ρώσων που ασκούσαν μεγάλη επιρροή στην περιοχή, αλλά των εσωτερικών του αντιπάλων, με κυριότερο όλων τον δούκα του Ουέλινγκτον Άρθουρ Ουέλσλι, ο οποίος ήταν μια από τις στρατιωτικές και πολιτικές φυσιογνωμίες της Βρετανίας εκείνη την εποχή και δεν έβλεπε με καλό μάτι καμία εξέγερση.
Στην ελληνική ιστοριογραφία προτάσσονται τα φιλελληνικά συναισθήματα του Τζορτζ Κάνιγνκ, ωστόσο συνυπήρχαν πολιτικές σκοπιμότητες αλλά και οικονομικά συμφέροντα που είχαν να κάνουν με τον εμπορικό ρόλο της Βρετανίας.
Στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων υπέρ των Ελλήνων είχε συνάντηση με τον Γάλλο βασιλιά Κάρολο Ι’ – η Γαλλία είχε μείνει έξω από το παιχνίδι και ήθελε να έχει λόγο (και πρόσβαση σε μια τόσο νευραλγική περιοχή). Η συγκυρία ήταν «ιδανική» καθώς ο Ιμπραήμ πασάς είχε πνίξει στο αίμα την Πελοπόννησο. Ο Γάλλος βασιλιάς «έλυσε» τα χέρια του Βρετανού πρωθυπουργού δηλώνοντας: «Δεν ανέχομαι να βλέπω εν αδιαφορία τους ο ομόθρησκούς μου Έλληνας εξολοθρευομένους υπό των Τούρκων και των Αιγυπτίων. Είμαι αποφασισμένος να ενεργήσω παν ό,τι είναι αναγκαίον εις παρεμπόδισιν τόσο αξιοθρηνήτου καταστάσεως».
Ωστόσο, παρά το πράσινο φως του βασιλιά, η γαλλική κυβέρνηση ήταν ακόμα δεμένη στο άρμα του Μέτερνιχ. Ένα διπλωματικό λάθος του Αυστριακού καγκελάριου ήταν αυτό που δρομολόγησε τις εξελίξεις: Στις 26 Δεκεμβρίου 1826 στο Λονδίνο ήταν σε εξέλιξη συζητήσεις για το ελληνικό ζήτημα. Ο πρέσβης της Αυστρίας πήρε εντολή να αποχωρήσει προκειμένου να ναυαγήσουν οι συνομιλίες. Όμως ο Τζορτζ Κάνινγκ είχε το προσχέδιο της συνθήκης έτοιμο και το απέστειλε με απόλυτη μυστικότητα στο Παρίσι, πετώντας έξω την Αυστρία. Ταυτοχρόνως ο βρετανικός στόλος στο Αιγαίο ενισχύθηκε με επιπλέον πολεμικά πλοία. Την ίδια εντολή έδωσαν Γαλλία και Ρωσία, δείχνοντας διατεθειμένες να επιβάλουν με κάθε τρόπο τα συμφωνηθέντα.
Η γαλλική κυβέρνηση για να διατηρήσει την καλή της σχέση με τους Αυστριακούς «απολογήθηκε» στον Κλέμενς φον Μέτερνιχ ότι η εμπλοκή της ήταν μονόδρομος προκειμένου να μην πάρουν οι Ρώσοι το πάνω χέρι στην περιοχή – άλλωστε αυτή ήταν μια σοβαρή εκδοχή της ιστορικής αλήθειας.
Η Συνθήκη του Λονδίνου, με τα έξι «φανερά» άρθρα και το ένα μυστικό, είχε και επαχθείς όρους για τους Έλληνες, καθώς προβλεπόταν η απελευθέρωση μόνο της «κλασικής» Ελλάδας, δηλαδή της Αττικής, της Πελοποννήσου, της Στερεάς, της Εύβοιας και των Κυκλάδων. Επίσης, ο σουλτάνος παράμενε «ανώτερος κύριος», η Υψηλή Πύλη είχε λόγο στα πρόσωπα που θα αποτελούσαν την πολιτική ηγεσία και όσοι Τούρκοι έχαναν την περιουσία τους θα λάμβαναν αποζημίωση.
Επιπλέον, η συμφωνία των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν σε αντίθεση με το Σύνταγμα της Τροιζήνας που προέβλεπε αυτόνομο κράτος και όχι υπό τον σουλτάνο. Γι’ αυτό και ο έμπειρος διπλωμάτης (και ρεαλιστής) Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος βρισκόταν στο εξωτερικό και φοβήθηκε ότι η Συνθήκη του Λονδίνου θα απορριφθεί από την ελληνική πλευρά, με επιστολή που έστειλε μέσω του αδελφού του τόνιζε ότι πρέπει να γίνεται ένα βήμα τη φορά και ότι θα υπάρξουν στο μέλλον θετικότερες διπλωματικές εξελίξεις.
Ο Ιμπραήμ πασάς ήταν αυτός που επιβεβαίωσε τον Ιωάννη Καποδίστρια, καθώς δεν αποδέχθηκε τη νέα κατάσταση και αποφάσισε να λύσει το ζήτημα με τα κανόνια. Στον κόλπο του Ναυαρίνου οι τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις γνώρισαν τη συντριπτική ήττα από τον συμμαχικό στόλο και οι όροι επιβλήθηκαν διά της βίας.