Ένα από τα πιο κοινά υποκατάστατα της ζάχαρης με ευρεία χρήση, η ασπαρτάμη, πρόκειται σύντομα να χαρακτηριστεί «πιθανόν καρκινογόνα για τους ανθρώπους» από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), σύμφωνα με δύο πηγές που μίλησαν αποκλειστικά στο Reuters.
Η όποια απόφαση θα βασίζεται σε μελέτες του Διεθνούς Κέντρου Έρευνας για τον Καρκίνο (IARC), τον ερευνητικό βραχίονα για τον καρκίνο του ΠΟΥ.
Το πόρισμα του Κέντρου, το οποίο οριστικοποιήθηκε νωρίτερα μέσα στο μήνα έπειτα από συνάντηση ειδικών, στοχεύει να αξιολογήσει αν κάτι συνιστά πιθανό κίνδυνο ή όχι με βάση όλα τα δημοσιευμένα στοιχεία. Δεν λαμβάνει υπόψη ποιες ποσότητες ενός προϊόντος μπορεί να καταναλώσει κάποιος με ασφάλεια.
Η σύσταση προς τους καταναλωτές γίνεται από μια ξεχωριστή επιτροπή εμπειρογνωμόνων του ΠΟΥ που ασχολείται με τις γλυκαντικές ουσίες και είναι γνωστή ως JECFA, παράλληλα με τους προσδιορισμούς των εθνικών ρυθμιστικών Αρχών.
Ωστόσο, παρόμοιες αποφάσεις του IARC στο παρελθόν για διάφορες ουσίες έχουν προκαλέσει ανησυχίες στους καταναλωτές σχετικά με τη χρήση τους, έχουν οδηγήσει σε αγωγές και έχουν πιέσει τους παρασκευαστές να αλλάξουν συνταγές και να στραφούν σε εναλλακτικές λύσεις. Αυτό έχει οδηγήσει σε επικρίσεις, ότι οι εκτιμήσεις του Κέντρου μπορεί να προκαλέσουν σύγχυση στο κοινό.
Και η JECFA, η επιτροπή του ΠΟΥ για τα πρόσθετα, επανεξετάζει τη χρήση της ασπαρτάμης. Αναμένεται να ανακοινώσει το πόρισμά της την ίδια ημέρα που η IARC θα δημοσιοποιήσει την απόφασή της – στις 14 Ιουλίου.
Από το 1981 η JECFA έχει ανακοινώσει ότι η ασπαρτάμη είναι ασφαλής για κατανάλωση εντός συγκεκριμένων ημερήσιων ορίων. Για παράδειγμα, για να μην κινδυνεύει ένας ενήλικας που ζυγίζει 60 κιλά θα πρέπει να πίνει καθημερινά 12 έως 36 κουτάκια αναψυκτικού διαίτης, ανάλογα με την ποσότητα ασπαρτάμης που περιέχεται. Την άποψή της συμμερίζονται ευρέως οι εθνικές ρυθμιστικές Αρχές, μεταξύ άλλων στις ΗΠΑ και την Ευρώπη.
Εκπρόσωπος του IARC δήλωσε ότι τα πορίσματα των επιτροπών IARC και JECFA ήταν εμπιστευτικά μέχρι τον Ιούλιο, αλλά πρόσθεσε ότι ήταν «συμπληρωματικά», με το συμπέρασμα του IARC να αντιπροσωπεύει «το πρώτο θεμελιώδες βήμα για την κατανόηση της καρκινογένεσης». Η Επιτροπή πρόσθετων τροφίμων «διενεργεί αξιολόγηση κινδύνου, η οποία καθορίζει την πιθανότητα να εμφανιστεί ένας συγκεκριμένος τύπος βλάβης (π.χ. καρκίνος) υπό ορισμένες συνθήκες και επίπεδα έκθεσης».
Ωστόσο, η βιομηχανία και οι ρυθμιστικές Αρχές φοβούνται ότι οι σχεδόν παράλληλες διαδικασίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν σύγχυση, σύμφωνα με επιστολές των αμερικανικών και ιαπωνικών ρυθμιστικών Αρχών που τέθηκαν υπόψη του Reuters.
«Ζητάμε ευγενικά από τους δύο φορείς να συντονίσουν τις προσπάθειές τους κατά την επανεξέταση της ασπαρτάμης, ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε σύγχυση ή ανησυχία στο κοινό», έγραψε η Νοζόμι Τομίτα, αξιωματούχος του ιαπωνικού υπουργείου Υγείας, Εργασίας και Πρόνοιας, σε επιστολή με ημερομηνία 27 Μαρτίου προς την αναπληρώτρια γενική διευθύντρια του ΠΟΥ Σουζάνα Γιάκαμπ.
Αντίκτυπος και επικρίσεις
Τα πορίσματα του IARC μπορεί να έχουν τεράστιες επιπτώσεις. Το 2015 επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η γλυφοσάτη είναι «πιθανόν καρκινογόνος». Έπειτα από χρόνια, παρότι άλλοι φορείς όπως η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) έχουν αμφισβητήσει αυτό το συμπέρασμα, εταιρείες εξακολουθούσαν να υφίστανται τις συνέπειες από αυτή τη απόφαση.
Το 2021 η γερμανική Bayer έχασε την τρίτη έφεσή της κατά ετυμηγοριών από αμερικανικά δικαστήρια που είχαν επιδικάσει αποζημιώσεις σε πελάτες της που απέδιδαν τους καρκίνους τους στη χρήση των ζιζανιοκτόνων με βάση την γλυφοσάτη.
Οι αποφάσεις του IARC έχουν ακόμη δεχτεί επικρίσεις για άσκοπη πρόκληση ανησυχίας σχετικά με τη χρήση ουσιών ή με καταστάσεις που είναι δύσκολο κάποιος να αποφύγει. Στο παρελθόν είχε θέσει στην κατηγορία της «πιθανής ή ενδεχόμενης πρόκλησης καρκίνου» την κατανάλωση κόκκινου κρέατος, την εργασία στη διάρκεια της νύχτας και τη χρήση κινητού τηλεφώνου.
Επιπλέον, όπως δήλωσε η εκτελεστική διευθύντρια του Διεθνούς Συμβουλίου Ενώσεων Αναψυκτικών Κέιτ Λόουτμαν, οι αρχές δημόσιας υγείας θα πρέπει να είναι «βαθιά ανήσυχες» από τη «σύσταση που διέρρευσε», ενώ προειδοποίησε ότι αυτή «θα μπορούσε να παραπλανήσει ασκόπως τους καταναλωτές στο να καταναλώνουν περισσότερη ζάχαρη αντί να κάνουν ασφαλείς επιλογές χωρίς καθόλου ζάχαρη ή με χαμηλά επίπεδα ζάχαρης».
Η ασπαρτάμη είναι αντικείμενο εκτενούς μελέτης εδώ και χρόνια. Πέρσι μια μελέτη παρατήρησης στη Γαλλία μεταξύ 100.000 ενηλίκων έδειξε ότι όλοι όσοι κατανάλωναν μεγαλύτερες ποσότητες τεχνητών γλυκαντικών είχαν ελαφρώς υψηλότερο κίνδυνο καρκίνου.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 μελέτη από το ιταλικό Ινστιτούτο Ramazzini κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ορισμένοι καρκίνοι σε ποντίκια και αρουραίους συνδέονταν με την ασπαρτάμη.
Ωστόσο, η πρώτη μελέτη δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι η ασπαρτάμη προκάλεσε τον αυξημένο κίνδυνο καρκίνου, και έχουν εγερθεί ερωτήματα σχετικά με τη μεθοδολογία της δεύτερης μελέτης, μεταξύ άλλων και από την EFSA, η οποία την αξιολόγησε.
Η ασπαρτάμη έχει εγκριθεί για χρήση σε παγκόσμιο επίπεδο από ρυθμιστικές Αρχές που έχουν εξετάσει όλα τα διαθέσιμα στοιχεία· οι μεγάλες εταιρείες παρασκευής τροφίμων και ποτών υπερασπίζονται εδώ και δεκαετίες τη χρήση του συστατικού. Το IARC ανέφερε ότι είχε αξιολογήσει 1.300 μελέτες κατά την επανεξέταση που πραγματοποίησε τον Ιούνιο.
Η καταχώριση της ασπαρτάμης ως πιθανής καρκινογόνου ουσίας αποσκοπεί στο να οδηγήσει σε περισσότερες έρευνες, δήλωσαν οι πηγές προσκείμενες στο IARC, οι οποίες θα βοηθήσουν τις υπηρεσίες, τους καταναλωτές και τους κατασκευαστές να βγάλουν πιο ασφαλή συμπεράσματα.
Αλλά είναι επίσης πιθανό να πυροδοτήσει ξανά συζητήσεις σχετικά με το ρόλο του IARC, καθώς και την ασφάλεια των γλυκαντικών ουσιών γενικότερα.
Τον περασμένο μήνα ο ΠΟΥ συμβούλευσε τους καταναλωτές να μην χρησιμοποιούν μη ζαχαρούχα γλυκαντικά για τον έλεγχο του βάρους. Οι κατευθυντήριες οδηγίες προκάλεσαν σάλο στη βιομηχανία τροφίμων, η οποία υποστηρίζει ότι μπορεί να είναι χρήσιμες για αυτούς που θέλουν να μειώσουν την ποσότητα ζάχαρης στη διατροφή τους.