Από το χωριό Χανάχ του Καρς καταγόταν μια γερόντισσα με το όνομα Παρέσα, η επονομαζόμενη «Παρέσα η Χαναχλήσα». Ήταν πολύ ευλαβής και της είχε δοθεί άνωθεν το προορατικό χάρισμα να προφητεύει τα μελλούμενα.
Το 1920, υπό την πίεση των τουρκικών διώξεων εν μέσω της Γενοκτονίας, κατευθύνθηκε μαζί με την οικογένειά της στο λιμάνι του Βατούμ, όπου και ανέβηκε στο πλοίο με προορισμό την Ελλάδα.
Η εικόνα της Ελλάδας –της πατρίδας τους– για τους Ποντίους ήταν εξιδανικευμένη, γι’ αυτό και δοκίμασαν και δεύτερο πικρό ποτήρι μετά τον ξεριζωμό τους, αφού η Ελλάδα δεν φέρθηκε ως μητέρα αλλά ως μητριά στα παιδιά της που γλίτωσαν κυνηγημένα από τους αιμοσταγείς Τούρκους διώκτες τους, αφήνοντας πίσω τους ό,τι είχαν: περιουσίες, ζωντανά, τους νεκρούς τους, τον πολιτισμό και την ιστορία 2.500 χρόνων.
Όταν ανέβηκαν επάνω στο παπόρι, η Παρέσα έβγαλε από την τσάντα της ένα κομμάτι άρτο (αντίδωρο) και το έδωσε στη νύφη της λέγοντάς της πως θα πεθάνει πάνω στο πλοίο και θα την ρίξουνε στη θάλασσα. Τότε θα δημιουργηθεί μεγάλη θαλασσοταραχή και θα κινδυνεύσουν να βυθιστούν. Παρήγγειλε στη νύφη της να ρίξει αυτό το κομμάτι αντίδωρου στη θάλασσα, λέγοντας μια προσευχή για να σωθούν οι χριστιανοί.
Όπως προόρισε η γερόντισσα, έτσι κι έγινε.
Στο ταξίδι για την Ελλάδα πέθανε από την ταλαιπωρία επάνω στο καράβι, την πέταξαν στη θάλασσα όπως έκαναν για να αποφευχθεί η περαιτέρω εξάπλωση της υγειονομικής κρίσης, λίγο μετά το πλοίο έπεσε σε ισχυρή θαλασσοταραχή και η νύφη της –συγκλονισμένη αλλά έχοντας πίστη σε αυτά που της ορμήνεψε η γερόντισσα– είπε μια προσευχή για την ανάπαυση της ψυχής της και έριξε το αντίδωρο στη θάλασσα, που αμέσως κάλμαρε.
Η Παρέσα από το Χανάχ του Καρς είχε πάντα στο σπίτι της μια κατσαρόλα γεμάτη με τανωμένον σουρβάν. Όποιος την επισκεπτόταν, του προσέφερε ένα ζεστό πιάτο. Ο θρύλος λέει πως το περιεχόμενο της κατσαρόλας της δεν τελείωνε ποτέ, όσους επισκέπτες κι αν δεχόταν και φίλευε την ημέρα.
Μια μέρα την επισκέφτηκε και η Τασία τοι Φωτεινάντων α σο Κιουλεπέρτ, μαζί με τον άντρα της τον Γιάννη και τους δύο κουνιάδους της. Εκεί που μιλούσαν, η Παρέσα είπε χαμηλόφωνα στην Τασία: «ε, ναϊλί σε ατά τα παλικάρ(ε)α, ο είς οπίσ’ α σον άλλον θα χάται» (ε, ναϊλί σε αυτά τα παλικάρια, ο ένας πίσω από τον άλλον θα πεθάνει). Τότε η Τασία σοκαρισμένη την ρώτησε «Ντο είπες;».
Η Παρέσα δεν επανέλαβε αυτό που ξεστόμισε και τάραξε την Τασία, αλλά την καθησύχασε λέγοντας «τιδέν πα νέψα, τιδέν πα» (τίποτα κορίτσι μου, τίποτα).
Όπως προέβλεψε, μετά από λίγο καιρό οι αδελφοί Λαΐδη δολοφονήθηκαν από τους Τούρκους, ο ένας σε μικρό διάστημα πίσω από τον άλλον.
Στην Παρέσα προσέτρεξε και η Λίζα «τη δάσκαλονος τ’ Αλέξη τη Ιωαννιδάντων». Της πήγε τον πρωτότοκό της Νικόλα (το μοναδικό έως τότε παιδί της), ο οποίος ήταν καταβεβλημένος από χτύπημα στο πόδι. Η γερόντισσα τότε της είπε «νυφούλα, εάν καθίσεις στον τόπο σου τότε το αγοράκι σου θα γίνει καλά, ειδεμή όχι».
Η Λίζα ζήτησε από τον άντρα της να περιμένουν λίγο ακόμα πριν ξεκινήσουν για το μεγάλο ταξίδι στην Ελλάδα, αλλά εκείνος της είπε πως όλα ήταν έτοιμα και δεν ήξερε εάν θα έχει τη δυνατότητα να φύγουν μετά.
Η Λίζα τότε του πρότεινε να κάτσει αυτή με το μωρό πίσω, και να έρθουν με άλλο πλοίο όταν ο Νικόλας θα νιώσει καλύτερα. Τότε αντέδρασε η πεθερά της η Παρθένα, η επονομαζόμενη Μακρέσσα (την λέγανε έτσι γιατί ήταν ψηλή και λιγνή), λέγοντάς της να μην φύγει ούτε λεπτό από το πλευρό του άντρα της γιατί οι εποχές είναι δύσκολες.
Έτσι η Λίζα με μισή καρδιά ανέβηκε επάνω στο πλοίο, και ο Νικόλας δεν άντεξε από τις κακουχίες του πολυήμερου (17 ημέρες) ταξιδιού. Το μικρό αγοράκι άφησε την τελευταία του πνοή στα λοιμοκαθαρτήρια της Καλαμαριάς, ψημένο από τον πυρετό.
Τσόλ’ κ’ έρημον Καραπουρούν τριγύλ’-τριγύλ’ ταφία,
ανοίξτεν και τερέστ’ α̤τά, όλια Καρσή παιδία.
• Βασισμένο σε καταγραφή του Πέτρου Αλ. Ιωαννίδη από πρόσφυγες πρώτης γενιάς προερχόμενους από το Μερτινίκ, το Χανάχ και το Κιλεπέρτ του Καρς. Ακολουθεί η πρωτότυπη καταγραφή.
Η Χαναχλήσα (του Πέτρου Αλ. Ιωαννίδη)
Ασό Χανάχ τη Καρσί έτον η γραία η Παρέσα η Χαναχλήσα. Ατέ είσεν το χάρισμαν ασό Θεόν να προφητεύει τα μελλούμενα. Το είκος τη χρονίαν έρθεν με τη φαμέλιαν ατς πρόσφυγας σην Ελλάδαν. Όταν εσέβεν σο παραχώτ εξέγκεν ασήν κεσέν ατς από πες έναν κομμάτ ψωμόπον και εδέκεν σην νύφεν ατς. Είπεν ατεν να αβούτο, να έεις ατό με τ’ εσέν. Άμα ίνεται φουρτούνα σην θάλασσαν, ατότε σύρον ατο σο νερόν να γλιτώνε οι Χριστιανοί ασό φούρκεμαν. Όπως είπεν σην νύφεν ατς η γραία η χαναχλήσα αρ αέτς πα έντονε.
Είπαμε η γραία η Παρέσα έτον προφήτισσα! Την Τασίαν τη Φωτεινάντων ασό Κιουλαπέρτ είπεν ατέν αφκακές και σιγά-σιγά για τον άντραν τη Τασίας τον Γιάννεν και τα δύο αντραδέλφιατς που έστεκαν ολίγον πλαν κεκα: Εϊ βάχ σ’ αβούτα τα τρια τα παληκάρα, ο εις ασόν άλλον οπίσ’ θα πάνε σον άλλον τον κόσμον!
Αρ αέτς πα έντον.
Τη Λίζαν τη Σταθιάντων ασό Μερτινίκ τη Κιόλιας που επέρεν και επήγεν το πρωτικάρν ατς σην Χαναχλήσαν για να τερεί ατό, είπεν ατέν, νυφόπον αν κάθεσαι σον τόπο ‘ς το παιδί σ’ θα γίνεται καλά, ειδεμή όχι.
Η Λίζα όμως επέρεν ατό και εξέβεν σην στράταν το είκοσ’ τη χρονίαν και απάν σην Καλαμαρίαν επέθανεν! Ατά και άλλα πολλά προφητείας α σήν Χαναχλήσαν όλια εξέβαν αληθινά.
Αλεξία Π. Ιωαννίδου