Από το εσάπα, παθητικό αόριστο του σαπίζω, και την κατάληξη -έας προέρχεται η λέξη σαπέας της ποντιακής διαλέκτου (σαπέες στον πληθυντικό) που χρησιμοποιούνταν σε Αμισό, Κερασούντα και Οινόη.
Σύμφωνα με το Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου του Άνθιμου Παπαδόπουλου, σαπέες είναι οι τρεις πρώτες και οι τρεις τελευταίες ημέρες του Μαΐου οι οποίες κατά την ποντιακή λαογραφία θεωρούνται γρουσούζικες και αποφράδες.
Επιπλέον, σαπέας είναι το διάστημα 24-27 Ιουνίου. Τότε οι Πόντιες νοικοκυρές έβγαζαν τα ρούχα από τα μπαούλα και τα άπλωναν στον ήλιο για να μην μουχλιάσουν και για να μην τα φάει ο σκόρος μέχρι να φορεθούν και πάλι.
Με την ίδια, όμως, λέξη ορίζεται και το διάστημα 1-6 Αυγούστου κατά το οποίο δεν κολυμπούσαν ούτε έπλεναν πανιά στη θάλασσα, καθώς πίστευαν ότι σαπίζουν. Τη θάλασσα απέφευγαν και μετά τον Σεπτέμβριο για τον ίδιο λόγο, επειδή πίστευαν ότι σαπίζει το σώμα.