Η 1η Ιουλίου 1913 είναι μια πολύ σημαντική ημερομηνία για τη Δράμα, καθώς τότε ο Ελληνικός Στρατός υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Νικολάου Μιχαλόπουλου (Αρκαδικού) μπήκε στην πόλη βάζοντας τέλος στο ζυγό μετά από 529 χρόνια.
Ιστορικά η απελευθέρωση της Δράμας ανήκει στο πλαίσιο των πολεμικών επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.
Όπως αναφέρεται στο βιβλίο Οι δραματικαί περιπέτειαι της Δράμας μέχρι της απελευθερώσεως αυτής, η έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου (Σεπτέμβριος 1912) βρήσκε την Ελλάδα σύμμαχο της Σερβίας, της Βουλγαρίας και του Μαυροβουνίου – η Δράμα, όπως και όλη η βόρεια Ελλάδα, ήταν υπό την κατοχή της Τουρκίας.
Η τελευταία σκιά της άλλοτε κραταιής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κλονιζόταν ήδη ισχυρά υπό το βάρος της επικείμενης επίθεσης των συνασπισμένων στρατών της Βαλκανικής που αγωνίζονται να απελευθερώσουν εθνικά εδάφη.
Η πορεία των επιχειρήσεων έφερε τελικά τον Ελληνικό Στρατό στη Θεσσαλονίκη, ενώ η Βουλγαρία κατέλαβε τον Νοέμβριο του 1912 την περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας – και φυσικά τη Δράμα. Έκτοτε, και για 8 μήνες η πόλη παρέμεινε υπό νέα κατοχή, την πρώτη από τους Βούλγαρους.
Με την έναρξη του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, στις 17 Ιουνίου 1913, οι Βούλγαροι βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους τέως συμμάχους τους, τους Έλληνες και τους Σέρβους. Η απληστία και η υπεροψία τους τους εμπόδιζε να αντιληφθούν ότι μειονεκτούσαν έναντι των αντιπάλων τους. Έτσι, η μία μετά την άλλη οι ελληνικές πόλεις απελευθερώνονται – η Δράμα την 1η Ιουλίου.
«Πήραμε την Θεσσσαλονίκη μας, τας Σέρρας τας ωραίας και την Δράμα», τραγουδούσαν σε εμβατηριακούς ρυθμούς οι Έλληνες της εποχής.
Στη Δράμα ήδη από τον Απρίλιο του 1913 είχε διακοπεί κάθε επικοινωνία με τον έξω κόσμο, ταχυδρομική και τηλεγραφική. Οι Βούλγαροι κομιτατζήδες είχαν από καιρό δημιουργήσει κλίμα τρομοκρατίας και όλα έδειχναν ότι υπήρχε σχέδιο με στόχο τον εκβουλγαρισμό των κατοίκων.
Παρά την καθησυχαστική συμπεριφορά του στρατιωτικού και πολιτικού διοικητή, ο μητροπολίτης Δράμας Αγαθάγγελος αποκάλυψε εκτελέσεις πολιτών, συλλήψεις και κακοποιήσεις ιερέων, ατιμώσεις γυναικών, και συλήσεις ναών. Αποκορύφωμα όλων αυτών η πυρπόληση του Δοξάτου και η σφαγή των κατοίκων του στις 30 Ιουνίου 1913.
Η απελευθέρωση της Δράμας ολοκληρώθηκε νομικά με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913), με την οποία τα ελληνικά σύνορα έφτασαν ως τον Νέστο και όλη η Ανατολική Μακεδονία προσαρτήθηκε στην ελληνική επικράτεια.
Στρατιωτική ιστορία
Στο stratistoria.wordpress.com αναφέρεται αναλυτικά στο ιστορικό των ημερών, το οποίο αρχίζει με την αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον των ελληνικών και σερβικών τμημάτων προκάλυψης, στις 16 Ιουνίου 1913.
Αυτή η επίθεση σήμανε την έναρξη του Β’ Βαλκανικού Πολέμου και ο Ελληνικός Στρατός κλήθηκε να υπερασπιστεί τα εδάφη της Μακεδονίας που μόλις είχαν απελευθερωθεί από την τουρκική κατοχή.
Τον πόλεμο αυτό χαρακτήρισε η ταχύτητα διεξαγωγής του –διήρκεσε μόνο έναν μήνα–, η σκληρότητα των μαχών και οι μεγάλες απώλειες.
Κορυφαία μάχη αυτή του Κιλκίς-Λαχανά (9-21 Ιουνίου), όπου οι Βούλγαροι ηττήθηκαν και υποχώρησαν σχεδόν άτακτα προς τα υψώματα της Δοϊράνης και πέρα από τη γέφυρα του Στρυμονικού προς την πεδιάδα των Σερρών.
Στις 28 Ιουνίου 1913 η VII Μεραρχία που ήταν στο δεξιό της διάταξης του Ελληνικού Στρατού έλαβε διαταγή του Γενικού Στρατηγείου να κατευθυνθεί προς τις Σέρρες και να απελευθερώσει τις Σέρρες, τη Δράμα και το Σιδηρόκαστρο.
Μετά απ’ αυτό η Μεραρχία διέταξε τα τμήματά της που ήταν στο χ. Χείμαρρος (19ο Σύνταγμα Πεζικού και 1ο Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού) καθώς και αυτά που ήταν στο Δασοχώρι (Στρατηγείο Μεραρχίας, 21ο Σύνταγμα Πεζικού και πεδινή πυροβολαρχία) να συγκεντρωθούν στο Στρυμονικό, ώστε ολόκληρη η Μεραρχία να διέλθει από τις γέφυρες Στρυμονικού και Κουμαριάς και να προελάσει προς τα βόρεια.
Το Γενικό Στρατηγείο στο μεταξύ, επιθυμώντας την επίσπευση της προέλασης στο εσωτερικό της Βουλγαρίας, εξέδωσε στις 16:00 της 29ης Ιουνίου του 1913 νέα διαταγή, σύμφωνα με την οποία η VII Μεραρχία έπρεπε να προελάσει με τον όγκο της δύναμης της προς το Νευροκόπι, αποστέλλοντας ταυτόχρονα ένα απόσπασμα συντάγματος προς τη Δράμα.
Η VII Μεραρχία έλαβε τη διαταγή αυτή στην Πεντάπολη την επομένη μέρα και αμέσως διέταξε το 21ο Σύνταγμα Πεζικού με μια μοίρα Πυροβολικού να κατευθυνθεί στη Δράμα, ενώ η υπόλοιπη δύναμή της να επανέλθει στις Σέρρες, για να προελάσει μέσω Βροντούς προς το Νευροκόπι.
Η φάλαγγα του 21ου Συντάγματος Πεζικού με μια μοίρα Πεδινού Πυροβολικού (Απόσπασμα Δράμας) υπό τη διοίκηση του αντισυνταγματάρχη Πεζικού Μιχαλόπουλου-Αρκαδικού Νικολάου κινήθηκε από την Πεντάπολη στις 08:00 της 30ής Ιουνίου και έφθασε ανεμπόδιστα τις βραδινές ώρες στο σιδηροδρομικό σταθμό Αγγίστας όπου και διανυκτέρευσε.
Στις 05:00 της 1ης Ιουλίου το Απόσπασμα συνέχισε την κίνησή του, προς τα βορειοανατολικά. Περίπου ένα χιλιόμετρο μετά την Αλιστράτη η εμπροσθοφυλακή του εξουδετέρωσε εύκολα ενέδρα κομιτατζήδων και συνέχισε την πορεία της. Στη συνέχεια το Απόσπασμα έτρεψε σε φυγή μετά από σύντομο αγώνα βουλγαρική φάλαγγα συνοδείας μεταγωγικών που εγκατέλειψε συνολικά 75 οχήματα γεμάτα με διάφορα υλικά και προέλασε προς τη Δράμα.
Την ίδια μέρα τα ελληνικά τμήματα εισήλθαν στην πόλη, την οποία πρόλαβαν να σώσουν από βέβαιο εμπρησμό.
Δεν έγινε όμως το ίδιο στην κωμόπολη του Δοξάτου την προηγούμενη, όταν οι Βούλγαροι υποχωρώντας διέπραξαν μεγάλης έκτασης βανδαλισμούς, την πυρπόλησαν και έσφαξαν περισσότερους από 3.000 κατοίκους της, ανάμεσά τους πολλούς ιερείς, γυναίκες και παιδιά.
Οι κάτοικοι της Δράμας τους επιφύλαξαν ενθουσιώδη υποδοχή, πανηγυρίζοντας για την απελευθέρωσή τους.