Μπλόκα. Έτσι ονομάστηκαν οι καλά σχεδιασμένες επιχειρήσεις των Ναζί, οι οποίες είχαν σαφή στρατιωτικό σχεδιασμό σε συνεργασία με τους δωσίλογους. Άφησαν πίσω νεκρούς και «τροφοδότησαν» τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ως αντίποινα για τη συμμετοχή στην Αντίσταση.
Το ημερολόγιο έγραφε Τετάρτη 4 Αυγούστου 1944, όταν τα ξημερώματα οι Γερμανοί άρχισαν να κυκλώνουν τους συνοικισμούς σε Δουργούτι (σήμερα: Νέος Κόσμος), Κατσιπόδι (σήμερα: Δάφνη) και Φάρο (στην περιοχή της Νέας Σμύρνης).
Στις αθηναϊκές εφημερίδες που κυκλοφόρησαν λίγες ώρες αργότερα μια ανακοίνωση του «Υπουργείου Εσωτερικών» για τις απώλειες των Ταγμάτων Ασφαλείας «εις τον αγώνα εναντίον των μισθάρνων οργάνων του Σλαυοκομμουνισμού» προετοίμαζε για τα αντίποινα.
Είχε προηγηθεί η αποτυχία του συνταγματάρχη Πλυτζανόπουλου να εισβάλει στον Βύρωνα και στην Καισαριανή – έτσι επελέγησαν άλλες γειτονιές της Αθήνας, και πάλι με έντονο το προσφυγικό στοιχείο. Γύρω από το Δουργούτι κυριαρχούσαν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ, γι’ αυτό και το σχέδιο ήταν να διατεθούν μεγάλες δυνάμεις για να αποκόψουν τη συνοικία.
Μια… πρόβα πριν από τη ματωμένη 9η Αυγούστου έληξε έπειτα από δίωρη μάχη και με τα Τάγματα Ασφαλείας να αποχωρούν ηττημένα. Οι φήμες ωστόσο δεν έλεγαν να κοπάσουν, γι’ αυτό και τα χωνιά της Αντίστασης καλούσαν τον κόσμο να είναι σε επιφυλακή.
Πράγματι, στις 3 το πρωί 400 Γερμανοί των SS με 20 θωρακισμένα έκαναν έναν κλοιό: Στύλοι Ολυμπίου Διός, Λεωφόρος Συγγρού, Νέα Σμύρνη, Λεωφόρος Βουλιαγμένης, Α’ Νεκροταφείο. Ένα δεύτερο τάγμα Ιταλών με δύναμη 400 ανδρών και βαρύ οπλισμό πήρε θέση από την πλευρά της Νέας Σμύρνης.
Το υπόλοιπο σχέδιο ανατέθηκε σε ένα μικτό τάγμα 400 ατόμων, με τη συμμετοχή χωροφυλάκων και 15 μασκοφόρων που αργότερα θα έκαναν τις… υποδείξεις.
Οι άνδρες από 16 έως 60 ετών καλούνταν με τηλεβόες, να συγκεντρωθούν στην πλατεία του Φάρου, κοντά στο εργοστάσιο ελαστικών ΕΘΕΛ (σήμερα εκεί είναι το ξενοδοχείο Athenaeum InterContinental), και στην αρμενική εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου στο Δουργούτι. Υπολογίζεται ότι μαζεύτηκαν 1.200 άτομα.
Οι αγωνιστές του ΕΛΑΣ και τα στελέχη των ΕΑΜικών οργανώσεων άρχισαν να εκτελούνται με συνοπτικές διαδικασίες και καθ’ υπόδειξη. Πολλά ήταν και τα βασανιστήρια, ωστόσο σχεδόν κανείς δεν μίλησε. Συνολικά οι νεκροί ξεπέρασαν τους 200 – κατά μία εκτίμηση έφτασαν τους 234.
Αμέσως μετά τις εκτελέσεις, το μένος στράφηκε προς τις παράγκες του Δουργουτίου, εκεί όπου προσπαθούσαν να ορθοποδήσουν Μικρασιάτες και Αρμένιοι μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Με βενζίνη και φωτιά καταστράφηκε ο μισός και παραπάνω συνοικισμός – γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι βρήκαν φρικτό θάνατο.
Νωρίς το απόγευμα όταν οι χιτλερικές δυνάμεις άρχισαν να υποχωρούν παίρνοντας μαζί τους ομήρους, δέχθηκαν επίθεση από δυνάμεις του ΕΛΑΣ μπροστά από το εργοστάσιο ΦΙΞ – απελευθερώθηκαν περίπου 500 άτομα. Στις απώλειες των Γερμανών ήταν και ένας αξιωματικός· η εκδίκηση για το θάνατό του ήταν η εκτέλεση νηπίων που βρέθηκαν την επομένη σε χωματερή στο Μοσχάτο.
Μετά από τα μπλόκα σε Δουργούτι, Κατσιπόδι και Φάρο τα στρατόπεδα σε Χαϊδάρι και Γουδί «υποδέχθηκαν» όσους επέζησαν από τις εκτελέσεις. Από αυτούς, οι 600 στάλθηκαν στις 16 Αυγούστου στη Γερμανία – ελάχιστοι επέστρεψαν.
Πρόσωπα της ματωμένης 9ης Αυγούστου 1944 ήταν οι ρουφιάνοι των Γερμανών. Την ταυτότητα του ενός αποκάλυψε ο Δημήτρης Μπαρουτίδης, όταν τράβηξε την κουκούλα και φώναξε το όνομά του, Θανάσης Μπαξεβανίδης – εκτελέστηκε επιτόπου.
Σε ντοκιμαντέρ από το Αρχείο της ΕΡΤ για την Εθνική Αντίσταση, ο Τάσος Παναγιωτόπουλος, ηγετικό στέλεχος της «Ιερής Ταξιαρχίας», ο οποίος αιχμαλωτίστηκε στο μπλόκο του Δουργουτίου, περιέγραψε:
«Εμφανίστηκαν οι τσουβαλάδες, οι μασκοφόροι και οι ξυρισμένοι. Τι ήταν αυτοί; Τσουβαλάδες ήταν χαφιέδες κουκουλωμένοι με ένα σακί μέχρι τη μέση που είχε δύο τρύπες στη θέση των ματιών. Οι μασκοφόροι έκρυβαν το πρόσωπό τους με αντιασφυξιογόνα μάσκα που τους έκανε και γελοίους και τρομερούς. Γύριζαν ανάμεσά μας για να υποδείξουν “υπόπτους”.
»Η διαδικασία της αναγνώρισης είχε κάτι το εξωπραγματικό που θα ήταν κωμικό, διότι περπατούσαν με έναν σιγανό ρυθμό, τελετουργικό. Θα είχε το κωμικό στοιχείο εάν κάθε τόσο δεν σήκωναν το χέρι τους χωρίς να λένε λέξη δείχνοντας κάποιον απ’ όλους. Αυτούς τους έπαιρναν οι οπλισμένοι τσολιάδες που ακολουθούσαν συνήθως αυτές τις ομάδες και τους απομόνωναν. Ίσως η κίνηση αυτή να ήταν υπογραφή σε καταδίκη θανατική».
Παρόντες στα μπλόκα ήταν ο διοικητής του στρατοπέδου στου Γουδή ταγματάρχης Βρασίδας Παπαγιανόπουλος, σε ρόλο βασανιστή, και ο ταγματασφαλίτης ανθυπασπιστής Γεώργιος Ζαχαρόπουλος που έδινε διαταγές για εκτελέσεις.