Για πρώτη φορά στον μεταπολιτευτικό κύκλο πηγαίνουμε στις κάλπες με τόσο γραμμική πρόβλεψη του εκλογικού αποτελέσματος. Παρά τις εμφανείς αποτυχίες της στη διακυβέρνηση της προηγούμενης τετραετίας, η ΝΔ του κ. Μητσοτάκη κατέχει και την ιδεολογική και την πολιτική ηγεμονία. Η επιτυχία της αυτή δεν είναι προϊόν δικής της, μόνο, πολιτικής. Είναι αποτέλεσμα πολιτικής ανυπαρξίας των άλλων κομμάτων και καθολικής υποστήριξής της από το Σύστημα, μιντιακό και οικονομικό.
Η διανόηση έχει ρόλο θεραπαινίδας. Κάνει ό,τι της υπαγορεύουν οι οικονομικοί χορηγοί της.
Το μεν ΠΑΣΟΚ βρίσκεται σε μια φάση συναρμολόγησης του πολιτικού και ιδεολογικού κατακερματισμού του με μια ηγετική ομάδα μετρίων προσδοκιών ο δε ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος διεκδικεί τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τείνει να εκφράσει τις περιθωριακές, αποδομητικές αντιλήψεις ενός μικρού ποσοστού του εκλογικού σώματος. Έχει εγκλωβίσει, όμως, ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος το οποίο είναι αντιδεξιάς νοοτροπίας, χωρίς να γνωρίζει, ή να ενδιαφέρεται, για τις θέσεις του σε ευαίσθητα θέματα. Από τη μειονότητα της Θράκης έως το τείχος του Έβρου ή την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού. Η σταδιακή συνειδητοποίηση της πολιτικής του κόμματός του θα φέρει ολοένα και συχνότερα τους ψηφοφόρους του σε διλήμματα πολιτικής ταυτότητας.
Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο, το Σύστημα με συμβολικές κινήσεις δείχνει το ενδιαφέρον του για την επιβίωσή του με επανενεργοποίηση προσώπων που στο παρελθόν ταυτίστηκαν με την υποστήριξή του. Ίσως προσβλέπουν και στον έλεγχο των μετεκλογικών εσωκομματικών εξελίξεων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται στο Σύστημα που στις κρίσιμες επιλογές του καθοδηγείται από το γνωστό διεθνή παράγοντα. Οι θέσεις του και η επιρροή που έχει σε ένα σημαντικό ποσοστό του εκλογικού σώματος διευκολύνουν τη δυτική πολιτική στην περιοχή.
Ανάλογο ενδιαφέρον έδειξε το Σύστημα όταν η Νέα Δημοκρατία «έπεσε» στο 18%. Ενεργοποιήθηκε και τη διέσωσε, κάτι που δεν είχε κάνει με το ΠΑΣΟΚ το οποίο το άφησε σε ελεύθερη πτώση.
Η επανεμφάνισή του Κινήματος το οποίο ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου δείχνει ότι έχει κοινωνικές ρίζες που δεν εξαλείφονται εύκολα.
Από την ηγετική του ομάδα θα εξαρτηθεί αν θα μπορέσει να τις τροφοδοτήσει. Μέχρι στιγμής η αγωνία της να ελέγξει τις εξελίξεις και ο τρόπος που το κάνει δείχνει το μικρό πολιτικό εκτόπισμά της.
Η Νέα Δημοκρατία δεν έχει να επιδείξει τίποτε σπουδαίο την τετραετία που διακυβέρνησε αλλά μπροστά στις άλλες κυβερνητικές επιλογές ο κ. Μητσοτάκης εμφανίζεται ως η καλύτερη.
Η χώρα από πλευράς δημοκρατικής λειτουργίας πάσχει (η ασυδοσία δεν είναι δημοκρατία), οι υποδομές της είναι αναντίστοιχες με τις ανάγκες της, το ενδιαφέρον ανάπτυξης έχει περιοριστεί στο Κέντρο, οι δομές της είναι συγκεντρωτικές, η Τοπική Αυτοδιοίκηση ανύπαρκτη, (ο Καλλικράτης κατέστρεψε την Περιφέρεια), ο ψηφιακός μετασχηματισμός της παρόλο που εμφανίζεται ως μεγάλη επιτυχία της κυβέρνησης της ΝΔ φέρει την χώρα προτελευταία στην Ευρώπη, η οικονομία συνεχίζει να είναι προβληματική με τους οικονομικούς αναλυτές να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και η διαχείριση των θεμάτων της εξωτερικής πολιτικής προκαλεί ανησυχία.
Οι κυβερνητικοί μηχανισμοί και σήμερα και στο παρελθόν θέλουν να παρουσιάσουν μια Ελλάδα η οποία είναι ισχυρή στον περίγυρό της αλλά τίποτε δεν παραπέμπει σε μια τέτοια αίσθηση.
Ακόμη και η Αλβανία προκαλεί ασύστολα και επιδεικτικά την Αθήνα με το «στήσιμο» της υπόθεσης Μπελέρη και την καθοδηγημένη από την πολιτική εξουσία άρνηση της αλβανικής δικαιοσύνης να αποφυλακίσει τον εκλεγμένο δήμαρχο Χειμάρρας. Ως συνήθως, η Αθήνα παρακολουθεί και εκδίδει ανακοινώσεις. Η αμερικανική επιρροή στα Τίρανα είναι καθοριστική και η αλβανική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να προβεί σε τέτοια πρόκληση αν δεν είχε την ανοχή της Ουάσιγκτον.
Σε αντίθεση με τη γειτονική Τουρκία, η Αθήνα στερείται βαλκανικής πολιτικής.
Γενικώς, η Αθήνα δεν έχει επεξεργασμένη και σταθερή πολιτική σε όλα τα διεθνή θέματα που την απασχολούν γεγονός που παραπέμπει στο «βλέποντας και κάνοντας». Αρχή που διέπει χώρες εξαρτημένες από άλλα κέντρα για τη λήψη σοβαρών αποφάσεων. Και τα Κέντρα αυτά στην ελληνική περίπτωση είναι η Ουάσιγκτον και οι Βρυξέλλες.
Ο Κίσινγκερ έγραψε κάποτε ότι η διπλωματία της Μόσχας «διαθέτει σε επιμονή ό,τι της λείπει σε φαντασία».
Η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν έχει ούτε φαντασία, ούτε επιμονή στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων και της κυριαρχίας της χώρας.
Γι’ αυτό πιέζεται, ελίσσεται και προσπαθεί να ισορροπήσει σε ένα ανεκτό και διαχειρίσιμο, για την κοινή γνώμη, επίπεδο. Αυτό αναμένεται να γίνει και μετά τις εκλογές σε μια νέα προσπάθεια ελληνοτουρκικής προσέγγισης με αμερικανική καθοδήγηση. Όταν δεν μπορείς να διαχειριστείς την Αλβανία σε μια υπόθεση εναντίον της μειονότητας που «έστησαν» τα Τίρανα, ποιες ελπίδες μπορεί να έχεις ότι θα τα καταφέρεις με την επιδέξια και με σημαντικούς βαθμούς αυτονομίας τουρκική πολιτική;
Η πολιτική δυναμική στην Ελλάδα έχει τελματωθεί εδώ και χρόνια διότι αυτό επεδίωξε, και πέτυχε, το Σύστημα. Το πέτυχε στο χαμηλότερο κοινό παρονομαστή με ένα πολιτικό προσωπικό που δεν θέλει –ίσως και να μην μπορεί– να επιδιώξει την παρουσία του με ελάχιστη, έστω, προσπάθεια ιδεολογικής ηγεμονίας.
Το ρόλο αυτό ανέλαβαν τα Μέσα Ενημέρωσης τα οποία εμφανίζουν μια πρωτοφανή μονολιθικότητα στις επιλογές τους και μια απίστευτη ρηχότητα στο πως επιδιώκουν –και εν τέλει επιτυγχάνουν– τον εγκλωβισμό της κοινής γνώμης. Σε σημείο που η ψήφος να θεωρηθεί προϊόν ιδεολογικού εκβιασμού.
Ο μεθοδευμένος τρόπος με τον οποίο εφορμούν να εξαφανίσουν οτιδήποτε είναι εκτός ελέγχου είναι αγροίκος και το παράδοξο είναι η ευκολία με την οποία αποσπούν την λαϊκή συναίνεση. Στην Ελλάδα το πρόβλημα δεν είναι, μόνο, η πνευματική ρηχότητα του Συστήματος αλλά και η απουσία πολιτικής κοινωνίας. Ίσως, αυτή η απουσία να κάνει εύκολο και ρηχό το ρόλο του Συστήματος.
Απροκάλυπτα ομοιόμορφη είναι και η υποστήριξη του εκλεκτού του Συστήματος σε σημείο που οι σχετικές αναφορές να θυμίζουν πολιτικά πρωτόγονες κοινωνίες.
Ο μυθιστοριογράφος Γιαν Μαρτέλ έγραψε ένα βιβλίο το οποίο τιτλοφόρησε Η Ζωή του Πι. Πρόκειται για μια απίθανη ιστορία για μία σωσίβια λέμβο που θα μπορούσε να γίνει βάρκα θανάτου. Οι κύριοι χαρακτήρες, ένα αγόρι και μία τίγρη της Βεγγάλης, θύματα και οι δύο ενός ναυαγίου, μοιράζονταν μία άβολα μικρή βάρκα που παράδερνε στον Ειρηνικό. Δεδομένου ότι δεν υπήρχε κοινή γλώσσα, δεν θα μπορούσε να υπάρξει λογική συζήτηση μεταξύ τους. Υπήρχε, ωστόσο, ως συμβατότητα συμφερόντων: Για την τίγρη ήταν να πιάνει το αγόρι ψάρια για να τρέφονται, για το αγόρι να μη γίνει το ίδιο τροφή. Και οι δύο με κάποιον τρόπο το κατάλαβαν αυτό, και οι δύο επέζησαν.
Στην τέχνη, και το μυθιστόρημα τέχνη είναι, η αλληγορία παραπέμπει εκεί που θέλει ο αναγνώστης. Ο Πι είναι ο καθένας μας και Τίγρης το Σύστημα με το οποίο είμαστε αναγκασμένοι να ζήσουμε. Το ταΐζουμε για να μην μας φάει. Μας επιτρέπει να ζήσουμε για να το θρέφουμε.
Αλλά και το Σύστημα ας μην παραβλέπει πως πολύ ισχυρότερα καθεστώτα κατέρρευσαν το 1989 όχι από κάποιον ισχυρό που αμφισβήτησε την εξουσία τους αλλά από τις κοινωνίες που τα συγκροτούσαν.
Και ας θυμάται, επίσης, το Σύστημα πως η φιλοσοφία του Σχεδίου Μάρσαλ, από την κατάχρηση των χρημάτων του οποίου συγκροτήθηκε μεταπολεμικά, ήταν να μην πεινάσουν οι κοινωνίες και να αναζητήσουν εναλλακτική επιλογή στον άλλο πόλο της εποχής.