Το πρώτο –κλισέ– προσωνύμιο που θα έβαζε κάποιος δίπλα στο όνομα του Βασίλη Παπακωνσταντίνου είναι ο εθνικός μας ροκάς. Λίγο άκυρο, γιατί εάν κοιτάξει κανείς τη δισκογραφία του θα δει πολλά διαφορετικά είδη τραγουδιού, που ο ίδιος είπε. Και στην αρχή και κατά τη διάρκεια της καριέρας του. Οπότε;
Εάν ψάχνουμε ντε και καλά έναν χαρακτηρισμό, τι λέτε να τον αποκαλέσουμε φαινόμενο;
Γιατί φαινόμενο είναι ένας ερμηνευτής που κάνει μια συναυλία για τα 50χρονα του και στο Καλλιμάρμαρο δεν πέφτει καρφίτσα! Γιατί φαινόμενο είναι ένας τραγουδιστής που στο ξεκίνημά του, το κοινό τρέχει να αγοράσει τους δίσκους του και σήμερα τον λατρεύει και ένα άλλο κοινό, που καταναλώνει μουσική από κινητά και υπολογιστές. Και ξέρουν τα τραγούδια του, όπως τα ήξεραν πιθανόν και οι γονείς τους. Ξέρετε πολλά ονόματα που να γεμίζουν τα στάδια και ο κόσμος από κάτω να ανήκει σε όλα τα ηλικιακά γκρουπ;
Από το Βάστα Αρκαδίας στην Αθήνα
Γεννήθηκε σαν σήμερα στο χωριό Βάστα Αρκαδίας, δυτικά της Μεγαλόπολης. Όπως συνηθίζει να λέει ο ίδιος χαριτολογώντας για τη γέννησή του: «Αρχικά βγήκε μια μύτη. Ευτυχώς ακολούθησε ένα μωρό». Και όμως το χωριό του Βασίλη έχει περάσει στο βιβλίο Γκίνες λόγω της μικρής εκκλησίας της Αγίας Θεοδώρας, ως ένα από τα πιο παράξενα εκκλησάκια του κόσμου.
«Ο μπαμπάς δεν ήταν καθόλου σκληρός, ήταν, όπως πρέπει να είναι οι μπαμπάδες, συμβουλευτικός και στοργικός. Η μαμά ήταν πολύ εκδηλωτική, άνθρωπος της αγκαλιάς. Θυμάμαι με νανούριζε και εγώ την ξενυχτούσα και της έλεγα “κι άλλο μαμά κι άλλο”. Ήταν αγρότες. Δεν μπορούσαν να είναι και κάτι άλλο εκεί στο χωριό», είχε πει σε συνέντευξή του ο τραγουδιστής.
Τότε που γεννήθηκε, το χωριό είχε 100-200 κατοίκους. Τώρα έχει 40. Όταν ο Βασίλης ήταν 7 ετών –ο μικρότερος από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας– η οικογένεια πήγε στην Αθήνα για αναζήτηση καλύτερης τύχης. Οι δυο γονείς δούλευαν, τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο.
Είναι η εποχή που η ροκ μουσική παίρνει κεφάλι παγκοσμίως. Και όταν λέμε παγκοσμίως εννοούμε και στη χώρα μας. Μάλιστα φτάνει σε ένα σημείο, που σχεδόν η κάθε γειτονιά έχει και ένα συγκρότημα. Ο Παπακωνσταντίνου στα 12 του χρόνια πήρε την πρώτη του κιθάρα. Αργότερα συμμετείχε σε διάφορα συγκροτήματα της εποχής, όπου έκανε και τα πρώτα του μουσικά βήματα. Το πρώτο του συγκρότημα, με το οποίο τραγουδούσε σε ιταλικό στίχο σε διάφορα κλαμπ, το ονόμασε CROSSWORDS.
Άρχισε να τραγουδάει στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Το 1972 βγήκαν και οι δύο πρώτοι του δίσκοι βινυλίου σε 45άρια. Και οι δύο σε μουσική του Βασίλη Αρχιτεκτονίδη. Έναν χρόνο μετά, τέλειωσε από τη θητεία του και πήγε στη Γερμανία, όπου εντάχθηκε σε επιτροπές αντιδικτατορικού αγώνα, τραγουδώντας παράλληλα σε πολλά στέκια Ελλήνων φοιτητών και ομογενών. Αυτή του η δράση, δεν του επέτρεψε να μπορεί να γυρίσει για κάποιο διάστημα στην Ελλάδα.
Οι μεγάλοι συνθέτες
Το 1974 γνωρίζεται με τον Μίκη Θεοδωράκη στο Παρίσι. Συμμετείχε στο δίσκο Προδομένος Λαός και στο Ο Εχθρός Λαός. Και αυτό ήταν η αρχή. Το 1975 ηχογράφησε Τα αγροτικά του Θωμά Μπακαλάκου. Την ίδια εποχή γνώρισε δύο συνθέτες. με τους οποίους συνεργάστηκε στενά στη συνέχεια, τον Μάνο Λοΐζο και τον Θάνο Μικρούτσικο.
Το 1976 συνεργάστηκε και πάλι με το Μίκη Θεοδωράκη, στο δίσκο Της εξορίας, ενώ το 1978 ο συνθέτης τον επέλεξε για την παγκόσμια περιοδεία του. Τραγούδησε σε Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία. Στην Ελλάδα συμμετείχε ενεργά σε εκδηλώσεις του νεολαιίστικου και του εργατικού κινήματος. Το 1979 συμμετείχε τραγουδιστικά στον Σταυρό του Νότου του Θάνου Μικρούτσικου. Από εκείνη την εποχή, λίγο πριν το πέρασμα στη δεκαετία του 1980, αρχίζει να εκδηλώνει τις επιρροές του από τη διεθνή ροκ μουσική σκηνή.
Όσο για τον Μάνο Λοΐζο; Ο Παπακωνσταντίνου τον θεωρούσε σαν δεύτερο πατέρα του και μαζί έβγαλαν, μεταξύ άλλων ένα σπουδαίο τραγούδι.
Και παραλίγο να συνεργαστεί και με τον Μάνο Χατζιδάκι. Μόνο που όπως αποκαλύπτει ο τραγουδιστής: «Ήταν να κάνουμε μια δουλειά με τον Μάνο Χατζιδάκι, αλλά δεν πρόλαβα, γιατί ήμουν σε άλλη εταιρεία και εκείνος ήθελε να την κάνουμε στη δική του εταιρεία, τον Σείριο. Με το δίκιο του βέβαια. Πολύ λυπάμαι που δεν πρόλαβε να γίνει αυτή η δουλειά. Μου είχε πει, όταν τελειώσει το συμβόλαιό σου, πριν να υπογράψεις άλλο, να το κάνουμε τότε. Και στο μεταξύ “έφυγε”».
Ένας ροκάς στα μέρη μας
Μπορεί η ροκ μουσική να πούλαγε στην χώρα μας, αλλά μόνο στις συναυλίες ξένων συγκροτημάτων. Στα εγχώρια μουσικά δρώμενα, υπήρχαν μεμονωμένες προσπάθειες. Οι δισκογραφικές εταιρείες το φοβόντουσαν, παρόλο που μερικά ονόματα όπως ο Παύλος Σιδηρόπουλος ή οι Socrates πουλούσαν ή γέμιζαν τους χώρους που εμφανιζόντουσαν, αλλά μέχρι εκεί. Ο Παπακωνσταντίνου θέλει να το τολμήσει από τη στιγμή που έχει γίνει όνομα, αλλά η εταιρεία του φοβάται.
Και έρχεται η τηλεόραση. Τότε ο Παπακωνσταντίνου εμφανιζόταν στο «Αχ Μαρία». Έκαναν γύρισμα, ο Λιάνης, ο Δημαράς και ο Χαρδαβέλλας, οι «Ρεπόρτερ» δηλαδή. Του ζήτησαν ένα τραγούδι για τους μηχανόβιους. Ο Βασίλης είχε ήδη τον «Κουρσάρο», τον τραγούδησε και έγινε χαμός.
Από εκεί και πέρα όλα παίρνουν τον δρόμο τους. Οι πωλήσεις χτυπάνε ταβάνι, το ίδιο και οι εμφανίσεις του. Και μαντέψτε, οι περισσότερες επιτυχίες του τότε, ακούγονται και σήμερα.
Ο οικογενειάρχης και το όραμα της Αριστεράς
Και αν φέτος έκλεισε τα 50 χρόνια στο τραγούδι, του χρόνου κλείνει τα 30 χρόνια έγγαμου βίου με την Ελένη Ράντου. Η κόρη τους Νικολέτα, είναι εικαστικός και μάλιστα πέρυσι παρουσίασε την πρώτη της έκθεση.
Όσον αφορά τα πολιτικά του πιστεύω, όχι μόνο δεν άλλαξαν αλλά δεν διστάζει να δηλώσει: «Στηρίζω την Αριστερά και το ΚΚΕ. Μόνο που θα ήθελα να μπορεί να κοιτάξει λίγο τα εξωκοινοβουλευτικά κόμματα της Αριστεράς, τα κινήματα, τις συνιστώσες. Θα μπορούσε η Αριστερά να μεγαλώσει μαζί με αυτά τα κινήματα και να μεγαλώσουν ακόμα περισσότερο οι ελπίδες».
Φυσικά έχει μεγαλώσει και δεν το κρύβει. Αλλά όταν από κάτω το κοινό παραληρεί, ποιος κοιτάει τα χρόνια;
Σπύρος Δευτεραίος