Στη δημοσιότητα δόθηκαν, κατόπιν εισαγγελικής διάταξης, τα στοιχεία και φωτογραφίες 19 προσώπων που κατηγορούνται ως μέλη πολυμελούς κυκλώματος, το οποίο, μέσω εταιρειών-«βιτρίνα», εξαπάτησε επιχειρήσεις, κυρίως εμπορίας τροφίμων και ποτών, αγοράζοντας προϊόντα με ακάλυπτες επιταγές ή πλαστά τραπεζικά εμβάσματα και τα μεταπωλούσε σε ανταγωνιστικές τιμές.
Η συνολική ζημιά που προκλήθηκε στις παθούσες επιχειρήσεις φέρεται να ανέρχεται σε 2,6 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με τη διάταξη, η συγκεκριμένη δημοσιοποίηση έχει διάρκεια έξι μηνών, ενώ αποσκοπεί στην προστασία και την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος, την αποτροπή απειλής της δημόσιας ασφάλειας, καθώς και την αναγνώριση του ανωτέρω από άλλους παθόντες, προκειμένου να ταυτοποιηθεί η περαιτέρω δράση του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αρκετά από τα μέλη του κυκλώματος έχουν συγγενικές σχέσεις μεταξύ τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία τους.
Μπορείτε να δείτε τα στοιχεία των κατηγορούμενων και τις φωτογραφίες τους εδώ.
Πώς δρούσε το κύκλωμα
Όπως προέκυψε από την αστυνομική έρευνα, οι «αρχηγοί» του κυκλώματος είχαν ιδρύσει συνολικά εννέα εταιρείες – μορφώματα σε ονόματα μελών της ή χρησιμοποίησαν τέσσερις προϋπάρχουσες εταιρείες και ενοικίαζαν αποθηκευτικούς χώρους και γραφεία προκειμένου να προσδίδουν κύρος και να δημιουργείται η εικόνα υγιών εταιρειών.
Στη συνέχεια, παρουσιάζονταν ψευδώς ως φερέγγυες στις οικονομικές τους συναλλαγές και έπειθαν τις παθούσες επιχειρήσεις να έρθουν σε συναλλαγή μαζί τους.
Έπειτα, είτε με τη χρήση μεταχρονολογημένων επιταγών, που κατά την ημέρα πληρωμής τους αποδείχθηκαν ακάλυπτες, είτε με την κατάρτιση και χρήση πλαστών τραπεζικών αποδεικτικών κατάθεσης χρηματικών εμβασμάτων, είτε με τη διαβεβαίωση πληρωμής της αξίας των εμπορευμάτων που απέσπασαν σε επόμενες παραγγελίες – παραλαβές εμπορευμάτων που θα ακολουθούσαν, αποσπούσαν από έτερες επιχειρήσεις τα προϊόντα τους, χωρίς να καταβάλλουν το αντίτιμο, τα οποία στη συνέχεια πωλούσαν σε ελκυστικές – χαμηλότερες τιμές σε τρίτους, με σκοπό να αποκομίσουν άμεσα παράνομο περιουσιακό όφελος.
Όταν αποδεικνυόταν ότι οι επιταγές ήταν ακάλυπτες, οι δράστες εγκατέλειπαν τους χώρους – γραφεία που είχαν ενοικιάσει για την λειτουργία τους.
Όταν παραλάμβαναν τα εμπορεύματα που προέρχονταν από τις παθούσες εταιρείες, τα μετέφεραν σε άλλους αποθηκευτικούς χώρους ή προς πώληση σε τρίτους αγοραστές, με τη χρήση παραστατικών – δελτίων αποστολής άλλων εταιρειών Μ.Ι.Κ.Ε. που εξυπηρετούσαν τους σκοπούς της εν λόγω εγκληματικής οργάνωσης, με αποτέλεσμα να καθίσταται δυσχερής ο εντοπισμός τους.