Το χώμα της μακεδονικής γης σκεπάζει ήδη την πρωτοπόρο Άννα Θεοφυλάκτου, και το pontosnews.gr, αντί στεφάνου, επέλεξε να κάνει μια αναδρομή στα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής και επιστημονικής σταδιοδρομίας της, με αφορμή μια ιδιαίτερη φωτογραφία (η βασική φωτ. του άρθρου) από το τεράστιας αξίας φωτογραφικό αρχείο της.
Αριστερά βλέπουμε τον Θεοφύλακτο Θεοφυλάκτου, και στο δεξιό άκρο την κόρη του, Άννα. Ανάμεσά τους, ασθενείς της κλινικής που διατηρούσε ο πρώτος, όπου, όπως βλέπουμε σε καταχώριση της εποχής, οι λαϊκές τάξεις είχαν «Ιδιαιτέρας τιμάς» ενώ οι «αποδεδειγμένως άποροι» εξετάζονταν δωρεάν.
Μεγαλωμένη μέσα στην κλινική που διατηρούσε ο πατέρας της, λοιπόν, η Άννα Θεοφυλάκτου ακολούθησε τα βήματά του. Όταν αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή της Θεσσαλονίκης υπήρχε μόνο μία γυναίκα οφθαλμίατρος, στην Αθήνα. Η Άννα Θεοφυλάκτου, όμως, έμελλε να γίνει η πρώτη γυναίκα χειρουργός οφθαλμίατρος στην Ελλάδα.
Την ιστορία των φοιτητικών της χρόνων και αργότερα της επαγγελματικής της ζωής –με τις δυσκολίες της Κατοχής, αλλά και τη δυσπιστία που αντιμετώπιζε λόγω του φύλου της– την διηγούνταν συχνά στις συνεντεύξεις της:
«Εμείς μπήκαμε στην Ιατρική σαν αλεξιπτωτιστές. Δεν δώσαμε εξετάσεις γιατί μπήκαμε μέσα στον πόλεμο και στην Κατοχή. Το πρώτο μάθημα έγινε την 1η Απριλίου του 1943, στο Πειραματικό Σχολείο, από τον καθηγητή της ανατομίας, τον Νικόλαο Μιχαλακέα», έλεγε, διευκρινίζοντας πως όλοι οι φοιτητές του πρώτου έτους λειτουργίας της Ιατρικής Σχολής Θεσσαλονίκης ήταν εκ μετεγγραφής, αφού οι εγγραφές έπρεπε να γίνουν τον Οκτώβριο, ενώ τα μαθήματα άρχισαν τον Απρίλιο.
«Εγώ πήρα μετεγγραφή από την Αθήνα. Πολλοί πήραν από τη Φυσική, από τα Μαθηματικά. Ήμασταν πολλοί μαθητές για εκείνη την εποχή. Ήμασταν στο πρώτο έτος 400 άτομα. Γεγονός για την εποχή. Γυναίκες πρέπει να ήμασταν καμιά τριανταριά. Ήμασταν πολλοί, αλλά δεν τελείωσαν όλοι, ούτε γράφτηκαν όλοι για να τελειώσουν. Πολλοί γράφτηκαν για να έχουν δικαίωμα στο συσσίτιο.
»Ήμασταν αντιμέτωποι με τον ιατρικό κόσμο της Θεσσαλονίκης, εμείς που αγωνιζόμασταν να μείνει η Σχολή. Είχαμε το μεγάλο κακό ότι δεν είχαμε υπόβαθρο. Και κάναμε μόνοι μας πολλές προσωπικές δουλειές […] Θυμάμαι, σε ορισμένα πράγματα που χρειαζόταν να βάλουμε τούβλα, καθόμασταν στη σειρά και ο ένας πετούσε τούβλα στον άλλο», λέει σε μια συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και τη Σοφία Παπαδοπούλου η Άννα Θεοφυλάκτου, και εξηγεί πως οι φοιτητές χρειαζόταν να επιστρατεύσουν όλη τους τη φαντασία προκειμένου να επιλύσουν προβλήματα όπως η έλλειψη παραθύρων στις αίθουσες του νεκροτομείου:
«Πήγαμε στο τότε Δημοτικό Νοσοκομείο, το σημερινό “Άγιος Δημήτριος”, και πήραμε τις ακτινογραφίες που είχαν για πέταμα. Βάλαμε ένα καζάνι που βράζαμε νερό, βουτούσαμε τις ακτινογραφίες και στη συνέχεια τις ξύναμε για να φύγει το χρώμα και τις κάναμε τζάμια και τις βάλαμε στα παράθυρά μας».
Το μόνο που υπήρχε σε αφθονία τους χαλεπούς εκείνους καιρούς ήταν τα πτώματα, διότι, όπως έλεγε, πολλοί αναγκάζονταν να αφήσουν τους νεκρούς τους στο δρόμο για να μη χάσουν το δελτίο τροφίμων, «κι έτσι, κάθε πρωί, ο κάδος της δημαρχίας τα μάζευε, περνούσε μετά από εμάς κι άφηνε τα καλύτερα».
Τα δε τραπέζια όπου εναπόθεταν τους νεκρούς, προέρχονταν από τα μάρμαρα των εβραϊκών μνημάτων στο χώρο της σημερινής πανεπιστημιούπολης, τα οποία σήκωσαν οι Γερμανοί αμέσως μόλις πάτησαν τη Θεσσαλονίκη.
Ο πόλεμος τέλειωσε, τα μεταπολεμικά προβλήματα ξεπεράστηκαν και όσοι από τους φοιτητές εκείνης της περιόδου τα κατάφεραν, πήραν το πτυχίο της Ιατρικής. Η Άννα Θεοφυλάκτου αποφοίτησε το 1952 –παντρεμένη και ήδη μητέρα δυο παιδιών–, και άρχισε να εξασκεί την Ιατρική το 1956.
Παρά το γεγονός ότι πολλοί από τους πελάτες της την γνώριζαν χρόνια –καθώς από παιδί ακόμη τριγύριζε στην κλινική του πατέρα της και είτε βοηθούσε στην αποστείρωση των εργαλείων, είτε ανεβασμένη στο σκαμνί παρατηρούσε με ευλάβεια κάποια εγχείριση καταρράκτη–, την προσέγγιζαν αρχικά με δυσπιστία, λόγω φύλου. «Παρόλο που ζούσα μέσα στην κλινική του πατέρα μου και όλη η κλινική με γνώριζε, με ρωτούσαν: καλά, εσύ θα μας χειρουργήσεις;».