Στο Ντουόμο, τον καθεδρικό ναό του Μιλάνου, αύριο το τελευταίο αντίο στον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, τον άνθρωπο που άλλαξε την πολιτική σε παγκόσμιο επίπεδο. Για λόγους ασφαλείας τελικά αποφασίστηκε η σορός να μην τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα.
Δισεκατομμυριούχος που μπήκε καθυστερημένα στον πολιτικό στίβο, δυναμιτιστής του «συστήματος», μάστορας της επικοινωνίας, τέρας της σκηνής και της τηλεόρασης: ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι είναι αυτός που άνοιξε το δρόμο στους λαϊκιστές της δεξιάς.
«Είναι ο πρώτος. Αυτός τα εφηύρε όλα», συνοψίζει ο Τζον Φουτ (John Foot) καθηγητής Ιστορίας της Σύγχρονης Ιταλίας στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ.
Και προσθέτει: «Δεν χρειάζεται κόμμα, όλα περιστρέφονται γύρω απ’ αυτόν, τη ζωή του, την επιτυχία του ως επιχειρηματία, απλά συνθήματα, χρήση της τηλεόρασης, όλα τα τεχνάσματα που θα αντιγράψουν άλλοι λαϊκιστές μετά από αυτόν, από τον Ντόναλντ Τραμπ μέχρι τον Νάιτζελ Φάρατζ, από τον Βίκτορ Ορμπάν μέχρι τον Ζαΐρ Μπολσονάρο».
Απέκτησε περιουσία αρχικά από τον τομέα των κατασκευών και στη συνέχεια από τα μέσα ενημέρωσης. Η πρώτη του υποψηφιότητα ήταν στις βουλευτικές εκλογές του 1994.
«Η χώρα που απολύτως δικαιολογημένα δυσπιστεί απέναντι στους προφήτες και τους σωτήρες, έχει ανάγκη από ανθρώπους που πατούν στο έδαφος […], ανθρώπους νέους μπροστά στα διεφθαρμένα, ξεπερασμένα ορφανά του κομμουνισμού», έλεγε τότε σε προεκλογικό βίντεο, απορρίπτοντας τα ρητορικά σχήματα που σήμερα ανήκουν στην εργαλειοθήκη του κάθε εκκολαπτόμενου λαϊκιστή.
Μάλιστα τόλμησε να περιγράψει το εαυτό του ως «εργάτη-πρωθυπουργό» που θα τερματίσει την πολιτική των ακατανόητων φλυαριών, των ανόητων καβγάδων και των ανεπάγγελτων πολιτικών.
Η αλήθεια είναι ότι ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι κατέφθασε εν μέσω της «Mani Pulite», της γιγάντιας επιχείρησης κατά της διαφθοράς που ξεκίνησε το 1992 και αποκεφάλισε την πολιτική τάξη. Έτσι μπροστά του άνοιξε διάπλατα ο δρόμος προκειμένου να πουλήσει την πολιτική του… παρθενία με τον ίδιο τρόπο που δειγμάτιζε κατασκευές.
Και καμία σημασία δεν έχει που όταν κατέκτησε την εξουσία δεν δίστασε να προστατευτεί απέναντι στη Δικαιοσύνη, χαλαρώνοντας την νομοθεσία για την πλαστογράφηση των οικονομικών αποτελεσμάτων, για τη διαφθορά ή τροποποιώντας τους χρόνους παραγραφής οικονομικών εγκλημάτων.
Το Γαλλικό Πρακτορείο σχολιάζει ότι πολλοί Ιταλοί πιστεύουν ότι ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι τούς μοιάζει. Τα ελαττώματά του, τα μυστικά του που τα ξεπλένει την Κυριακή στην εξομολόγηση: ούτε σ’ αυτούς αρέσει πολύ η φορολογία, και αυτοί δουλεύουν λίγο «μαύρα», και σ’ αυτούς αρέσουν οι ελαφρά ντυμένες μικρούλες, και αυτοί αγαπούν το ποδόσφαιρο.
Θεωρούν ότι πληρώνουν υπερβολικά πολλούς φόρους για ένα υπερτροφικό κράτος, την ώρα που οι ίδιοι περικόπτουν τα έξοδά τους για να τα βγάλουν πέρα. Σε αυτούς απευθυνόταν ο «Καβαλιέρε» όταν έκοβε τη δημόσια χρηματοδότηση στην έρευνα. «Για ποιον λόγο πρέπει να πληρώνουμε επιστήμονες, όταν φτιάχνουμε τα καλύτερα παπούτσια στον κόσμο;» αναρωτιόταν.
«Πουλούσε το αφήγημα του αυτοδημιούργητου που δεν έχει ανάγκη το κράτος χάρη σε μια “φιλελεύθερη επανάσταση” που θα επιτρέψει σε όλους τους Ιταλούς που θέλουν να γίνουν επιχειρηματίες», λέει η φιλόσοφος Αννα Μποναλούμε (Anna Bonalume), συγγραφέας του δοκιμίου Έναν μήνα με έναν λαϊκιστή, με θέμα τον Ματέο Σαλβίνι.
«Αυτή η δέσμευση “Είμαι ένας από σας, μπορείτε να γίνετε σαν κι εμένα” είναι η ίδια η ουσία του λαϊκισμού», σημειώνει.
Ένας άνθρωπος μόνος του απέναντι στις ελίτ για να υπερασπιστεί το λαό, μια περιουσία που χτίστηκε επάνω στα εμπόδια που έβαλε ένα κράτος-κανίβαλος, μια γλώσσα οικεία και συχνά ρηχή, μια «ειδική» σχέση με τις γυναίκες, μέσα ενημέρωσης υπό τις διαταγές του: «Ο τραμπισμός φέρει την σφραγίδα του μπερλουσκονισμού», γράφει σήμερα η εφημερίδα La Repubblica υπό τον κεντρικό πρωτοσέλιδο τίτλο «Ο λαϊκιστής πρωθυπουργός».
Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι είναι «ο Τραμπ, 30 χρόνια νωρίτερα», συμφωνεί ο Ντανιέλε Αλμπερτάτζι (Daniele Albertazzi), καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Σάρεϊ. «Η πολιτική ελίτ σάς πρόδωσε, αλλά να ’μαι, έχω βγάλει δισεκατομμύρια χάρη στην εξυπνάδα μου, την εργατικότητά μου και θέλω να κάνω για την χώρα ό,τι έκανα για μένα».
Και όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, εμφανιζόταν συνεχώς ως θύμα για να δικαιολογήσει τις πολιτικές και δικαστικές του αναποδιές.
«Θύμα των δικαστών, του πολιτικού συστήματος, του μηχανισμού, των διαιτητών», λέει ο Τζον Φουτ. Ωστόσο μεταξύ των δύο ανδρών υπάρχει μια σημαντική διαφορά: ο Μπερλουσκόνι «δεν ήθελε να αλλάξει την πολιτική για ιδεολογικούς λόγους, ό,τι έκανε δεν αφορούσε παρά τον ίδιο και τις επιχειρήσεις του».
Αυτό βέβαια δεν τον εμπόδισε ποτέ να παίξει το χαρτί της θρησκείας, χαρακτηριστικό της ταυτότητας των λαϊκιστών της δεξιάς και στις δύο όχθες του Ατλαντικού. Μια θρησκευτική προσήλωση που προκαλεί κατάπληξη «αν σκεφτούμε τις εξωσυζυγικές σχέσεις του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ακόμη και με πολύ νεαρές γυναίκες ακόμη κι όταν ήταν 80χρονος».
Οι αντιφάσεις αυτές δεν κλόνισαν ποτέ έναν Τραμπ ή έναν Μπερλουσκόνι που μοιράζονται ένα προσβλητικό λεξιλόγιο απέναντι στις γυναίκες θεωρώντας ότι πλησιάζουν το «λαό». Όταν ο πρώτος λέει για τις γυναίκες ότι του αρέσει «να τις πιάνει απ’ το μ….», ο δεύτερος υπόσχεται στους ποδοσφαιριστές του «ένα πούλμαν με π…» αν νικήσουν.