Έξι χρόνια έχουν περάσει από τότε που ο Θεόδωρος Χαλίδης του Παντελεήμονα έγραψε σ’ ένα κομμάτι χαρτί για τη ζωή των Ποντίων κατά τη διάρκεια του σταλινικού καθεστώτος, την περίοδο 1934-1953. Τη μαρτυρία του την απηύθυνε στον επίτιμο πρόεδρο του Παμποντιακού Συλλόγου «Η Αργώ» Χρήστο Σοφιανίδη. Ήταν γραμμένη στα ρωσικά, την επίσημη και υποχρεωτική γλώσσα σε όλη τη σοβιετική επικράτεια και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον παραλήπτη.
Σήμερα, 74 χρόνια από τις σταλινικές διώξεις, ο Σύλλογος την έδωσε στη δημοσιότητα αφιερώνοντάς την «στους μυριάδες που βασανίστηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, φονεύθηκαν, σ’ όσους υποφέρουν έως σήμερα».
«Μαΐου 22, 2017
Είμαι ο Χαλίδης Θόδωρος του Παντελεήμονος, γεννήθηκα στις 25 Ιανουαρίου 1929 στον οικισμό Κιμ, περιοχής Απσερόνσκιϊ Περιφέρειας Κρασνοντάρ. Στην παρούσα επιστολή θέλω να γράψω για τη ζωή του ποντιακού λαού κατά τη διάρκεια του σταλινικού καθεστώτος, την περίοδο των ετών 1934-1953. Στους οικισμούς της περιοχής Απσερόνσκιϊ ζούσαν σχεδόν μόνο Πόντιοι, που ασχολούνταν με τις αγροτικές καλλιέργειες.
»Μετά την ανατροπή το 1917 και το θάνατο του Λένιν, ο Στάλιν έχοντας γίνει επικεφαλής του Κράτους αποφάσισε να ενισχύσει τη θέση του. Άρχισαν οι μαζικές συλλήψεις και εκτελέσεις. Εξουδετέρωσαν όλους τους γραμματισμένους και τους αγροτικούς παραγωγούς. Δεν απέμεινε κανείς για να οργώνει και να σπείρει. Η οικονομία του λαού έπεφτε, και το 1933 σε όλη την Ρωσία ήρθε η πείνα. Στην αγροτική οικονομία ξεκίνησε η κολεκτιβοποίηση [1], άρχισε ο εξαναγκασμός των κατοίκων να ενταχθούν στα κολχόζ [2].
Συγκροτούνταν Επιτροπές που περιφέρονταν από αυλή σε αυλή και αφαιρούσαν τις αγελάδες, τα πρόβατα, τα άλογα, τα βόδια. Έμπαιναν ακόμα και στα σπίτια, ανακάτευαν τα σεντούκια και έπαιρναν τα κοσμήματα και τα χρυσαφικά του κόσμου.
»Στην κολεκτιβοποίηση η εργασία δεν πληρωνόταν με χρήματα, αλλά σημειώνονταν απλά τα μεροκάματα. Στο τέλος του έτους, για την όλη εργασία της χρονιάς, έφερναν 400-500 κιλά ρόκες καλαμποκιού και ορίστε η όλη εξόφληση. Το σιτάρι όλο παραδινόταν στο κράτος. Οι κολχόζνικοι δεν είχαν σιτάλευρο, ούτε γραμμάριο. Τα παιδιά των κατοίκων περιφέρονταν στις εκτάσεις, όπου ήδη είχε γίνει η αποκομιδή των σιταροειδών, για να μαζέψουν κάποια στάχια, να φτιάξουν σιτάλευρο. Απαγορεύονταν και αυτό. Η επόπτες τους αφαιρούσαν τα στάχια και τα μετέφερναν αλλού.
Αναφορικά με τη μόρφωση, θυμάμαι, υπήρχε ιδιωτικό σχολείο όπου μάθαιναν την ελληνική γλώσσα. Το 1935 έκτισαν κρατικό σχολείο, στο οποίο εγώ πήγα 1,5 χρόνο. Το 1936 έκλεισαν το ελληνικό σχολείο, και το 1937 άνοιξαν ρωσικό.
»Από την 1η Ιανουαρίου 1937 με εντολή του Στάλιν γίνονταν μαζικές συλλήψεις, συμπεριλαμβανομένου και των Ελλήνων. Συνέλαβα όλους τους Ποντίους άντρες. Στις “έρευνές” τους κατασκεύαζαν ψεύτικες κατηγορίες. Έχοντας καταλογίσει τις ανυπόστατες κακοποιητικές πράξεις, έβγαζαν ετυμηγορίες 10ετους φυλάκισης. Κατά τη διάρκεια της ”έρευνας”, πολλούς από εκείνους που αρνούνταν τις κατασκευασμένες κατηγορίες και δεν υπέγραφαν τις ψεύτικες ομολογίες, τους βασάνιζαν και σακάτευαν ή και εκτελούσαν.
»Έτσι, τους έστειλαν στην Κολιμά, αφήνοντας τις γυναίκες τους με 3-4 παιδιά, χωρίς δικαίωμα αλληλογραφίας και απογραφής. Τα παιδιά έμειναν ορφανά. Αλλά, ούτε και αυτό έφτανε στο Στάλιν. Αποφάσισε να συνεχίσει τα βασανιστήρια σε βάρος του ανυπεράσπιστου Λαού. Σκαρφίστηκε την εξορία του Ποντιακού Ελληνισμού από τη Ρωσία. Ένα τμήμα του βρέθηκε στο Καζαχστάν, Ουζμπεκιστάν, Τουρκμενιστάν, Τατζικιστάν, Κιργιζία. Τους υπόλοιπους εξόρισε στην Σιβηρία. Όλους τους εξορισμένους έθεσαν υπό καθεστώς περιορισμού [3], κανείς δεν είχε δικαίωμα να πάει στην πόλη, ούτε για προσωπική του υπόθεση. Σε κάθε οικισμό υπήρχε ένας κομεντάντ[4] και κάθε μήνα έπρεπε να του υπογράφουμε την παρουσία μας. Στην εξορία μπορούσαμε να πηγαίνουμε σε σχολείο, αλλά αποφοιτώντας δεν μας δέχονταν πουθενά – ούτε σε επαγγελματικές σχολές, ούτε σε πανεπιστήμια. Μόνο μετά το θάνατο του Στάλιν άρχισαν να μας δέχονται.
»Παρέλειψα να γράψω για ένα περιστατικό στη ζωή των πατεράδων μας, στην Κολιμά. Το 1982 πήγα στα μπάνια [5]. Βλέπω δίπλα πλένεται ένας ψηλός άντρας, με κοιλιά πεσμένη σαν σακούλα. Του είπα: ”εσείς μάλλον ήσασταν υγιής”. Ο άνδρας αποκρίθηκε : ”ναι, εσύ τι εθνικότητας είσαι;”. Του απάντησα: ”είμαι Έλληνας”. Ο άνδρας συνέχισε: ”εγώ είμαι Τσετσένος”, και πρόσθεσε ”ήμουν 10 χρόνια φυλακισμένος στη Κολιμά, όπου υπήρχαν Έλληνες. Τους μετέφερναν για κάτεργα, για υλοτομία. Δούλευαν τσάμπα. Τους πήγαιναν 100-150 άτομα, γύριζαν πίσω 10-15. Δεν υπήρχε ζεστός ρουχισμός, πάγωναν και πέθαιναν από το κρύο. Έτσι εξοντώθηκαν όλοι”.
Θεόδωρος Π. Χαλίδης
»Υ.Γ.: Το 1942, σύμφωνα με τη διαταγή του Συμβουλίου Λαϊκών Επιτρόπων ΕΣΣΔ[6] της 29ης Μαΐου 1942, όλοι οι Πόντιοι που είχαν ελληνική ιθαγένεια και υπηκοότητα και οι χωρίς υπηκοότητα[7] εξορίστηκαν από την Περιφέρεια Κρασνοντάρ στις ασιατικές περιοχές και στη Σιβηρία. Έτσι, στο Απσερόνσκιϊ φόρτωσαν με Έλληνες δύο βαγόνια, που προορίζονταν για μεταφορά ζώων, που πορεύονταν έναν μήνα μέχρι την Αλμα-ατί στο Καζαχστάν. Τους αποβίβασαν στον σταθμό ”Πέρβαγια Αλμα-ατί”[8]. Εκεί, εκπρόσωπος της Militsiya [9] τους έβγαλε από το σταθμό και τους ξεπροβόδισε στο κοντινό πάρκο και τους άφησε εκεί στη μοίρα τους. Ούτε στέγη, ούτε εργασία – ζήστε όπως θέλετε…
»Από τους εξορισμένους στη Σιβηρία πολλοί επέστρεψαν στα μέρη τους το 1947, αλλά τους εξόρισαν ξανά το 1949. Όλους τους εξορισμένους έθεσαν σε περιορισμό με Ειδική Καταγραφή. Ο έλεγχος ανατέθηκε στην Κομεντατούρα. Κανείς δεν είχε δικαίωμα να μεταβεί στην πόλη. Για παραβίαση του περιορισμού – σύλληψη και 15 ημέρες κράτησης. Έτσι, ζήσαμε χωρίς δικαιώματα και καμία προστασία έως τις 25 Σεπτεμβρίου 1956. Μετά τον θάνατο του Στάλιν, μας αποδέσμευσαν από την Κομεντατούρα και ελευθερωθήκαμε.»
_____________________________