Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «ΤΟΥ ΤΑΠ[Ε]ΙΝΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ ΨΑΛΜΟΣ». Διαβάστε το Μέρος Α’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ζ’. »Για χάρη μου βρες δύναμη και συ τώρα Ανδρέα. Καθώς απ’ όλους πρώτος συ έγινε και με βρήκες
»κι αμέσως γω σε διάλεξα και βρέθηκες κοντά μου, από εδώ και στο εξής ψάχνε να βρεις και γλίτωνε τον κάθε πλανεμένο.
»Την πρώτη τέχνη που έμαθες, κοίτα μην την ξεχάσεις· πάνω σ’ αυτήν θα βασιστώ, την άλλη της παραλλαγή –σώζε τον πλανεμένο– θα σε διδάξω τώρα εγώ.
»Γυμνός βουτούσες στο βυθό; Έτσι “γυμνός” θε να ριχτείς στα κύματα της νέας ζωής που ξεκινά για σένα.
»Καλάμι είχες και ψάρευες; Να μάθεις τώρα με Σταυρό ψυχές να αλιεύεις.
»Σκουλήκι είχες για δόλωμα; Πάρε τώρ’ απ’ το Σώμα μου –τη Σάρκα μου την ίδια–, κομμάτια υπάρχουν άπειρα, ποτέ δεν θα τελειώσουν, να βάλεις στα αγκίστρια σου· αυτό σου παραγγέλνω
»ο Μόνος Βλέπων οι καρδιές μέσα βαθιά τι κρύβουν.
η’. »Και συ, ω Ιωάννη, η ώρα για έργα έφτασε κι άμποτε να τα δούμε· ώστε να μάθουν όλοι πια
»πως άδικα δεν σ’ έκλεισα μέσα στην αγκαλιά μου σαν έγειρες την κεφαλή στο στήθος μου απάνω.
»Πηγή είμαι με ύδωρ ζων κι άνοιξε εσύ τ’ αυλάκια, να πάρει ο κόσμος για να πιει, όπως εσύ που η αγάπη σου άντλησε τόσο νάμα.
»Ας γίνει τώρα ο λόγος σου δικέλλι που θα σκάψει, να βρει το νάμα διέξοδο
»κι ας πάει όπου το θέλεις, για να βλαστήσει ο σπόρος σου όπου τον έχεις σπείρει.
»Κήρυξε εσύ το λόγο μου, σπέρνε εσύ τον σπόρο, κι εγώ θ’ αυξαίνω τα σπαρτά και πλήθος θα τα κάνω,
»ο Μόνος Βλέπων οι καρδιές μέσα βαθιά τι κρύβουν.
θ’. »Το ίδιο και συ Ιάκωβε, στην πράξη δείξ’ το τώρα· το κήρυγμα μην σταματάς,
»τον Ζεβεδαίο θυμήσου πώς τον τιμούσες στα πιο πριν, προτού μ’ ακολουθήσεις.
»Ξέρω πως τον παράτησες τον έρμο τον πατέρα σου, τον γερο-καπετάνιο πάνω στο ψαροκάικο για να ’ρθεις με εμένα – τον Πλάστη και Δημιουργό πιότερο εσύ ποθούσες.
»Εμπρός, λοιπόν, προχώρησε, πράξε το θέλημά μου, μαζί με τους υπόλοιπους – ομόψυχοι όλοι σύνδουλοι, μ’ εμένανε Δεσπότη.
»Επίβουλους μην φοβηθείς, γιατί όλα τους τα σχέδια τα έχω ήδη διαλύσει.
»Όταν δεχθείς τις μαχαιριές, σκέψου καλά, θυμήσου, ποιος ακριβώς ήταν αυτός που πρώτο απ’ όλους στην πλευρά τού κάρφωσαν τη λόγχη:
»ο Μόνος Βλέπων οι καρδιές μέσα βαθιά τι κρύβουν.
ι’. »Κι εσύ ξεκίνα Φίλιππε και πήγαινε μαζί τους· κήρυξε απλά για μένανε, αυτό που βλέπεις από εμέ
»κι αυτά που τώρα λέμε, νά! τόσο απλά να τους τα πεις. Πρόσεξε, από τον Πατέρα μου να μην με δείξεις χωριστά.
»Μην πεις καμιά κουβέντα: “ναι, τον Υιό τον είδα, μα τον Πατέρα Του εγώ δεν έχω δει ποτέ μου”.
»Εμένα είδες; Σου έδειξα τον ίδιο τον Πατέρα. Και τον Πατέρα βλέποντας εμένα βλέπεις πάλι.
»Γιατί δεν ήρθα μόνος μου, από Κείνον χωρισμένος. Το θέλημά Του εκτελώ, κι Εκείνος το δικό μου.
»Στο ίδιο πνεύμα είμαστε. Αυτό με πάσα ακρίβεια, και εύγλωττα κι ωραία, πήγαινε τώρα πες τους το, κήρυκα εγώ σε στέλνω,
»ο Μόνος Βλέπων οι καρδιές μέσα βαθιά τι κρύβουν.
ια’. »Τα λόγια τα προηγούμενα, Θωμά, της απιστίας, σβήσε τα με την πίστη σου
»κι εμπρός για να κηρύξεις, εκείνον που ψηλάφισες.
»Έφτασε, ήρθε ο καιρός που πάντα λαχταρούσες· ώρα ν’ αντιπαρατεθείς με των Εβραίων το πλήθος.
»Έχεις τρανή απόδειξη της Αναστάσεώς μου· κρατάς λοιπόν γερό χαρτί για κάθε αντιλογία.
»Τα τραύματα από τα καρφιά από κοντά τα είδες, μα και της λόγχης την πληγή εξέτασες ο ίδιος.
»Έτσι, είναι ξεκάθαρο: δικαιολογία δεν έχεις! Ό,τι υπήρχε ως αφορμή για κάποια αμφιβολία, τίποτα δεν σ’ απέμεινε, τα έχω ακυρώσει,
»ο Μόνος Βλέπων οι καρδιές μέσα βαθιά τι κρύβουν.
ιβ’. »Κι εσύ Ματθαίε συνέχισε να κάνεις τον τελώνη· μόν’ μπήξε φόρο
»στον εχθρό του Αδάμ –ξέρεις ποιον λέω– όπως συνήθιζες παλιά να βάζεις στους εμπόρους.
»Κυνήγα τον αλύπητα, μέχρι να του τα πάρεις μέχρι δεκάρας τσακιστής.
»Στάσου κι επόπτευε καλά το δρόμο, το μονόδρομο που πάει στον μαύρο Άδη,
»κι αν δεις αυτόν τον άτιμο, λέω τον ανθρωποκτόνο, να πλησιάζει στα κοντά κάποιον απ’ τους δικούς μου με δόλο όπως το συνηθά για να εξαπατάει,
»έμπα μπροστά και τσάκωσ’ τον, “αλτ”, πες του, “εφορία”, και γδύσε τον κανονικά! κάνε όπως σου λέω
»ο Μόνος Βλέπων οι καρδιές μέσα βαθιά τι κρύβουν.