Εβδομήντα χιλιόμετρα βορειότερα από τα βορειοκεντρικά σύνορα της χώρας μας (τελωνείο Ευζώνων), μετά τις περίφημες Σιδηρές Πύλες του Αξιού, ακολουθώντας την οδό Φιλίας –όπως μετονομάστηκε μετά την αμφιλεγόμενη Συμφωνία των Πρεσπών–, (παλιά ονομασία οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου) η κεντρική οδική αορτή της χώρας των Σκοπίων –έργο μεγάλης τεχνικής ελληνικής εταιρείας όπως μας πληροφορούν οι πινακίδες ανά τακτά χιλιομετρικά διαστήματα–, βρίσκεται η ελληνιστική πόλη των Στόβων.
Οι Στόβοι ήταν αρχαία πόλη των Παιόνων, θρακικού φύλου που ενσωματώθηκε μετά την κατάκτηση από τον Φίλιππο Ε΄ τον Μακεδόνα το 284 π.Χ., στο βασίλειο της Μακεδονίας.
Μάλιστα οι Παίονες «με τα αγκύλα τόξα» από την Αμυδώνα (σημερινό Αξιοχώρι Κιλκίς) μαζί με τον βασιλιά τους Πυραίχμη και τον Αστερόπαιο τον εγγονό του ποτάμιου θεού Αξιού, που φονεύθηκε από τον Αχιλλέα, αναφέρεται στην Ιλιάδα του Ομήρου ότι έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο με το πλευρό των Τρώων.
Αν και οι Στόβοι αναπτύχθηκαν στην αρχαϊκή εποχή, τη μεγαλύτερή τους αίγλη την απέκτησαν επί ελληνιστικής και αργότερα επί ρωμαϊκής εποχής.
Βρίσκονται σε στρατηγική θέση, στην συμβολή των ποταμών Αξιού και Εριγώνα. Πιθανόν να πήραν το όνομά τους από την αρχαία ελληνική λέξη στόβος που σημαίνει φλυαρία.
Μάλλον ο θόρυβος της ένωσης των δύο ποταμών θα ακούγονταν ακόμα πιο έντονα στην αρχαιότητα εξού και η ονομασία.
Επί αυτοκρατορίας Αυγούστου οι Στόβοι εξαπλώθηκαν περισσότερο στην κοιλάδα που σχηματίζουν οι δύο ποταμοί, ενώ ο πληθυσμός τους αυξήθηκε με αλματώδη πρόοδο. Η πόλη αποτελούσε πρωτεύουσα της ρωμαϊκής επαρχίας Δεύτερης Μακεδονίας λατινιστί Macedonia Salutaris ή Macedonia Secunda. Την έβδομη δεκαετία μ.Χ. ανακηρύχθηκε σε ισοπολίτιδα πόλη, διατηρούσε δηλαδή κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο την ανεξαρτησία και την αυτονομία της όσον αφορά σε ζητήματα εξουσίας, νόμων και γλώσσας. Την εποχή εκείνη μάλιστα άρχισε να κόβει νομίσματα με την επιγραφή Municipium Stobensium.
Τον 1ο αιώνα χτίζεται η Ηράκλεια Πύλη (η πύλη που είχε προσανατολισμό στην πόλη Ηράκλεια, το σημερινό Μοναστήρι-Μπίτολα των Σκοπίων), η κεντρική πύλη δηλαδή της πόλης η οποία αποτελούσε μέρος της οχύρωσής της. Μέσω της Via Sacra της Ιεράς Οδού ο επισκέπτης της πόλης οδηγούνταν στην Επισκοπική Βασιλική και στο ημικυκλικό Δικαστήριο.
Τον 2ο αιώνα χτίζεται το μεγάλο θέατρο, που φιλοξενούσε θεάματα με μονομάχους, αλλά και θεατρικές παραστάσεις. Τα διακεκριμένα πρόσωπα της πόλης είχαν κατοχυρωμένες θέσεις οι οποίες έγραφαν το όνομά τους. Από αυτό το γεγονός εικάζεται σύμφωνα με τις επεξηγηματικές επιγραφές του αρχαιολογικού χώρου, πως μάλλον το θέατρο λειτουργούσε και ως τόπος συνάντησης του συμβουλίου της πόλης. Είχε πληρότητα 7.600 θέσεων. Τον 4ο αιώνα εγκαταλείφθηκε και υπέστη ζημίες, αφού τα μάρμαρά του χρησιμοποιήθηκαν ως υλικό δόμησης άλλων δομών. Το κατεστραμμένο ανατολικό μέρος του έχει γίνει προσπάθεια να αποκατασταθεί δυστυχώς χωρίς μεγάλη επιτυχία.
Το 388 ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος επισκέπτεται την πόλη και εκδίδει δύο έδικτα (διατάγματα) με τα οποία απαγόρευσε τις συγκεντρώσεις αιρετικών και τις δημόσιες συζητήσεις για τη θρησκεία.
Εκείνο που προσελκύει κυρίως την προσοχή μας στον αρχαιολογικό αυτόν χώρο με τις ελληνικές επιγραφές είναι η Επισκοπική Βασιλική ή Βασιλική του Επισκόπου Φιλίππου που έλαβε το όνομά της από την επιγραφή «Εμμανουήλ μεθ΄ημών ο Θεός ο Αγιώτατος Επίσκοπος Φίλιππος οικοδόμησεν την Αγία του Θεού Εκκλησίαν» και το Βαπτιστήριο που εφάπτεται στην νότια πλευρά του, κτήρια που χρονολογούνται ανάμεσα στον 4ο και τον 6ο αιώνα.
Από την τρίκλιτη Βασιλική έχουν σωθεί ελάχιστα στοιχεία όπως τα ψηφιδωτά δάπεδά της, δημιουργίες εργαστηρίων της Θεσσαλονίκης και της Κωνσταντινουπόλεως, που απεικονίζουν παραστάσεις ζώων και πτηνών, φυτικό διάκοσμο αλλά και όμορφα γεωμετρικά μοτίβα. Ο ναός είχε μήκος 31μ. και πλάτος 17,5μ. Στο δυτικό κλίτος του ναού διακρίνεται επιγραφή στο δάπεδο με ελληνικά γράμματα ΙΧΘΥC (Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ).
Ακολουθεί επιγραφή που συνδέει την επίγεια ζωή με αυτή του Παραδείσου κατά τρόπο φιλοσοφικό σύμφωνα με την αρχαιολόγο Κασσιανή Φούφη στην οποία αναγράφεται με ελληνική γραφή πάντα «Ευχαί και ελεημοσύναι και νηστείαι και μετάνοια εκ καθαράς καρδίας εκ θανάτου ρύετε».
Σύμφωνα με την αρχαιολόγο από τη γείτονα Blaga Aleksova ο ναός χτίστηκε πριν από την επίσκεψη του αυτοκράτορα Θεοδοσίου το 388, ο οποίος εικάζεται πως έκανε τα εγκαίνια (θυρανοίξια) του. Ο ναός γνώρισε πολλές φάσεις ανακαίνισης με εμφανή τα σημάδια μέσω των επιγραφών που διασώζονται. Μια εξ αυτών μαρτυρεί: «Ανανεώθη η Αγία του Θεού Εκκλησία Επισκόπου όντος του Αγιωτάτου Ευσταθίου». Πολλές όμως είναι και οι επιγραφές από λαϊκούς ευεργέτες της εκκλησίας: «Υπερ ευχής εποίησεν Περιστερία», «Υπερ ευχής της Ματρώνος η ευλαβεστάτη διάκονος την εξέδραν εψήφωσεν», κ.ά.
Το Βαπτιστήριο το οποίο εφάπτεται εξωτερικά του νότιου κλίτους του ναού είναι ένα εγγεγραμμένο τετράλοβο κτήριο με καμπύλους εσωτερικούς τοίχους που στις γωνιακές κόγχες του διαμορφώνονται είσοδοι. Το νερό μεταφερόταν στην κολυμπήθρα μέσω ενός μολύβδινου αγωγού.
Τα θέματα που επικρατούν στα θεσπέσια ψηφιδωτά του είναι γεωμετρικά και φυτικά μοτίβα, κάνθαροι και πτηνά.
Η κατασκευή του Βαπτιστηρίου χρονολογείται μετά το 450.
Το εισιτήριο για την είσοδο στον αρχαιολογικό χώρο κοστίζει μόλις 2 ευρώ και η αντιμετώπιση από τους ανθρώπους εκεί είναι πολύ φιλική. Ένας φοιτητής αρχαιολογίας που εργαζόταν στην ανασκαφή του περιβάλλοντος χώρου του Βαπτιστηρίου, εμφανώς ενθουσιασμένος από την παρουσία Ελλήνων επισκεπτών, μας ρώτησε εάν μας άρεσε ο αρχαιολογικός χώρος. Η απάντησή μας ήταν θετική. Παρά την έλλειψη πόρων για τον πολιτισμό στην γείτονα (σύμφωνα με μια πινακίδα ο προϋπολογισμός του έργου της συντήρησης των ψηφιδωτών ανήλθε στις 89.000 δολάρια ΗΠΑ) είναι ενθαρρυντικό πως υπάρχει μέριμνα για τη διάσωση των αρχαιοτήτων (που δεν είναι και πολλές στη χώρα). Αναμφισβήτητα είναι μεγάλη η αίγλη που αντανακλούν αυτά τα μνημεία του παγκόσμιου πολιτισμού!
Αλεξία Ιωαννίδου