Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας της Τουρκίας είναι ένας κορυφαίος θεσμός, στις δομές και τις διευθύνσεις του οποίου συγκεντρώνονται όλα τα δεδομένα, οι πληροφορίες, οι εκτιμήσεις αλλά και οι προστάσεις όλων των φορέων και των αρχών του τουρκικού κράτους, για θέματα που σχετίζονται με την εθνική ασφάλεια, τις γεωπολιτικές εξελίξεις και την εξωτερική πολιτική της χώρας.
Προεδρεύει ο Ερντογάν, τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου και εάν χρειαστεί, συμμετέχουν άλλοι υπουργοί ή αξιωματούχοι. Μόνιμα μέλη είναι, εκτός από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο αντιπρόεδρος, ο υπουργός Δικαιοσύνης, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, ο υπουργός Εξωτερικών, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ και οι αρχηγοί Στρατού Ξηράς, Πολεμικού Ναυτικού και Πολεμικής Αεροπορίας.
Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας συνεδριάζει κάθε δύο μήνες και οι αποφάσεις που λαμβάνει είναι δεσμευτικές για όλους.
Μετά από κάθε συνεδρίαση, εκδίδεται επίσημη ανακοίνωση. Έτσι έγινε και έπειτα από τη συνεδρίαση της 8ης Ιουνίου 2023, που ήταν η πρώτη μετά την συγκρότηση της νέας κυβέρνησης. Η ανακοίνωση αναφέρεται στα εξής επτά θέματα:
- Στον «Αιώνα της Τουρκίας» και στα βήματα που θα γίνουν από τούδε και στο εξής με αποφασιστικότητα
- Στις επιχειρήσεις που έγιναν στο εσωτερικό της Τουρκίας και στο εξωτερικό εναντίον του Κουρδικού Απελευθερωτικού Κινήματος (ΡΚΚ), του κινήματος Γκιουλέν και του Ισλαμικού Κράτους.
- Στην ενότητα και την εδαφική ακεραιότητα της Συρίας, η οποία είναι δυνατή μόνο μετά την εκκαθάριση της περιοχής από «τρομοκρατικές οργανώσεις» και στην ανάγκη της ασφαλούς επιστροφής των προσφύγων στη Συρία.
- Στην κρίση που είναι σε εξέλιξη στο Κοσσυφοπέδιο και τη συνεισφορά της Τουρκίας για τον τερματισμό της.
- Στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας και την αποφασιστικότητα της Τουρκίας να συνεχίσει να προσφέρει τις υπηρεσίες της για τη συμφωνία για τα σιτηρά και για την επίτευξη ειρηνευτικής συμφωνίας.
- Στην πρόοδο που υπάρχει στο διάλογο μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίας.
- Στις συνεχιζόμενες συμπλοκές στο Σουδάν και στην πρόθεση της Τουρκίας να συνεισφέρει στην ειρήνευση στην περιοχή.
Όπως μπορεί να διαπιστώσει ο αναγνώστης, για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά στην Κύπρο και την Ελλάδα.
Αυτό κάτι σημαίνει.
Προφανώς μια ανώτερη δύναμη έχει πείσει την Τουρκία ότι η αποχή από:
- παραβιάσεις στο Αιγαίο
- ασκήσεις που εμφανώς στρέφονται εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδος
- κινήσεις εναντίον της Κύπρου
- έρευνες και γεωτρήσεις στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας
- επιθετικές δηλώσεις κατά της Κύπρου και της Ελλάδας,
διευκολύνουν την πρόοδο κάποιας διαδικασίας.
Ειδική πληροφόρηση δεν έχουμε, αλλά δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν.
Πρώτον, με τη στάση αυτή η Τουρκία διευκολύνει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και τον Λευκό Οίκο να πείσει το Κογκρέσο να άρει τις επιφυλάξεις του για την πώληση F-16 Viper και συλλογών εκσυγχρονισμού στην Τουρκία.
Δεύτερον, να έχει συμφωνηθεί ένα πλαίσιο, για έναρξη συνομιλιών που είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε «διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών».
Αν συμβαίνει το πρώτο, τότε η Ελλάδα διευκολύνει την Τουρκία να πάρει τα F-16 Viper, κάτι που την φέρνει αντιμέτωπη με την ελληνική ομογένεια αλλά και με Αμερικανούς βουλευτές, που παλεύουν για τα εθνικά συμφέροντα της χώρας τους αλλά και της Ελλάδας.
Αν συμβαίνει το δεύτερο, τότε προφανώς έχει πεισθεί η Τουρκία από αυτήν την διαδικασία θα έχει κάποια κέρδη.
Και αναρωτιέται κανείς. Είναι δυνατόν να κερδίσει η Τουρκία, χωρίς να χάσει η Ελλάδα;
Πάντως, όσοι κληθούν να συμμετάσχουν σε διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, καλού κακού ας φορέσουν αλεξίπτωτο. Η ανώμαλη προσγείωση δεν είναι καθόλου ευχάριστο πράγμα.
Υστερόγραφο
Υπάρχουν δύο επιλογές στη νέα κυβέρνηση του Ερντογάν, στις οποίες αξίζει να σταθούμε.
Η πρώτη αφορά την τοποθέτηση στο υπουργείο Εθνικής Αμύνης του μέχρι προχθές αρχηγού ΓΕΕΘΑ, στρατηγού Γιασάρ Γκιουλέρ, ο οποίος διαθέτει σοβαρή εμπειρία στις πληροφορίες και στη διαχείρηση εσωτερικών κρίσεων, ενώ είναι και «μπαρουτοκαπνισμένος», αφού σχεδίασε και διηύθυνε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Κούρδων, στο Ιράκ και τη Συρία, στη Λιβύη και το Ναγκόρνο Καραμπάχ. Επί πλέον, είναι βαθύς γνώστης των επιχειρησιακών σχεδίων της Τουρκίας εναντίον της Κύπρου και της Ελλάδος.
Η δεύτερη αφορά την τοποθέτηση στη κεφαλή της τουρκικής διπλωματίας του μέχρι πρόσφατα διοικητή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΜΙΤ) Χακάν Φιντάν. Σημειωτέον ότι το πρόσωπο αυτό, που διοίκησε τη ΜΙΤ επί 13 χρόνια, βαρύνεται για τα εξής:
- Δολοφονία τριών Κουρδισσών στο Παρίσι το 2013
- Δολοφονία δεκάδων αόπλων Κούρδων με επιθέσεις μη επανδρωμένων αεροσκαφών στη ΒΑ Συρία
- Απαγωγές εκατοντάδων ατόμων σε ξένες χώρες, φερομένων ως μελών του δικτύου Γκιουλέν
- Συντονισμό των πιο επικίνδυνων ισλαμιστικών τρομοκρατικών οργανώσεων στον κόσμο (Αλ Κάιντα, Ισλαμικό Κράτος κ.ά.)
- Χρηματοδότηση και διεύθυνση τζιχαντιστών που δρουν στη Συρία και τη Λιβύη.
Όπως γίνεται αντιληπτό, ειδικά όσον αφορά αυτές τις δύο τοποθετήσεις, ο Ερντογάν δίνει το μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις ότι δεν υπολογίζει Δύση και Ανατολή και ότι θα συνεχίσει τη σκληρή επεκτατική του πολιτική εναντίον του Ιράκ και της Συρίας και όταν τελειώσει η περίοδος του «μέλιτος», θα συνεχίσει τα ίδια και χειρότερα με Κύπρο και Ελλάδα.
Τις δύο αυτές τοποθετήσεις ελπίζουμε να τις λάβει υπόψη του ο πρωθυπουργός, μετά τις εκλογές της 25ης Ιουνίου και να επιλέξει τους κατάλληλους που θα τοποθετήσει απέναντί τους.