Ο Ιούνιος του 1921 έμεινε βαθιά χαραγμένος στο μυαλό του Στυλιανού Νικολαΐδη, από τον οικισμό Τουρναγκιόλ, στην επαρχία Βεζίρκιοπρου του Μεσόγειου Πόντου. Απόδειξη πως όταν διηγήθηκε τη δική του ιστορία, στις 9 Σεπτεμβρίου 1973, στην Ελένη Γαζή, και όντας εγκαταστημένος στον Κούκο Κατερίνης, μίλησε για αυτόν τον μήνα που ήταν ταυτόχρονα το τέλος αλλά και η αρχή για την παλιά και τη νέα ζωή του αντίστοιχα.
Η μαρτυρία του περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
«Τον Ιούνιο του 1921 ήρθανε Τούρκοι, στρατός τουρκικός, και κάνανε καταστροφές στα χωριά μας. Τους ανθρώπους παίρνανε, τα χωριά τα καίγανε. Η διαταγή ήτανε να παραδοθούμε. Μόλις ήρθε το κακό τα παρατήσαμε όλα, εγκαταλείψαμε τα χωριά και βγήκαμε στα δάση και τα βουνά.
»Σε μια μέρα μέσα, 20 Ιουνίου ήτανε, και τα 13 χωριά μαζί βγήκαμε στο βουνό. Την άλλη μέρα μπήκανε οι Τούρκοι και κάψανε τα χωριά μας. Όσοι είχανε μείνει στα χωριά, λίγοι, πολλοί ήτανε, αυτοί τους στείλανε εξορία στη Μαλάτεια. Όσοι αποζήσανε απ’ αυτούς, μετρημένοι στα δάχτυλα του χεριού, όταν έγινε η Ανταλλαγή το 1923, κατεβήκανε στο Χαλέπι κι από κει ήρθανε με πλοία στην Ελλάδα.
»Εμείς ήρθαμε νωρίτερα απ’ αυτούς. Στο βουνό καθήσαμε δύο χρόνια και κάτι μήνες. «Οικογενειακώς» μέναμε μέσα στα δάση. Κάναμε κάτι πρόχειρες παράγκες με ξύλα από τα δέντρα κι εκεί κάθονταν γυναίκες, γέροι, παιδιά. Μέσα στα δύο χρόνια άλλοι πεθάνανε –οι γέροι δεν αντέξανε όλοι– άλλοι γεννηθήκανε. Ζευγάρια, παντρεμένοι ήτανε, κάνανε παιδιά στο βουνό.
»Ο τουρκικός στρατός μάς κυνηγούσε και δίναμε μάχες και πολλές φορές σηκωνόμαστε από το ένα μέρος και φεύγαμε σ’ άλλο για να μη μας βρίσκουνε. Τροφίματα είχαμε τον πρώτο καιρό ό,τι είχαμε κουβαλήσει μαζί μας όταν φύγαμε από τα σπίτια μας. Ύστερα τελειώσανε και όπως-όπως ζούσαμε. Χόρτα άλαδα και ανάλατα ψήνανε και τρώγανε.
Κατεβαίνανε οι άνδρες σε τουρκοχώρια και με την απειλή παίρνανε αλεύρι, βούτυρο, τυρί, καμιά κότα. Πολύ δύσκολα ήτανε. Όλο με την αγωνία και τη δυσκολία.
»Το Μάρτιο του 1923 ακούστηκε η είδηση πως έγινε Ανταλλαγή και πως ήρθε επιτροπή στη Σαμψούντα και δίνει άδειες να φύγει ο κόσμος για την Ελλάδα. Όσοι ήτανε γνωστοί, τους ξέρανε από τις μάχες που δίναμε, φοβηθήκανε να κατεβούνε. Οι άλλοι πήγαμε Βεζιρκöπρü, παρουσιαστήκαμε, μας δώσανε ένα χαρτί και κατεβήκαμε στη Σαμψούντα. Εκεί ήτανε πολύς κόσμος μαζεμένος και περίμενε σειρά να μπει στα πλοία.
»Εμείς πληρώσαμε εισιτήριο και μπήκαμε στο ιταλικό πλοίο “Μαριάννα” και φύγαμε στην Πόλη. Έτσι ήτανε το δρομολόγιο του πλοίου. Εκεί καθήσαμε λίγους μήνες. Έρχονταν ελληνικά πλοία και παίρνανε τον κόσμο. Έπαιρνες «προτεραιότητα» για να φύγεις. Εισιτήριο δεν είχε.
»Εμείς φύγαμε με τον “Ωκεανό”. Μας έφερε στη Θεσσαλονίκη, στο Καραμπουρνού. Μας πήγανε στην Καλαμαριά, μας βάλανε σε κάτι μεγάλες σκηνές κι από κει μας στείλανε σε χωριά. Εμείς πήγαμε στο Σύδεντρο των Γρεβενών. Καθήσαμε έξι χρόνια. Είμαστε πολλοί μαζεμένοι και η γης δεν έβγαζε το ψωμί μας. Αποφασίσαμε και φύγαμε. Η πληροφορία ήτανε πως στης Κατερίνης την περιοχή είναι καλά τα χώματα και βγαίνει ευκολότερα το ψωμί.
Το 1929 ήρθαμε εδώ στον Κούκο. Κάναμε σπίτι, καλλιεργήσαμε τη γη, έχουμε παραγωγή τα καπνά και φουντούκια.