Ήταν Ιούνιος του 1916 όταν ο Ηρακλής Σπανόπουλος αναγκάστηκε να αφήσει για πρώτη φορά το χωριό του, το Ατσίτενο της Ινέπολης, στον Δυτικό Παράλιο Πόντο. Πολλά χρόνια αργότερα, στις 22 Δεκεμβρίου 1969, έχοντας πλέον εγκατασταθεί στη Νέα Ιωνία της Αθήνας, μίλησε στην Ιωάννα Λουκοπούλου.
Η μαρτυρία του περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
«Ιούνιος μήνας ήτανε, το 1916, που μας εξορίσανε. Ήρθαν οι τζανταρμάδες και μας ειδοποιήσαμε ότι θα φύγομε. Μας έδωσαν δύο-τρεις μέρες προθεσμία για να μαζέψομε τα πράγματά μας. Ό,τι μπορούσαμε από ρουχισμό να πάρομε, το πήραμε. Άλλα πράματα τα πουλήσαμε όσο κι όσο και πολλά αφήσαμε να μας τα φυλάξουν οι Τούρκοι. Όταν όμως γυρίσαμε, δεν βρήκαμε τίποτα.
»Κατεβήκαμε στην Ινέπολη κι εκεί φορτώσαμε τα πράματά μας σε βοδάμαξες και ξεκινήσαμε. Σε μια μέρα φύγαμε σχεδόν όλοι. Μέρα-νύχτα βαδίζαμε. Κατ’ αρχήν μας πήγαν στο Τατάι. Από ‘κει μας μοιράσανε σ’ ένα χωριό, Πεαζλάρ.
»Μετά από πέντε μήνες, εμείς φύγαμε κρυφά και πήγαμε στην Κασταμονή, όπου καθίσαμε τον υπόλοιπο χρόνο της εξορίας, μέχρι το φθινόπωρο του 1918. Υποφέραμε πολύ από πείνα και κάθε είδους δυστυχία. Από τις κακουχίες πέθανε κόσμος πολύς. Ζούσαμε με δικά μας χρήματα. Εργαζόμαστε σε διάφορες δουλειές, όπου βρίσκαμε. Και το χαμάλη κάναμε, άνδρες και γυναίκες. Εγώ πήγα τσοπάνης σε κάποιον μπέη.
Όταν γυρίσαμε στο χωριό, το βρήκαμε ερειπωμένο, τα σπίτια μας κατεστραμμένα. Αρχίσαμε από την αρχή, αλλά δεν προλάβαμε τα τελειώσομε.
»Το 1920 εξορίσανε ξανά τους άνδρες, τους έστειλαν στα βάθη της Μικράς Ασίας, στη Μαλάτεια. Το 1922 έγινε ο δεύτερος διωγμός και άδειασε το χωριό. […]
»Εγώ έφυγα από το χωριό μου το 1920 και πήγα και εργάσθηκα στο Ζονγκουλdάκ. Από τους πατριώτες μου έμαθα πώς τ’ Ατσίτενο άδειασε τον Νοέμβριο του 1922. Οι Ατσιτονίτες έφυγαν ταυτοχρόνως και με τον ίδιο τρόπου που έφυγαν οι κάτοικοι των άλλων χωριών της Ινέπολης. Εγώ τότε βρισκόμουνα εξόριστος στην Κασταμονή. Οι τουρκικές αρχές μας κατέβασαν στο Ζονγκουλdάκ κι από εκεί ήρθα στην Ελλάδα μέσω Κωνσταντινουπόλεως.»