Μετά από μια μαραθώνια διαπραγμάτευση με πολλές δυσκολίες, το βράδυ της Πέμπτης οι υπουργοί που μετέχουν στο Συμβούλιο Εσωτερικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέληξαν σε συμφωνία διαπραγματευτικής θέσης για τη διαδικασία ασύλου και τον κανονισμό για τη διαχείριση του ασύλου και της μετανάστευσης.
Τα όσα συμφωνήθηκαν θα αποτελέσουν τη βάση καινούργιων διαπραγματεύσεων, με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αυτή τη φορά. Στόχος να έχει εγκριθεί το νέο μεταρρυθμιστικό πλαίσιο πριν από τις ευρωεκλογές του ερχόμενου Ιουνίου.
Το κείμενο υιοθετήθηκε με ενισχυμένη πλειοψηφία. Σύμφωνα με τη σουηδική προεδρία, καταψήφισαν η Πολωνία και η Ουγγαρία, ενώ απείχαν η Βουλγαρία, η Μάλτα, η Λιθουανία και η Σλοβακία.
«Ιστορική» χαρακτήρισε τη συμφωνία η επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων Ίλβα Γιόχανσον, ενώ η προεδρεύουσα του Συμβουλίου, η Σουηδή υπουργός Μετανάστευσης Μαρία Μάλμερ Στένεργκαρντ, δήλωσε: «Κανένα κράτος-μέλος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μόνο του τις προκλήσεις της μετανάστευσης και οι χώρες πρώτης γραμμής χρειάζονται την αλληλεγγύη μας».
Από την Ελλάδα στη συνεδρίαση συμμετείχαν ο υπηρεσιακός υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου Δανιήλ Εσδράς, και ο γενικός γραμματέας Μεταναστευτικής Πολιτικής Πάτροκλος Γεωργιάδης. Όπως αναφέρει ανακοίνωση του υπουργείου, το νέο κείμενο δημιουργεί υποχρεωτικό μηχανισμό αλληλεγγύης, εξασφαλίζει διαρκή αποσυμφόρηση στα σύνορα και προσαρμόζει τις δεσμεύσεις του Κανονισμού Δουβλίνου στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των χωρών πρώτης γραμμής, όπως η Ελλάδα. Παράλληλα, στηρίζει την έννοια των ασφαλών τρίτων χωρών.
«Ανταποκρίνεται καλύτερα στα δεδομένα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα» είναι η εκτίμηση της ελληνικής πλευράς.
Συγκεκριμένα, η συμφωνία της διαπραγματευτικής θέσης του Συμβουλίου περιλαμβάνει τα εξής:
Εξορθολογισμός διαδικασίας ασύλου
Ο κανονισμός για τη διαδικασία ασύλου θεσπίζει μια κοινή διαδικασία σε ολόκληρη την ΕΕ την οποία τα κράτη-μέλη πρέπει να ακολουθούν όταν υπάρχουν αιτήματα για διεθνή προστασία.
Εισάγονται υποχρεωτικές συνοριακές διαδικασίες, με σκοπό να αξιολογηθεί γρήγορα στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ εάν οι αιτήσεις είναι αβάσιμες ή απαράδεκτες. Τα άτομα που υπόκεινται στη διαδικασία ασύλου στα σύνορα δεν επιτρέπεται να εισέλθουν στην επικράτεια του κράτους-μέλους.
Η διαδικασία των συνόρων θα ισχύει όταν ένας αιτών άσυλο υποβάλει αίτηση σε σημείο διέλευσης μετά από σύλληψη σε σχέση με παράνομη διέλευση και μετά από αποβίβαση μετά από επιχείρηση έρευνας και διάσωσης.
Η διαδικασία είναι υποχρεωτική για τα κράτη-μέλη εάν ο αιτών αποτελεί κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη, έχει παραπλανήσει τις Αρχές με ψευδείς πληροφορίες ή αποκρύπτοντας πληροφορίες, και εάν ο αιτών έχει υπηκοότητα με ποσοστό αναγνώρισης κάτω του 20%.
Η συνολική διάρκεια της διαδικασίας ασύλου και επιστροφής δεν πρέπει να υπερβαίνει τους 6 μήνες.
Σημειώνεται ότι μετά από δύσκολες συνομιλίες, κυρίως μεταξύ της Ιταλίας και της Γερμανίας, διατηρήθηκε η ευελιξία για τα κράτη-μέλη να κρίνουν εκείνα ποια τρίτη χώρα θεωρείται «ασφαλής».
Επαρκής χωρητικότητα
Στο πλαίσιο των συνοριακών διαδικασιών τα κράτη-μέλη πρέπει να δημιουργήσουν επαρκή ικανότητα όσον αφορά την υποδοχή και τους ανθρώπινους πόρους· απαιτείται να εξετάζουν ανά πάσα στιγμή έναν προσδιορισμένο αριθμό αιτήσεων και να επιβάλουν τις αποφάσεις επιστροφής.
Σε επίπεδο ΕΕ, αυτή η επαρκής χωρητικότητα είναι 30.000. Σε ό,τι αφορά κάθε κράτος-μέλος, θα καθοριστεί με βάση έναν τύπο που λαμβάνει υπόψη τον αριθμό των παράτυπων συνοριακών διελεύσεων και των αρνήσεων εισόδου σε περίοδο τριών ετών.
Τροποποίηση των Κανονισμών του Δουβλίνου
Ο κανονισμός για τη διαχείριση του ασύλου και της μετανάστευσης (ΑΜΜR) θα πρέπει να αντικαταστήσει, εφόσον συμφωνηθεί, τον ισχύοντα Κανονισμό του Δουβλίνου, ο οποίος καθορίζει ποιο κράτος-μέλος είναι υπεύθυνο για την εξέταση μιας αίτησης ασύλου.
Το AMMR θα εξορθολογήσει αυτούς τους κανόνες και θα συντομεύσει τα χρονικά όρια.
Για παράδειγμα, η τρέχουσα περίπλοκη διαδικασία μεταφοράς του αιτούντος πίσω στο κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την αίτησή του θα αντικατασταθεί από μια απλή ειδοποίηση ανάληψης.
Υποχρεωτικός μηχανισμός αλληλεγγύης
Για να εξισορροπηθεί το τρέχον σύστημα σύμφωνα με το οποίο οι χώρες της πρώτης υποδοχής είναι υπεύθυνες για τη συντριπτική πλειονότητα των αιτήσεων ασύλου, προτείνεται ένας νέος μηχανισμός που συνδυάζει την υποχρεωτική αλληλεγγύη με την ευελιξία.
Δηλαδή, τα κράτη-μέλη μπορούν να επιλέξουν να συνεισφέρουν είτε φιλοξενώντας αιτούντες άσυλο (μετεγκατάσταση), είτε με οικονομικές συνεισφορές ή εναλλακτικά μέτρα αλληλεγγύης.
Ο ελάχιστος ετήσιος αριθμός για μετεγκαταστάσεις από κράτη-μέλη πρώτης υποδοχής σε κράτη-μέλη λιγότερο εκτεθειμένα σε αφίξεις μεταναστών είναι 30.000, ενώ ο ελάχιστος ετήσιος αριθμός οικονομικών συνεισφορών είναι 20.000 ευρώ ανά μετεγκατάσταση. Τα ποσά αυτά μπορούν να αυξηθούν όπου χρειάζεται και θα ληφθούν επίσης υπόψη καταστάσεις όπου δεν προβλέπεται ανάγκη αλληλεγγύης σε ένα δεδομένο έτος.
Προκειμένου να αντισταθμιστεί ένας πιθανώς ανεπαρκής αριθμός δεσμευμένων μετεγκαταστάσεων, το συνεισφέρον κράτος-μέλος θα αναλάβει την ευθύνη για την εξέταση αιτήματος ασύλου από άτομα που υπό κανονικές συνθήκες θα υπόκεινται σε μεταφορά στο υπεύθυνο κράτος-μέλος (ωφελούμενο κράτος-μέλος). Αυτό το καθεστώς θα καταστεί υποχρεωτικό εάν οι δεσμεύσεις μετεγκατάστασης υπολείπονται του 60% των συνολικών αναγκών που εντόπισε το Συμβούλιο για το συγκεκριμένο έτος ή δεν φθάσουν τον αριθμό που ορίζεται στον κανονισμό (30.000).
Πρόληψη κατάχρησης και δευτερογενών μετακινήσεων
Περιλαμβάνονται μέτρα που στοχεύουν στην πρόληψη της κατάχρησης από τον αιτούντα άσυλο και στην αποφυγή δευτερευουσών μετακινήσεων.
Για παράδειγμα, ορίζονται υποχρεώσεις για τους αιτούντες άσυλο, να υποβάλουν αίτηση στα κράτη-μέλη της πρώτης εισόδου ή της νόμιμης διαμονής. Αποθαρρύνονται οι δευτερεύουσες μετακινήσεις περιορίζοντας τις δυνατότητες παύσης ή μετατόπισης ευθύνης μεταξύ των κρατών-μελών, και έτσι μειώνονται οι δυνατότητες του αιτούντος να επιλέξει το κράτος μέλος στο οποίο υποβάλει την αίτηση ασύλου.
Το κράτος-μέλος της πρώτης εισόδου θα είναι υπεύθυνο για την αίτηση ασύλου για διάρκεια δύο ετών.
Εάν απορρίψει έναν αιτούντα στη συνοριακή διαδικασία, η ευθύνη του για το άτομο αυτό θα λήξει μετά από 15 μήνες (σε περίπτωση ανανέωσης της αίτησης).