Ο Γιάννης Αποστολίδης είχε γεννηθεί στις 15 Φεβρουαρίου του 1947 στις Κάτω Κλεινές της Φλώρινας, και άφησε την τελευταία του πνοή στις 6 Ιουνίου 2023, στο νοσοκομείο «Σωτηρία» όπου νοσηλευόταν με πνευμονικό οίδημα.
Ο «μικρός Γιαννάκης», όπως εμφανιζόταν αρχικά, ξεκίνησε να τραγουδά σε ηλικία 14 ετών.
Μέχρι να γίνει Γιάννης Φλωρινιώτης, και σε νεαρή ηλικία, διασταυρώθηκε με ονόματα όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Γιώργος Λαύκας, ο Πρόδρομος Τσαουσάκης, ο Θεόδωρος Πολυκανδριώτης και η Ρίτα Σακελλαρίου.
Στην Αθήνα πρωτοεμφανίστηκε το 1970-71. Δούλεψε σε διάφορα κέντρα, τραγουδώντας και χορεύοντας ντυμένος εκκεντρικά. Όπου εμφανιζόταν σημείωνε μεγάλη επιτυχία, αλλά δεχόταν πάντα και σκληρή κριτική. Στη δισκογραφία έκανε την πρώτη του εμφάνιση με το άλμπουμ Τώρα θέλω τώρα, που έγινε αμέσως χρυσό, ενώ συμμετείχε και στην ομότιτλη ταινία του Ν. Αβραμέα.
Η τεράστια επιτυχία του, «Πειράζει που είμαι φίρμα»
Τα ΜΜΕ της εποχής αρχίζουν να ασχολούνται με το φαινόμενο Φλωρινιώτης, που έφερε επανάσταση στα νυχτερινά κέντρα διασκευάζοντας λαϊκά τραγούδια σε μοντέρνους ρυθμούς και ξεσηκώνοντας τους θαμώνες να χορεύουν στα τραπέζια! Τον αποκαλούν John Travolta της Ελλάδας.
Το 1978 συνεργάστηκε με τη Ζωζώ Σαπουντζάκη στο κέντρο «Αθηναία», κάνοντας ένα εντυπωσιακό σόου.
Το 1979-80, στο κέντρο «Νέα Αθηναία» μεταξύ των θαμώνων (σχεδόν… παρά τη θέλησή του, καθώς τον είχε «παρασύρει» η Μελίνα Μερκούρη) βρίσκεται και ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης Μάνος Χατζιδάκις, τότε διευθυντής στο Γ’ Πρόγραμμα της ΕΡΤ. Εντυπωσιασμένος από τη φωνή και το σόου του Φλωρινιώτη, του προτείνει μια ραδιοφωνική συνέντευξη. Η εκπομπή έγινε, και προκάλεσε… σεισμό.
Σε κατά καιρούς συνεντεύξεις του ο Φλωρινιώτης έλεγε ότι ήθελε πάντα να ασχοληθεί με το ποντιακό τραγούδι, αλλά από την εταιρεία με την οποία συνεργαζόταν αρχικά, του επέβαλε το λαϊκό.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ωστόσο, αντέδρασε και έκανε δίσκο στα ποντιακά, ο οποίος έμελλε να είναι ο πρώτος στην ποντιακή διάλεκτο που έγινε χρυσός.
Μιλώντας πριν από χρόνια στον Αντώνη Μποσκοΐτη για τη Lifo, είχε πει σχετικά με την καταγωγή του: «Εμένα ο πατέρας μου έπαιζε καταπληκτική ποντιακή λύρα. Με κρατούσε στην αγκαλιά του, ήξερε ότι θα φύγει και έκλαιγε. Τραγουδούσε “Ελάτε να με ξεπροβοδίσετε εκεί που θα πάω”, ένα παραδοσιακό, και τα δάκρυά του έτρεχαν στα δικά μου μάγουλα και μου τα σκούπιζε. Από τότε εγώ ήθελα να ασχοληθώ με το ποντιακό τραγούδι, απ’ την πρώτη εταιρεία που ήμουν, αλλά αυτοί θέλαν λαϊκά.
Από την ταινία Το κρίμαν
»Ο πρώτος ποντιακός μου δίσκος αφιερώθηκε στον πατέρα μου. Ο δεύτερος έγινε χρυσός, πούλησε 50.000, εκεί που τα ποντιακά πούλαγαν το πολύ 2.000! Μετά από πολλά χρόνια έκανε κι ο Καζαντζίδης ποντιακό δίσκο. Όμως εμένα μ’ έτρωγε, έλεγα “Τι άλλο να κάνω με τα ποντιακά;”. Πήγα λοιπόν στα πιο ωραία μέρη της Μακεδονίας και με τη συμπαραγωγό μου, τη Ροζαλία Γαβριηλίδου, βρήκαμε ποντιακά συγκροτήματα και αφηγούμασταν την ιστορία του Πόντου και της Παναγίας Σουμελά».
Έτσι άρχισε η καριέρα του στο χώρο των ταινιών. Έγραφε τα σενάρια, τα τραγούδια, έπαιζε ο ίδιος ως ηθοποιός αλλά και τραγουδούσε στα ποντιακά: Ο Τσοπάνος, το Κρίμαν, τα Αδέλφια, Ο δέσκαλον, Η ξενιτεία κ.ά.
Γι’ αυτήν την πτυχή της καριέρας του, έλεγε στη συνέντευξή του ο καλλιτέχνης: «στη Ρωσία, έμαθα, που απαγορευόταν το βίντεο, οι άνθρωποι μαζεύονταν κρυφά στα σπίτια και έκλαιγαν με τον Φλωρινιώτη».
Σε πρόσφατη εμφάνισή του στο OpenTV, είχε πει: «Πέρασα δύσκολα χρόνια, αλλά κατάφερα στη δουλειά μου, 62 χρόνια, να περάσω στην αντίπερα όχθη, να γίνω μια διαχρονική αξία και να γίνω σχολή για πολλούς τραγουδιστές που βγήκαν μετά από μένα. […] Ήμουν ο πρώτος λαϊκός τραγουδιστής που ντύθηκε εκκεντρικά, μπέρδεψα το μοντέρνο με το λαϊκό, άλλοι δεν τολμούσαν να το κάνουν».
Ο Γιάννης Φλωρινιώτης είχε δύο παιδιά (την Αννούλα και τον Νικολάκη) και τρία εγγόνια.