Η αίσθηση του ωραίου άρχισε να διαμορφώνεται για πρώτη φορά κάτω από τον ελληνικό ουρανό. Ακόμα κι αν κάτι ήταν επινόηση ξένου λαού λάμβανε μια άλλη μορφή σε αυτόν τον τόπο με το εύκρατο κλίμα και τις φυσικές ομορφιές, θαρρείς και οι κάτοικοί του θέλανε ό,τι δημιουργούσαν να το εντάξουν στην καλαισθησία του περιβάλλοντος που ζούσαν, μας λέει ο Αυστριακός ιστορικός τέχνης και αρχαιογνώστης Γ.Γ. Βίνκελμαν (J.J.Winckelmann, 1717-1768).
Από τα προϊστορικά ακόμη χρόνια, οι αρχαίοι Έλληνες στόλιζαν τα χρηστικά τους αντικείμενα με απλά σχέδια στην αρχή, κατόπιν γεωμετρικά μοτίβα για να μετατρέψουν στην πορεία τα έργα τους σε αριστουργήματα τέχνης, διακοσμώντας τα με παραστάσεις από την καθημερινότητά τους αφήνοντάς μας μια πλούσια συλλογή πληροφοριών που αφορούν στην ιστορία και στον πολιτισμό της εκάστοτε χρονολογικής περιόδου.
Η κεραμική ήταν η πιο κοινή τέχνη της αρχαιότητας. Η καθημερινή της χρήση, σχεδόν σε όλες τις εκφάνσεις ζωής του ανθρώπου της αρχαιότητας (χρήση οικιακή, διακοσμητική, τελετουργική κ.τλ.) μας δίνει τις περισσότερες πληροφορίες για το πώς ήταν η ζωή των αρχαίων μας προγόνων.
Το αγγείο που απεικονίζεται στην κεντρική φωτογραφία είναι αττικός ερυθρόμορφος ελικωτός (λόγω του σχήματος των λαβών) κρατήρας. Ο κρατήρας στην αρχαιότητα είχε τη χρήση της ανάμιξης οίνου και νερού κατά την προσφιλή συνήθεια των αρχαίων Ελλήνων. Έχει κατασκευαστεί περί το 400 π.Χ. και από την κεντρική μορφή που παρουσιάζει τον μυθικό γίγαντα Τάλω, πήρε το όνομά του και ο δημιουργός. Με μια πρώτη ματιά, εντύπωση προκαλούν οι μεγάλες σπειροειδείς λαβές που ξεκινούν από τη μέση περίπου του δοχείου και καταλήγουν στην επάνω επιφάνεια του χείλους του. Το ύψος του φτάνει στα 75 εκ. Το θαυμάσιο αυτό αγγείο, χαρακτηριστικό δείγμα αττικού ρυθμού της κλασικής περιόδου (480 π.Χ- 323 π.Χ.) προέρχεται από την ευρύτερη περιοχή της Απουλίας και συγκεκριμένα από την νεκρόπολη του Τάραντα. Σήμερα εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Jatta στο Ruvo της Απουλίας.
Το αγγείο αυτό διατρέχεται από δυο βασικές ζώνες, την φαρδύτερη κεντρική και μια μικρότερη σε πλάτος, που κοσμεί την επιφάνεια κάτω από το χείλος.
Ο «Ζωγράφος του Τάλω» απεικονίζει με περισσή πλαστικότητα μια σκηνή από τη μυθολογία, το φόνο του μυθικού χάλκινου ανθρωποειδούς Τάλω, –του φύλακα της Κρήτης– από τους Αργοναύτες στο ταξίδι του γυρισμού τους από την Κολχίδα.
Η κίνηση κατάρρευσης του Τάλω, ο οποίος πρωταγωνιστεί στο κέντρο της παράστασης, ζωγραφισμένος με άσπρο χρώμα για να αποδοθεί η μεταλλική υφή του, είναι απολύτως αληθοφανής. Ο ζωγράφος λικνίζει προς τα πίσω τόσο φυσικά το χάλκινο σώμα του Τάλω, ώστε σχεδόν ξεγελάει τον παρατηρητή ως προς την φύση του αρχαίου χάλκινου «ρομπότ».
Στο βάθος διακρίνεται ο ιερός πλάτανος της Κρήτης κάτω από τον οποίο ενώθηκε ο Δίας με την Ευρώπη, αφού την απήγαγε πρωτύτερα μεταμορφωμένος σε ταύρο. Ένθεν και ένθεν του θνήσκοντος Τάλω, εμφανίζονται έφιπποι και δαφνοστεφανωμένοι φορώντας χιτώνες με φυτικό διάκοσμο οι Διόσκουροι, οι Σπαρτιάτες δίδυμοι Κάστορας και Πολυδεύκης, αδελφοί της ωραίας Ελένης.
Εκτός από τους Διόσκουρους την σκηνή πλαισιώνουν και άλλοι αργοναύτες καθώς διακρίνεται και μέρος της θρυλικής Αργούς, του πλοίου των Αργοναυτών που ξεκίνησε από την Ιωλκό διέσχισε τον Εύξεινο Πόντο και έφτασε στην Κολχίδα.
Δύο γυναικείες μορφές που μοιάζουν να παρακολουθούν τα τεκταινόμενα και μένουν στατικές σε αντίθεση με την κίνηση του κεντρικού θέματος που απεικονίζει τον Τάλω και τους Διόσκουρους, είναι τοποθετημένες στα άκρα του αγγείου για να ισορροπήσουν τη σκηνή. Αυτές δεν είναι άλλες από τη Μήδεια (αριστερά) η οποία κρατά μια πυξίδα και την Αμφιτρίτη (δεξιά) θεότητα της θάλασσας, που ακουμπά πάνω στον ώμο του Ποσειδώνα, ο οποίος μένει επίσης αμέτοχος παρατηρητής των γεγονότων.
Δεξιά κάτω στη ζωγραφική επιφάνεια διακρίνουμε μια κινούμενη γυναικεία μορφή, που μάλλον αποτελεί την προσωποποίηση της νήσου, η οποία με τον πλούσιο πτυχωτό χιτώνα συμμετέχει στην κίνηση κάμπτοντας το πόδι της μπροστά, έτοιμη να απομακρυνθεί από τη σκηνή της πτώσης του Τάλω.
Την επάνω ζώνη διατρέχει μια διονυσιακή πομπή στο κέντρο της οποίας δεσπόζει η μορφή του σκηπτροφόρου Διόνυσου. Ο θεός φορά έναν κοντό χιτώνα με φυτική παράσταση και έχει ριγμένη στον ώμο του μια χλαμύδα. Τον περιτριγυρίζουν σάτυροι κρατώντας κύλικες (αγγεία πόσης) και κλαδιά, ενώ τη σκηνή εμπλουτίζουν νύμφες με πλούσιους πτυχωτούς χιτώνες που χορεύουν και παίζουν αγγείο και δίαυλο. Έτσι η ζώνη αυτή με τη διονυσιακή πομπή μοιάζει να συμμετέχει σε πανηγύρι που στήθηκε για την απαλλαγή του ανθρώπινου γένους από τους γίγαντες.
Κατά τους χρόνους της κλασικής περιόδου, η προώθηση των δημοκρατικών θεσμών και οι μεταρρυθμίσεις προς όφελος του πολίτη έφτασαν στο απόγειό τους.
Το ίδιο και η τέχνη, αφού είναι μια έκφανση της κοινωνίας μέσα στην οποία εξελίσσεται. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου, η φυσική ροπή του ανθρώπου προς το κάλλος τόσο της ψυχής (μόρφωση) όσο και του σώματος αποτυπώνονται στην τέχνη της περιόδου αυτής και μας αφήνουν απαράμιλλα έργα τέχνης, πολύτιμα τεχνουργήματα της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Αλεξία Π. Ιωαννίδου
MSc Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων