Η λέξη παμπούκας (ή παμπούκες), σύμφωνα με το Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου του Άνθιμου Παπαδόπουλου, προέρχεται από το βουμπάκιν, δηλαδή το βαμβάκι.
Το πατακιούτα, πάλι, δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Είναι ηχοποίητη λέξη, που προκύπτει από το «θόρυβο» που παράγεται όταν φτιάχνουμε… παμπούκας.
Και εξηγούμε: Σύμφωνα με το Λεξικόν αλλά και την Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού (εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη), τα παμπούκας είναι οι μυτεροί σπόροι ενός είδους καλαμποκιού, που όταν ψήνονται στη φωτιά, σκάζουν και φαίνεται το λευκό εσωτερικό τους. Αυτό δηλαδή που σήμερα όλοι ξέρουμε ως «ποπ κορν».
Ο δε Άνθιμος Παπαδόπουλος, το περιγράφει ως εξής: «Κόκκοι αραβοσίτου, οι οποίοι φρυγόμενοι εις την πυράν σκάζουν και φαίνονται έσωθεν λευκοί».
Εξού και το βουμπάκιν, θα προσθέταμε.
Να συμπεράνουμε ότι αυτά συνόδευαν τις ταινίες που έβλεπαν οι Τραπεζούντιοι στους τρεις κινηματογράφους που διέθετε η πόλη τα παλιά τα χρόνια (σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια);