Στο χώρο στον οποίο ο Μέγας Κωνσταντίνος (περίοδος βασιλείας 306-337 μ.Χ.) έχτισε το 325 μ.Χ., μια ξύλινη εκκλησιά πάνω στα θεμέλια ειδωλολατρικού ναού που την ονόμασε «Μεγάλη Εκκλησιά», ορθώνεται εδώ και σχεδόν χίλια πεντακόσια χρόνια το απανταχού σύμβολο της Ορθοδοξίας, ο ναός που έχει συνδεθεί όσο κανένας άλλος με τη ρωμιοσύνη –τη δόξα της αλλά και τα δεινά της–, η Αγία Σοφία.
Η Αγία Σοφία εγκαινιάστηκε στις 15 Φεβρουαρίου του 360 μ.Χ. από τον αρειανίζοντα επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Ευδόξιο, επί αυτοκρατορίας Κωνσταντίου Β’, υιού του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Σύμφωνα με τον εκκλησιαστικό ιστορικό Σωκράτη, ο διάδοχος του Μ. Κωνσταντίνου «την μεγάλην εκκλησίαν έκτιζεν, ήτις Σοφία μεν προσαγορεύεται νυν». Εξαρχής ο ναός δημιουργήθηκε για να αποτελέσει τον καθεδρικό ναό της πόλης και την έδρα του Πατριαρχείου. Μετά από πολλές καταστροφές οικοδομήθηκε σχεδόν εκ βάθρων, την περίοδο της βασιλείας του Ιουστινιανού από τους αρχιτέκτονες Ανθέμιο από τις Τράλλεις (σημερινό Αϊδίνιο) και Ισίδωρο από τη Μίλητο σε ρυθμό βασιλικής με τρούλο. Γνωρίζοντας πως η Μίλητος κατά τον β’ ελληνικό αποικισμό εγκαθίδρυσε πάνω από σαράντα αποικίες στα παράλια και στην ενδοχώρα του Πόντου, μπορούμε να καυχηθούμε εκτός των άλλων πως η Αγία Σοφία έχει και «ποντιακή» συνεισφορά στο σχεδιασμό της, εκτός από μικρασιάτικη.
Για την τελείωση του ναού όπως έχει στη σημερινή του μορφή –εάν εξαιρέσουμε τους άκομψους μιναρέδες που προσβάλλουν αρχιτεκτονικά (και όχι μόνο) το κάλλος του–, ένας τεράστιος αριθμός πολύ υψηλά εξειδικευμένων μηχανικών, τεχνικών, λιθοξόων, λατόμων, χτιστών αλλά και εργατών, επιστρατεύτηκε από όλη την επικράτεια της Αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με τον ιστορικό Προκόπιο ο αυτοκράτορας προσέλκυσε τους πιο ικανούς τεχνίτες από όλη την οικουμένη, ο αριθμός των οποίων ξεπερνούσε τους 10.000 άνδρες. Εκτός από τους καλύτερους τεχνίτες ο Ιουστινιανός φρόντισε να κοσμήσει την Αγία Σοφία με τα ακριβότερα και ποιοτικότερα υλικά, φερμένα από τα πέρατα του κόσμου (η Αυτοκρατορία τότε εκτείνονταν εδαφικά από την Ισπανία μέχρι τη Μεσοποταμία).
Μόνο το ασήμι της Αγίας Τράπεζας ζύγιζε 4.000 λίτρες, δηλαδή κάτι παραπάνω από έναν τόνο και διακόσια κιλά!
Όταν ο Ιουστινιανός στάθηκε κάτω από τον πελώριο τρούλο διαμέτρου 31μ. που έμοιαζε να αιωρείται από επάνω του όπως αιωρείται ο ουρανός πάνω από την γη και αντίκρισε ολοκληρωμένο το αποτέλεσμα, αναφώνησε από το εσωτερικό του ναού: «Δόξα τω Θεώ τω καταξιώσαντί με τοιούτον έργον επιτελέσαι. Νενίκησά σε, Σολομών» και… είχε δίκιο! Σε χρονικό διάστημα μόλις πέντε ετών και δέκα μηνών, το μεγαλεπήβολο έργο του Ιουστινιανού είχε αποπερατωθεί και ήταν ο πιο άρτιος αισθητικά και αρχιτεκτονικά ναός της Χριστιανοσύνης!
Τα νέα εγκαίνια-θυρανοίξια του αυτοκρατορικού ναού τελέστηκαν πανηγυρικά στις 27 Δεκεμβρίου του 537, ημέρα της εορτής του πρωτομάρτυρα Αγίου Στεφάνου, από τον Πατριάρχη Μηνά και τον κτίτορα Ιουστινιανό. Εκείνη την εποχή στον ναό υπηρετούσαν ογδόντα ιερείς και εκατόν πενήντα διακόνοι.
Ο ναός της Αγίας Σοφίας, σύμφωνα με τον Βρετανό ιστορικό τέχνης Τζον Λόουντεν, ήταν αφιερωμένος σε μια ιδέα, σε μια ιδιότητα του Θεού, τη Σοφία.
Επομένως ήταν αφιερωμένος στο δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, στον Υιό και Λόγο του Θεού, στον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, που ήταν η ενσάρκωση της Σοφίας του Θεού.
Το ψηφιδωτό «Δέηση»
Η εποχή που διαδέχθηκε τη δύσκολη περίοδο της εικονομαχίας έως και την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204, ονομάζεται μεσοβυζαντινή. Ήταν η χρονική εκείνη περίοδος που βασίλεψαν δύο από τις πιο ικανές δυναστείες, οι Μακεδόνες και οι Κομνηνοί. Στη Δύση είχαν ήδη δημιουργηθεί ισχυρά χριστιανικά κράτη και ο Πάπας είχε χρίσει «αυτοκράτορα της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας» τον Καρλομάγνο σε μια προσπάθεια να αποδυναμώσει περισσότερο μαζί με τους απεσταλμένους του σταυροφόρους την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Την εποχή αυτή ξεκινάει η αναδιακόσμηση της Αγίας Σοφίας με μνημειώδη και αριστοτεχνικά έργα, απαράμιλλα μνημεία τέχνης του παγκόσμιου πολιτισμού.
Σε περίβλεπτη θέση στο υπερώο του ναού της του Θεού Σοφίας, στον εξωνάρθηκα, στο τύμπανο πάνω από τη νότια πύλη, δεσπόζει η δέηση του Ιουστινιανού μετά του Αγίου Κωνσταντίνου προς την ένθρονη Βρεφοκρατούσα Θεοτόκο.
Έχει δημιουργηθεί περί το έτος 1000 από τον κραταιό αυτοκράτορα Βασίλειο Β’ τον Βουλγαροκτόνο της δυναστείας των Μακεδόνων. Με φόντο έναν αφαιρετικό ολόχρυσο κάμπο, οι δύο αυτοκράτορες προσφέρουν στην Παναγία, την «Υπέρμαχο Στρατηγό» των Χριστιανών και πολιούχο της βασιλεύουσας, ο μεν Ιουστινιανός τον ναό της Αγίας Σοφίας ο δε Κωνσταντίνος τα τείχη (δηλαδή τη δημιουργία) της πόλης.
Ένθεν και ένθεν της Παναγίας υπάρχουν δυο μεγάλα μετάλλια που πλησιάζουν στο μέγεθος τα φωτοστέφανα των αγίων. Η εσκεμμένη αυτή επιλογή του ψηφιδοθέτη τονίζει την απόφαση της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου στην Έφεσο το 431, να ονομαστεί η Παναγία «Θεοτόκος» (ΜΗΤΗΡ ΘΕΟΥ) και όχι Χριστοτόκος σύμφωνα με την αιρετική άποψη-κακοδοξία του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου. Έτσι για άλλη μια φορά ο θεατής γίνεται μάρτυρας της εικονιστικής απεικόνισης των δογμάτων της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ο Χριστός σε βρεφική ηλικία ευλογεί με το δεξί του χέρι το χριστεπώνυμο πλήρωμα, καθισμένος στο κέντρο της αγκαλιάς της Παναγίας Μητέρας Του, η οποία θρονίζεται σε έναν κατάκοσμο θρόνο φορώντας μανδύα χρώματος μπλε. Το μπλε χρώμα στην αγιογραφία συμβολίζει την αγνότητα.
Είναι σύνηθες στις αγιογραφίες πριν από το σχίσμα (1054) η Παναγία να φοράει μανδύα μπλε χρώματος.
Μετά το σχίσμα επικρατεί η τάση να φοράει το μπλε χρώμα κατάσαρκα σε φόρεμα και να είναι σκεπασμένη με έναν χιτώνα χρώματος πορφυρού, το οποίο είναι το χρώμα των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Ακόμα και στις ημέρες μας οι ηγούμενοι των μοναστηριών είναι ενδεδυμένοι με πορφυρό χιτώνα κατά τη διάρκεια παννυχίδων (ακολουθιών μεγάλων εορτών που διαρκούν όλη νύχτα) και μάλιστα τον φορούν (το χιτώνα) στο κέντρο του ναού στον Ομφαλό, στην αρχή της Ακολουθίας κατά την είσοδό τους στον ναό, στο σημείο δηλαδή που στεκόταν παραδοσιακά ο Αυτοκράτορας.
Αριστερά της σύνθεσης υπάρχει επεξηγηματική περιγραφή «ΙΟΥCΤΙΝΙΑΝΟC Ο ΑΟΙΔΗΜΟC ΒΑCΙΛΕΥC» και δεξιά αντίστοιχα «ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟC Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΜΕΓΑC ΒΑΣΙΛΕΥC». Οι δυο μορφές των βασιλέων προσκλίνουν στη βρεφοκρατούσα Θεοτόκο, σε ένδειξη σεβασμού. Έχουν όμοια στέμματα, όμοια κόμμωση και φορούν και οι δύο ενδυμασίες με πολύτιμο λώρο που αναδιπλώνεται χιαστί στο στήθος τους. Τα ενδύματά τους πέφτουν σαν βαριά άμφια, κρύβοντας κάθε λεπτομέρεια του σώματός τους, κεκοσμημένα με πετράδια που τα κάνουν να μοιάζουν με έργα χυμευτικής (ανάμειξη χρυσού και αργύρου με σύντηξη) που εκείνη την εποχή, λόγω της ευμάρειας, ήταν διαδεδομένα. Με τη δέησή του αυτή ο Βασίλειος Β΄, ο ικανότατος αυτός αρχιστράτηγος, υποδηλώνει τη συνέχειά του στο πάνθεον των Αυτοκρατόρων της βασιλεύουσας και εμφανώς ζητά την προστασία και την εύνοια της Θεοτόκου και του Υιού Της για τον ίδιο, για την πόλη του και για ολόκληρη την Αυτοκρατορία.
Η δέηση των βασιλέων είναι έργο της «Μακεδονικής Αναγέννησης».
Η αφαίρεση είναι το κύριο χαρακτηριστικό (απουσία τοπίου και αρχιτεκτονικής με σκοπό την εστίαση στην πνευματικότητα). Οι τολμηροί χρωματικοί συνδυασμοί και η πνευματικότητα των μορφών (μεγάλα μάτια, ρεαλιστική απεικόνιση των συναισθημάτων) παρουσιάζουν υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα.
Η Αγία Σοφία στο πέρασμα όλων αυτών των χρόνων, δεν έχασε την αίγλη της. Όσο κι αν οι κατακτητές της προσπαθούν να αλλοιώσουν την φυσιογνωμία της, αυτή στέκει αγέρωχη, αντανακλώντας την παλιά της αίγλη, αρχόντισσα στο κέντρο της βασιλεύουσας μαρτυρώντας το μεγαλείο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Είναι τόσο επιβλητική και αλώβητη που όποια ψευδεπίγραφη ιδιότητα τής δίνουν κατά καιρούς οι σημερινοί διαχειριστές της (μουσείο, τζαμί κτλ.), δεν μπορεί να της αλλάξει ταυτότητα.
Είναι ένας υπερβατικός χώρος που μεταφέρει κάθε επισκέπτη που γνωρίζει την ιστορία της και εισέρχεται με δέος στο εσωτερικό της σε μια ουτοπία, σε έναν χωροχρόνο ιστορικό που αναβιώνει το μεγαλείο του Βυζαντίου και επικρατεί η Θεία Δικαιοσύνη. Είναι η προτύπωση της Άνω Ιερουσαλήμ και περιμένει στωικά την ανέσπερη ημέρα που ο ήχος από τα κωδωνοστάσια της θα ακουστεί από τον Κεράτιο κόλπο μέχρι τον μυχό του Ευξείνου Πόντου.
Αλεξία Π. Ιωαννίδου
MSc Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων