Στο… παρά πέντε, λίγα μόλις 24ωρα προτού παρέλθει η προθεσμία, ο Δημοκρατικός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν και ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Κέβιν Μακάρθι ανακοίνωσαν πως κατέληξαν σε «καταρχήν συμφωνία» που αποτρέπει τον κίνδυνο οι ΗΠΑ να κηρύξουν στάση πληρωμών.
Τώρα το ντιλ θα πρέπει να λάβει την έγκριση από το Κογκρέσο. Η Βουλή των Αντιπροσώπων, την οποία ελέγχουν οριακά οι Ρεπουμπλικάνοι, θα ψηφίσει την Τετάρτη. Θα ακολουθήσει η ψηφοφορία στη Γερουσία όπου πλειοψηφούν οι Δημοκρατικοί.
Μιλώντας σε δημοσιογράφους ο Κέβιν Μακάρθι, ηγετικό στέλεχος της αμερικανικής δεξιάς, σημείωσε πως ο συμβιβασμός για τα δημοσιονομικά είναι «αντάξιος του αμερικανικού λαού». Εξέφρασε δε ικανοποίηση για τις «ιστορικές μειώσεις» των δημόσιων δαπανών, κάτι που αποτελούσε τη βασική απαίτηση των Ρεπουμπλικάνων.
«Αυτή η συμφωνία είναι συμβιβασμός, που πάει να πει ότι κάθε μέρος δεν εξασφαλίζει όλα όσα ήθελε», ανέφερε από την πλευρά του ο Τζο Μπάιντεν. Σχετικά με τις δημόσιες δαπάνες υποστήριξε ότι «θα προστατευθούν τα προγράμματα-κλειδιά».
Πληροφορίες του αμερικανικού Τύπου αναφέρουν ότι με τη συμφωνία, προϊόν δύσκολων διαπραγματεύσεων, αυξάνεται για δύο χρόνια –ή με άλλα λόγια, ως το διάστημα μετά τις προεδρικές εκλογές του 2024–, το όριο του χρέους του ομοσπονδιακού κράτους.
Χωρίς την αύξηση του ορίου η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου κινδύνευε να περιέλθει σε κατάσταση στάσης πληρωμών στις 5 Ιουνίου, δηλαδή να μην μπορεί να ανταποκριθεί σε μισθούς, συντάξεις και τοκοχρεολύσια.
Όπως όλες οι μεγάλες οικονομίες του κόσμου –ή σχεδόν όλες–, οι ΗΠΑ ζουν με… πίστωση. Όμως, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει αλλού στον ανεπτυγμένο κόσμο, βρίσκονται τακτικά αντιμέτωπες με νομικό κώλυμα: το πλαφόν του χρέους, το μέγιστο ποσό στο οποίο μπορεί να φτάσει ο κρατικός δανεισμός, πρέπει να αυξάνεται από το Κογκρέσο.
Αυτή η τυπική μέχρι πριν από λίγα χρόνια διαδικασία μετατράπηκε από τους Ρεπουμπλικάνους, που από τον Ιανουάριο έχουν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων, σε εργαλείο για την άσκηση πολιτικής πίεσης.
Αρνούμενοι να δώσουν κάποια υποτιθέμενη «λευκή επιταγή» στον Δημοκρατικό πρόεδρο, έθεσαν ως όρο για την αύξηση του ορίου του χρέους –31,4 τρισ. δολάρια, παγκόσμιο ρεκόρ– να γίνουν δραστικές περικοπές δαπανών. Ο Τζο Μπάιντεν, υποψήφιος για την επανεκλογή του, αρχικά διατράνωνε πως δεν επρόκειτο να διαπραγματευτεί «με το πιστόλι στον κρόταφο», υπό την απειλή πτώχευσης του ομοσπονδιακού κράτους, κατηγορώντας τους Ρεπουμπλικάνους πως έθεσαν υπό «ομηρία» την αμερικανική οικονομία απαιτώντας περικοπές.
Οι κοπιώδεις διαπραγματεύσεις δεν προκάλεσαν πανικό στις αγορές, όμως έφεραν εκνευρισμό και ανυπομονησία, καθώς οι συμβιβασμοί της τελευταίας στιγμής γι’ αυτού του είδους τα ζητήματα είναι μάλλον συνηθισμένοι στην Ουάσινγκτον.