Με βάση τα μαθηματικά και τη λογική, στις αυριανές εκλογές ο Ερντογάν θα αναδειχθεί για άλλα 5 έτη πρόεδρος της Τουρκίας. Ήδη έχει κερδίσει την πλειοψηφία της Βουλής μαζί με το ακραία εθνικιστικό κόμμα MHP, στον πρώτο γύρο που έγινε στις 14 Μαΐου.
Το ερώτημα για τον Έλληνα παρατηρητή είναι πώς θα εξελιχθούν στην επόμενη 5ετία οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και αν υπάρχουν νέα δεδομένα.
Και νέα δεδομένα υπάρχουν και η εξέλιξη των σχέσεων δεν έχει μια αυτοδύναμη δυναμική. Η ελληνική πολιτική, ακόμη και στο θέμα των ελληνοτουρκικών που είναι μείζον και καθοριστικό για την ακεραιότητα της χώρας, δεν έχει αυτοδύναμα χαρακτηριστικά. Εξαρτάται και επηρεάζεται καθοριστικά από την Ουάσινγκτον και τις Βρυξέλλες. Άρα, το ερώτημα μετατίθεται στο πώς θα εξελιχθούν οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση, και κυρίως με τις ΗΠΑ.
Οι περισσότεροι αναλυτές δεν περιμένουν βελτίωση των σχέσεων Άγκυρας-Ουάσινγκτον, παρά τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει ο Ερντογάν.
Ο Ερντογάν στον πρώτο γύρο δεν επικράτησε μόνος. Τον επέλεξε το τουρκικό βαθύ κράτος, το οποίο αποφάσισε πως πρέπει να συνεχίσει με αυτόν. Το υψηλό ποσοστό του δεν αμφισβητήθηκε επισήμως, αλλά τα ερωτήματα που εμφανίστηκαν στα ΜΜΕ παραπέμπουν σε μια εκτεταμένη νοθεία. Τις διαστάσεις της δεν θα τις μάθουμε, προς το παρόν τουλάχιστον. Ούτε πόσο επηρέασαν το αποτέλεσμα. Αλλά ο Τούρκος δημοσιογράφος Μουράτ Γιετκίν ευλόγως αναρωτήθηκε γιατί ο αριθμός των ψηφοφόρων ήταν 6,7 εκατ. μεγαλύτερος από τον πληθυσμό της χώρας.
Για την Ελλάδα το ζήτημα δεν εστιάζεται εκεί. Ενδεχομένως με την αντιπολίτευση της Τουρκίας να αντιμετώπιζε μεγαλύτερα προβλήματα και πιέσεις.
Ο Τούρκος πρόεδρος βοηθήθηκε στην προεκλογική του εκστρατεία από τον Πούτιν, ο οποίος μετέθεσε πληρωμές που έπρεπε να γίνουν, και έδειξε το ενδιαφέρον του για την επικράτηση του νυν προέδρου με διάφορους τρόπους. Συνεπώς, η τουρκική πολιτική δεν θα αποκλίνει από τη μέχρι τώρα αντιμετώπιση της Ρωσίας. Και αυτό για τη Δύση αποτελεί πρόβλημα.
Ο Ερντογάν όμως θα βρεθεί αντιμέτωπος με βαθιά οικονομική κρίση αμέσως μόλις ξεκινήσει η νέα (κατά τα φαινόμενα) προεδρική θητεία του. Τα χρήματα που θα χρειαστεί δεν μπορεί να εξασφαλιστούν από την Ανατολή· θα τα αναζητήσει στη Δύση. Και στην αναζήτηση αυτή η αμερικανική υποστήριξη και συνδρομή θα του είναι αναγκαίες. Άρα, ούτε με αυτή την πλευρά θα θελήσει να έρθει σε περαιτέρω ρήξη.
«Μπίζνες και με τη Δύση και με την Ανατολή» θα είναι το σύνθημα, και αυτό θα τον κρατήσει σε μια ισορροπία μεταξύ των δύο πόλων. Θα επιχειρήσει να συνεχίσει το ρόλο του «Επιτήδειου Ουδέτερου», έναν ρόλο που το τουρκικό βαθύ κράτος τον έχει ενσωματώσει στη συμπεριφορά του.
Ο προσανατολισμός έχει ιδιαίτερη σημασία για τη Δύση, εντούτοις δεν φαίνεται να έχει τα εργαλεία ώστε να τον επηρεάσει. Η αμερικανική πολιτική θα ήθελε να ενθαρρύνει την Τουρκία να διαδραματίσει έναν ρόλο θετικό γι’ αυτήν στον Καύκασο και στον Εύξεινο Πόντο, ιδιαιτέρως μετά την εκδήλωση των στρατιωτικών αδυναμιών της Ρωσίας, όπως αποκαλύφθηκαν από τον πόλεμο στην Ουκρανία – αλλά η Άγκυρα δεν θα κάνει τίποτε χωρίς ανταλλάγματα. Ούτε θα αποδεχθεί ρόλο τον οποίο δεν θα ήθελε να διαδραματίσει.
Στο τραπέζι των ανταλλαγμάτων βρίσκονται προφανώς και οι σχέσεις με την Ελλάδα. Μέχρι ποιου σημείου οι ΗΠΑ και η Ευρώπη είναι διατεθειμένες να πιέσουν την Ελλάδα για παραχωρήσεις; Και ποια μορφή θα έχουν; Και μέχρι ποιου σημείου η Αθήνα μπορεί να υποχωρήσει; Αυτό που αποκαλείται «Πρέσπες του Αιγαίου» μέχρι πού φτάνει;
Την Ουάσινγκτον και τους συμμάχους της τους απασχολούν οι απειλές της Τουρκίας και κατά των ελληνικών νησιών, και κατά των Κούρδων της βόρειας Συρίας, αλλά κυρίως, από άποψη τρέχουσας επικαιρότητας, τους απασχολεί το θέμα της συγκατάθεσης για ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Και πιστεύουν πως στη Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου στη Λιθουανία θα έχουν μια ένδειξη των προθέσεων της Άγκυρας.
Το αντάλλαγμα που διαπραγματεύονται είναι τα F-16, αλλά δεν είναι σίγουροι ότι οι προσπάθειες θα ευοδωθούν. Πάντως, Αμερικανοί και Τούρκοι αναλυτές που εργάζονται στις ΗΠΑ εκτιμούν πως η Σουηδία θα γίνει μέλος του ΝΑΤΟ ανεξαρτήτως των εκλογών της Κυριακής. Πώς;
Εκείνο όμως που ανησυχεί τη Δύση –και μερικούς Έλληνες αναλυτές– είναι η αύξηση της δύναμης των ακραίων εθνικιστών στην Τουρκία, κάτι που δεν προοιωνίζεται ήρεμα νερά. Ήδη Τουρκία και ΗΠΑ έχουν απομακρυνθεί πολύ μεταξύ τους και με την άνοδο των υπερεθνικιστών υπάρχει κίνδυνος να διευρυνθεί το χάσμα. Το ζήτημα είναι κατά πόσο η τάση αυτή επηρεάζει το βαθύ τουρκικό κράτος, διότι εκεί διαμορφώνονται οι κατευθύνσεις της τουρκικής πολιτικής. Είναι οι εθνικιστές που αποτελούν τον εγκληματικό βραχίονα του βαθέως κράτους.
Στις ΗΠΑ δεν είναι αισιόδοξοι ότι θα μπορέσουν να ελέγξουν την Τουρκία, γι’ αυτό στη νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας που διαμορφώνουν αναζητούν συνδυασμούς συνεργασιών στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή, οι οποίοι θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν το ρόλο της Άγκυρας. Οι συνεργασίες που έχουν διαμορφωθεί ως σήμερα (Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ και Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος) δείχνουν να αντέχουν – τουλάχιστον προς το παρόν.
Η προσπάθεια διεύρυνσής τους με Εμιράτα και άλλες χώρες της περιοχής φάνηκε πιο καιροσκοπική, αφού με τις πρώτες αλλαγές οι συνεργασίες αποδομήθηκαν. Η συνεργασία στο πλαίσιο EastMedAct είναι ρευστή χωρίς το ενδιαφέρον για τον αγωγό, ενώ η Ιταλία θεωρεί πως καμιά ενεργειακή συνεργασία δεν μπορεί να επιτευχθεί στην περιοχή χωρίς την Τουρκία. Είναι ευνόητο πως η Ρώμη καθορίζει τη στάση της από την εξέλιξη των σχέσεων της με την Άγκυρα και φροντίζει, όπως είναι λογικό, η σχέση αυτή να είναι καλή.
Και η Γερμανία διατηρεί καλές σχέσεις με την Άγκυρα. Αυτό δεν είναι αρνητικό. Αντιθέτως, μπορεί υπό προϋποθέσεις να αποβεί και ωφέλιμο, αφού ο πρόεδρος της Κύπρου αναζητά από το Βερολίνο μια προσωπικότητα της ΕΕ που θα μπορούσε να ενεργοποιήσει το ενδιαφέρον για το Κυπριακό. Και θέτει ως προϋπόθεση η προσωπικότητα αυτή να έχει καλές σχέσεις με την Τουρκία, για να γίνει αποδεκτή. Δεν αποκλείεται να αναλάβει τον ρόλο αυτό η κ. Μέρκελ.
Ακόμη και η Βουλγαρία, η οποία είχε συμφωνήσει με την Ελλάδα για την προμήθεια φυσικού αερίου από τον TAP, στρέφεται τώρα προς την Τουρκία, προκαλώντας την ενόχληση της Αθήνας.
Η κάθε χώρα προωθεί τα συμφέροντά της και αυτό είναι λογικό. Το ζήτημα είναι αν θα τηρήσουν –και ποια– ισορροπία στις σχέσεις τους με Άγκυρα και Αθήνα, και αν υπάρχει –έστω και άτυπα– κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική.
Η ενίσχυση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων με όπλα τύπου F-35, ή η αποδοχή εκ μέρους των ΗΠΑ της αγοράς Belharra και Rafale, εν μέρει έχουν να κάνουν με την άμυνα της χώρας. Είναι όπλα για ανοιχτές θάλασσες και μεγάλες αποστάσεις και η απόκτησή τους υποδηλοί ανάθεση ρόλου πέραν του συνήθους. Ποιου, δεν είναι ακόμη σαφές.
Το ενεργειακό και η εξόρυξη υδρογονανθράκων από τα αποθέματα της Ανατολικής Μεσογείου απασχολεί τις ΗΠΑ και δεν θέλουν να αφήσουν –ούτε και θα το κάνουν– την Τουρκία εκτός των σχετικών εξελίξεων· αλλά στην πολιτική τους θα πρέπει να αναζητηθεί ένα πειστικό μοντέλο που να συνάδει –ή να φαίνεται πως συνάδει– και με το Διεθνές Δίκαιο, για να μπορέσει να το αποδεχθεί και η Αθήνα και κυρίως για να το κάνει αποδεκτό από την κοινή γνώμη.
Αλλά η Δύση θα έχει να αντιμετωπίσει πιο σύνθετα από τα σημερινά προβλήματα μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία. Οι εξελίξεις στο ουκρανικό μέτωπο θα επιταχυνθούν μετά την αναμενόμενη αντεπίθεση του Κιέβου προς ανακατάληψη εδαφών που απωλέσθηκαν.
Ο Αμερικανός φιλόσοφος Φράνσις Φουκουγιάμα έγραψε πως η ουκρανική αντεπίθεση δεν μπορεί να επιτύχει το όλον των απαιτήσεων του Κιέβου και θα πρέπει να περιοριστεί στην ανακατάκτηση εδαφών στην Χερσώνα και τη Ζαπορίζια. Αν αποβεί επιτυχής, θα πρέπει η Ουκρανία να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, λέει ο κ. Φουκουγιάμα, και να υπάρξει μια συμφωνία με τη Ρωσία. Πάντως, αν κρίνει κανείς από αμερικανικές αναλύσεις, πρέπει εντός του 2023 να αρχίσουμε να βλέπουμε το τέλος του ουκρανικού δράματος.
Δεν θα είναι ομαλές, όμως, οι εξελίξεις ούτε εντός του ΝΑΤΟ. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, να τεθούν και ζητήματα αποχωρήσεων –όπως δήλωσε στις 25 Φεβρουαρίου ότι θα κάνει ο κ. Τραμπ αν επανεκλεγεί–, ή πολώσεων εντός της Συμμαχίας.
Στην περιοχή, Μητσοτάκης και Ερντογάν θα είναι το πολιτικό δίδυμο που κατά πάσα πιθανότητα θα χειριστεί τις σχέσεις των δύο χωρών. Οι σεισμοί τούς έφεραν πιο κοντά. Θα δούμε αν υπάρχει πεδίο συνεννόησης.