Στα χαρτιά ήταν γραμμένη ως Κυβέλη Αδριανού, αλλά αυτό ήταν το επίθετο της οικογένειας που την υιοθέτησε. Έγινε πασίγνωστη όμως με το μικρό της όνομα, κάτι που για πολλούς δεν σήμαινε έπαρση, αλλά απίστευτη μοναξιά.
Όποια και αν ήταν η εξήγηση, η Κυβέλη ήταν πρωτίστως μια μεγάλη ηθοποιός, με ζωή μυθιστορηματική ήδη από τη γέννησή της. Το άστρο της έσβησε σαν σήμερα, το 1978, στα 90 της.
Το κοριτσάκι με το κόσμημα στο λαιμό
Για τη χρονολογία, την πόλη και τους αληθινούς γονείς της πολλές ιστορίες έχουν ακουστεί. Οι περισσότεροι υποστηρίζουν ότι γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1887, άλλοι πάλι έλεγαν ότι ήταν νόθο παιδί του βασιλιά Γεωργίου του A’.
Τίποτα από αυτά δεν είναι σίγουρο, πέρα από το γεγονός ότι η βιολογική της μητέρα την εγκατέλειψε σε ένα καλάθι, με ένα κόσμημα στο λαιμό με χαραγμένο το όνομά της.
Από εδώ όμως αρχίζουν τα… τσεκαρισμένα αληθινά γεγονότα. Μια φτωχή γυναίκα, η Μαρία Αδριανού, την βρήκε και αποφάσισε να την κρατήσει. Όμως, ο δικηγόρος στον οποίο εργαζόταν την συμβούλευσε να παραδώσει το μωρό στο βρεφοκομείο και στη συνέχεια να το υιοθετήσει νόμιμα, όπως και έγινε.
Η Κυβέλη μεγάλωσε με αγάπη από τους θετούς της γονείς, τη Μαρία και τον τσαγκάρη Αναστάσιο, ενώ με τη βοήθεια της οικογένειας του δικηγόρου (είχαν χάσει το δικό τους παιδί και έβλεπαν στο μικρό κοριτσάκι την ελπίδα), φοίτησε στο Παρθεναγωγείο Χιλ, όπου διακρίθηκε για την εξυπνάδα της. Παρακολούθησε επίσης μαθήματα απαγγελίας και μάλιστα το 1901 βραβεύτηκε για την επίδοσή της.
Το 1901 όμως αποδείχθηκε μια χρονιά ορόσημο στη ζωή της – τι και αν ήταν μόλις 14 ετών. Από παιδί είχε μέσα της «τον διάβολο για το θέατρο» και έτσι ξεκίνησε τη μεγαλειώδη καριέρα της στη «Νέα Σκηνή» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου – από τους σταθμούς του ελληνικού θεάτρου στην ανατολή του 20ού αιώνα. Εκεί τον Σεπτέμβριο η Κυβέλη πήρε το βάπτισμα της σκηνής, ως Ιουλιέτα. Δηλαδή κατευθείαν πρωταγωνίστρια, κάτι που φρέναρε τα όνειρα των γονιών της που ήθελαν να την κάνουν… μοδίστρα.
Και δεν ήταν το μόνο που της συνέβη εκείνη τη χρονιά.
Οι άντρες της ζωής της
Ρωμαίος στην παράσταση ήταν ο Μήτσος Μυράτ, ο οποίος έμελλε να γίνει ο πρώτος της σύζυγος. Εκείνος την ερωτεύτηκε παράφορα, παντρεύτηκαν και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Αλέξανδρο και τη Μιράντα που ακολούθησε το επάγγελμα των γονιών της.
Με τη «Νέα Σκηνή» του Χρηστομάνου η Κυβέλη συνεργάστηκε για 5 χρόνια, μέχρι τη διάλυσή της το 1906. Και εδώ λειτούργησε το κάρμα – ή η μοίρα, αν θέλετε. Λίγο προτού ανοίξει ένας νέος επαγγελματικός κύκλος, γνώρισε τον όμορφο και γοητευτικό Κώστα Θεοδωρίδη.
Για χάρη του εγκατέλειψε παιδιά και σύζυγο και έφυγε στο Παρίσι, για να ζήσει τον έρωτα. Φυσικά ο Τύπος της εποχής την «χτύπησε» ανελέητα, ως μοιχαλίδα.
Όμως εκείνη δεν το έβαλε κάτω.
Το καλοκαίρι του 1907 έκανε ντεμπούτο ως θιασάρχης, με τη Νόρα του Ίψεν. Παράλληλα, παντρεύτηκε τον Θεοδωρίδη και απέκτησε μαζί του μια κόρη, την Αλίκη, η όποια επίσης ακολούθησε τον δρόμο του θεάτρου.
Ο Μυράτ ήταν φυσικά απαρηγόρητος, όμως παντρεύτηκε την αδελφή της αντίπαλου της Κυβέλης, τη Χρυσούλα Κοτοπούλη. (Γιατί το… έργο έχει και Μαρίκα Κοτοπούλη.)
Και εδώ υπάρχει ένας μύθος: Λέγεται ότι ο Μυράτ είχε προειδοποιήσει τον Θεοδωρίδη για τη σύζυγό του, ότι θα τον πληρώσει με το ίδιο νόμισμα. Και δικαιώθηκε.
Το τρίτο στεφάνι και η Ροζίτα Σεράνο
Όταν η Κυβέλη βρισκόταν σε περιοδεία στη Χίο γνώρισε τον Γεώργιο Παπανδρέου. Όλα ξεκίνησαν από ένα λογοκριμένο έργο του Παντελή Χορν που σκόπευε να ανεβάσει ο θίασος της. Η Κυβέλη πήγε να διαμαρτυρηθεί στον γενικό διοικητή του νησιού, τον μετέπειτα πρωθυπουργό της Ελλάδας, που τότε ήταν παντρεμένος με τη Σοφία Μινέκο, μητέρα του Ανδρέα Παπανδρέου. Και προέκυψε έρωτας.
«Αν δεν είχα συναντήσει τον Γιώργη, δεν θα είχα μάθει ποτέ τι πράγμα είναι ο έρωτας», ομολογούσε.
Η παράνομη σχέση τους κράτησε αρκετά χρόνια. Αν και είχαν αποκτήσει τον γιο τους Γιώργο Παπανδρέου –στον οποίο η Κυβέλη είχε παθολογική αδυναμία–, άργησαν να παντρευτούν.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν ήθελε τη γυναίκα του στη σκηνή. Εκείνη αποσύρθηκε για 15 χρόνια, από το 1934 έως το 1949, με μια μικρή διακοπή το 1941, για να παίξει σε έργο της κόρης της Μιράντας. Ακολούθησε την πορεία μέχρι την πρωθυπουργία – φυγαδεύτηκε, μάλιστα, στη Μέση Ανατολή για να είναι κοντά του.
Οι περιπέτειες της υγείας του αγαπημένου της γιου την οδήγησαν σε πολλά ταξίδια στην Ευρώπη και την Αμερική. Ο έρωτας με τον Παπανδρέου έφτασε σε τέλμα και από το 1949 ήταν δύο ξένοι. Δεν πήραν ποτέ διαζύγιο, αλλά παρέμειναν σε διάσταση. Ενώ βρισκόταν στις ΗΠΑ, του ζήτησε τηλεγράφημά της να φύγει από το σπίτι. Ο Παπανδρέου στη διαθήκη του την κατήγγειλε για εγκατάλειψη της συζυγικής στέγης με τη θέλησή της.
Φημολογείται ότι εκείνος την είχε αφήσει για κάποια άλλη, και συγκεκριμένα για τη Ροζίτα Σεράνο, μια τραγουδίστρια από τη Χιλή. Πάντως στην κηδεία του που έγινε στις 3 Νοεμβρίου 1968 –και που στην ουσία ήταν η πρώτη μαζική αντιστασιακή πράξη στη δικτατορία– η Κυβέλη με τον γιο τους ήταν εκεί.
Κεφάλαιο «Μαρίκα Κοτοπούλη»
Οι κόντρες είναι χαρακτηριστικό της φυλής μας. Ακόμα και οι καλλιτεχνικές. Και στην περίπτωση της Κυβέλη με τη Μαρίκα Κοτοπούλη είχαμε τρελή κόντρα.
Σχεδόν συνομήλικες, αναδύθηκαν και οι δύο νεότατες ως μεγάλα ταλέντα και μέχρι την την ίδρυση του «Ελεύθερου Θεάτρου», το 1932, έφτασαν στα όρια του… θεατρικού εμφυλίου.
Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους δύο θιάσους για τις μεγάλες επιτυχίες του γαλλικού μπουλβάρ ή της ιταλικής σκηνής ήταν ανελέητος, καθώς ήταν αναγκασμένοι να ανεβάζουν ένα με δύο καινούργια έργα την εβδομάδα. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που έχει αναφέρει ο Σπύρος Μελάς, ότι μέχρι και ελληνικό αντιτορπιλικό επιστρατεύτηκε για ένα από τα έργα του Ντάριο Νικοντέμι που παιζόταν στη Ρώμη.
Έτσι, ήδη από το καλοκαίρι του 1911 υπήρχαν παράλληλες πρεμιέρες. Ενδεικτικά, οι δύο θίασοι ανέβαζαν ταυτοχρόνως την κωμωδία των Εννεκέν και Ναγιάκ Ο Μπεμπές, ενώ το ίδιο συνέβη με το Νανά του Ζολά έναν χρόνο αργότερα, στις 8 Μαΐου 1912, αλλά και με την Κυρία με τις Καμέλιες, που έκανε πρεμιέρα από τους δύο θιάσους με διαφορά δύο μόλις ημερών, και πάλι τον Μάιο του 1912.
Αλλά και οι Έλληνες θεατρικοί συγγραφείς βρέθηκαν στο στόχαστρο των δύο πρωταγωνιστριών. Ο θρίαμβος της Φωτεινής Σάντρη του Ξενόπουλου από την Κυβέλη, πυροδότησε έναν πραγματικό αγώνα δρόμου για την παραγγελία νέων ελληνικών έργων με επίκεντρο αρχικά τους Γρηγόρη Ξενόπουλο και Σπύρο Μελά.
Ο κοινός θίασος Κυβέλης-Κοτοπούλη ξεκίνησε το 1932, ενώ την επόμενη χρονιά συνυπήρξαν κινηματογραφικά στο φιλμ Κακός Δρόμος, τη διασκευή της ομότιτλης νουβέλας του Ξενόπουλου. Το έργο πάντως θεωρήθηκε πολύ τολμηρό για την εποχή του και πάτωσε εμπορικά.
Πάντως η συνεργασία τους συνεχίστηκε και το 1934 που η Κυβέλη εγκατέλειψε το θέατρο.
Όσον αφορά τον κινηματογράφο, ευτυχώς το 1956 που γύρισε Την άγνωστο σε σκηνοθεσία του Ορέστη Λάσκου, και υπάρχει έστω και μια ταινία για να γνωρίσει η νέα γενιά το μεγαλείο της.
Σπύρος Δευτεραίος