Οι βουλευτικές και προεδρικές εκλογές της 14ης Μαΐου, αλλά και ο δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών της 28ης Μαΐου 2023, είναι μια επιχείρηση επανασχεδιασμού του πολιτικού σκηνικού στην Τουρκία.
Όπως γράψαμε στο προηγούμενο άρθρο μας, εάν την προηγούμενη Κυριακή είχε κερδίσει ο Κιλιτσντάρογλου θα είχαμε έναν πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας που για να εκλεγεί αναγκάστηκε να στηριχτεί στις ψήφους των Κούρδων πολιτών και μια κυβέρνηση που για να περάσει έναν νόμο από το Κοινοβούλιο θα έπρεπε να έχει τη στήριξη των Κούρδων βουλευτών. Αυτό, εκτός του ότι είναι απαράδεκτο, θα ήταν και επικίνδυνο.
Γι’ αυτό το τουρκικό κράτος θα προσπαθήσει να λάβει τέτοια μέτρα ούτως ώστε από τούδε και στο εξής οι Κούρδοι να μην μπορούν να έχουν ρυθμιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της Τουρκίας.
Ήδη ο Ερντογάν εξήγγειλε τροποποίηση του Συντάγματος, ώστε ο πρόεδρος να εκλέγεται με ποσοστό μικρότερο του 50+1%, δηλαδή με ποσοστό που δεν θα επιτρέπει στους Κούρδους να εκλέγουν πρόεδρο. Το τουρκικό κράτος για να τους αφαιρέσει το ρόλο του ρυθμιστικού παράγοντα, θα πρέπει να τον «αναθέσει» σε υπάκουα πολιτικά κόμματα, δηλαδή στους εθνικιστές.
Στις εκλογές αυτές τα εθνικιστικά κόμματα έλαβαν ποσοστό που ξεπερνά του 25%, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν εθνικιστές στα άλλα κόμματα, πλην του Κόμματος της Πράσινης Αριστεράς, που εκφράζει κυρίως τους Κούρδους.
Τα εθνικιστικά κόμματα –Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ), Καλό Κόμμα (ΙΥΙ PARTI) και Κόμμα της Νίκης (Zafer Partisi)– είναι στελεχωμένα με άτομα που έχουν στενές σχέσεις με την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών της Τουρκίας (ΜΙΤ), ενώ έχουν ισχυρότατους δεσμούς με το αστυνομικό σώμα, τη στρατοχωροφυλακή και τις ένοπλες δυνάμεις. Μάλιστα κυκλοφορεί ευρέως στην Τουρκία ότι ο ηγέτης του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης, Ντεβλέτ Μπαχτσελί είναι ο ίδιος στέλεχος της ΜΙΤ.
Όμως, εκτός από τα κόμματα αυτά που είναι κανονικά όργανα του τουρκικού βαθέος κράτους, υπάρχουν πολιτικοί που έχουν διεισδύσει στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) και στο Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (CHP)· αυτοί λειτουργούν ως δούρειοι ίπποι.
Για παράδειγμα, τις τελευταίες ημέρες –μετά τις εκλογές– το κόμμα του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου (CHP) συνταράσσεται από τις αποκαλύψεις που αφορούν τον βουλευτή Τουντάζι Οζκάν, ο οποίος –εκτός από επικεφαλής Επικοινωνίας και Προβολής του κόμματος–, παρουσιάζεται ως ο πραγματικός ιδιοκτήτης του Πρακτορείου Ειδήσεων ΑΝΚΑ. Σε αυτό εμπιστεύθηκε το CHP την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων το βράδυ των εκλογών, ως εναλλακτική πηγή ενημέρωσης του απολύτως ελεγχόμενου από το κράτος και την κυβέρνηση πρακτορείου Anadolu. Οι αποκαλύψεις αφορούν τις στενές σχέσεις του Οζκάν με τις μυστικές υπηρεσίες και την παρέμβαση του κύκλου Ερντογάν σε δικαστήριο, με απόφαση του οποίου το ΑΝΚΑ κέρδισε 96 εκατομμύρια δολάρια.
Επίσης, την επομένη των εκλογών παραιτήθηκε ο Ονουρσάλ Αντίγκιουζέλ από τη θέση του βοηθού επικεφαλής Επικοινωνίας και Τεχνολογίας του CHP, μετά από βαρύτατες κατηγορίες σε βάρος του, με πιο βαριά αυτήν του δούρειου ίππου.
Μέσα σ’ αυτό το βαρύ κλίμα, με δούρειους ίππους στο κόμμα του, με δούρειους ίππους στην Εθνική Συμμαχία των έξι κομμάτων που τον στηρίζουν –με κορυφαίο το Καλό Κόμμα της Μεράλ Ακσενέρ–, ο Κιλιτσντάρογλου καλείται να οργανώσει τον αγώνα του μέχρι τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών.
Ενώ επικρατεί αυτό το κλίμα και ενώ το βαθύ κράτος έχει ήδη κάνει την επιλογή του, να συνεχίσει με τον Ερντογάν, ο Κιλιτσντάρογλου αντί να συναντηθεί με τον Σινάν Ογάν που συγκέντρωσε το 5,1% των ψήφων στον πρώτο γύρο, συναντήθηκε με τον πρόεδρο ενός από τα τρία κόμματα που αποτελούν τη Συμμαχία ΑΤΑ, τον Ουμίτ Οζντάγ του Κόμματος της Νίκης (Zafer Partisi). Η συνάντηση δεν είχε κανένα αποτέλεσμα.
Την ίδια στιγμή, ο Σινάν Ογάν επισκέφθηκε τον Ταγίπ Ερντογάν, χωρίς να γίνει καμία δήλωση και από τους δύο μετά τη συνάντησή τους.
Η κατάσταση είναι εμφανής. Ο Κιλιτσντάρογλου, στριμωγμένος στα δόντια της μυλόπετρας του βαθέος κράτους, ζητάει τις ψήφους των ακροδεξιών εθνικιστών που ανέρχονται στο 5%, κινδυνεύοντας να χάσει το 11% που είναι οι ψήφοι των Κούρδων και των αριστερών.
Είναι προφανές ότι το κράτος έχει αποφασίσει να περιθωριοποιήσει πολιτικά τους Κούρδους, για να συνεχίσει το «φιλόδοξο» έργο της αφομοίωσης και του εκτουρκισμού τους.
Το τουρκικό κράτος, αυτό το φασιστικό-ρατιστικό μόρφωμα, του οποίου οι μηχανισμοί προηγουμένως είχαν ολοκληρώσει τις γεονοκτονίες Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων, μετά το 1923, με την μορφή της Τουρκικής Δημοκρατίας, ακολουθεί την ίδια γενοκτόνο πολιτική, που έχει στόχο να ομογενοποιήσει όλους τους λαούς της Ανατολίας.
Αυτός είναι ο κεντρικός στόχος και με βάση το στόχο αυτόν παρεμβαίνει διαχρονικά και κάνει τον απαραίτητο «σχεδιασμό» στο πολιτικό σκηνικό της Τουρκίας – όποτε ο σχεδιασμός δεν απέδιδε είχαμε τα πραξικοπήματα.
Τώρα λοιπόν είμαστε μπροστά σε μια επιχείρηση ανασχεδιασμού του πολιτικού σκηνικού στην Τουρκία: Ενισχύουμε τα εθνικιστικά κόμματα που ελέγχονται απολύτως από τα βαθύ κράτος, διατηρούμε τους δούρειους ίππους στα άλλα κόμματα και περιθωριοποιούμε το κόμμα των Κούρδων.
Θα κερδίσει λοιπόν ο Ερντογάν, αλλά τα νήματα θα τα κρατάει το βαθύ κράτος.