Ο Ερντογάν αποδείχθηκε ανθεκτικός, παρά τις καταγγελίες για νοθεία στις εκλογές και για έλεγχο του προεκλογικού κλίματος από τα προσκείμενα σε αυτόν μέσα ενημέρωσης, και το κράτος. Ατασθαλίες, και νοθείες, θα έγιναν, όμως και η διαφορά είναι μεγάλη.
Και στην Τουρκία οι «ειδικοί» και οι δημοσκόποι διαψεύσθηκαν για άλλη μια φορά.
Οι πρώτοι, αν δεν θελήσουμε να τους καταλογίσουμε ελλιπή ικανότητα ανάλυσης, πρέπει να έκαναν την επιθυμία τους πραγματικότητα και να εκτίμησαν λανθασμένα. Εκτός και αν τόσο οι «ειδικοί» όσο και οι δημοσκόποι θέλησαν με τις εκτιμήσεις και τις αναλύσεις τους να επηρεάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα. Τότε πριονίζουν το κλαδί στο οποίο κάθονται. Η απαξίωσή τους θα τους περιθωριοποιήσει. Το φαινόμενο δεν εστιάζεται μόνο στην Τουρκία και γι’ αυτό είναι κρίμα να απαξιώνεται μια μέθοδος πρόβλεψης που θα μπορούσε να προσφέρει πολλές υπηρεσίες.
Ο Ερντογάν είναι το φαβορί να κερδίσει τον δεύτερο γύρο των εκλογών. Απέχει μισή μονάδα από το 50% που απαιτείται και η διαφορά του από τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου είναι 5 μονάδες. Σημαντική. Αν υπολογιστεί και το ότι ο τρίτος υποψήφιος Σινάν Ογάν –ο οποίος ενέγραψε υποθήκες να αναλάβει την ηγεσία του MHP–, συγκέντρωσε κυρίως εθνικιστικές ψήφους, η λογική ανάλυση του δίνει περισσότερες πιθανότητες.
Στη Δύση, αλλά και στην Ελλάδα, η Τουρκία αναλύεται με προσλήψεις που ερμηνεύονται με δυτικά δεδομένα. Είναι όμως μια πολύ διαφορετική χώρα από την εικόνα που έχουμε σχηματίσει. Γι’ αυτό και οι δυτικές αναλύσεις είναι συνήθως λανθασμένες. Η Τουρκία δεν είναι διαιρεμένη στα δύο. Δεν υπάρχουν δύο Τουρκίες. Υπάρχουν πολλές Τουρκίες.
Η συνθετότητα και η πολυπλοκότητά τους παραπέμπει –αν εξαιρέσει κανείς τη θρησκεία που είναι σημαντική παράμετρος– στο Βυζάντιο. Την πολιτική, τη συμπεριφορά, την εθνοτική πολυπλοκότητα, τη διπλωματία, τις μεθόδους τακτικής και στρατηγικής του Βυζαντίου τις κληρονόμησε η Τουρκία. Το νεοελληνικό κράτος κράτησε μόνο την Ορθοδοξία. Αλλά το Βυζάντιο ήταν Ορθοδοξία αλλά δεν ήταν μόνο Ορθοδοξία. Την βυζαντινή πολιτική –και σήμερα την τουρκική– την κατανοεί καλύτερα η μικρή κοινότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι χειρισμοί του οποίου πολλές φορές παρερμηνεύονται από το νεοελληνικό κράτος και την κοινωνία που το συγκροτεί. Όταν στην Αθήνα και στην ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να κατανοηθούν οι βυζαντινοί ελιγμοί του Πατριαρχείου, ας μην περιμένουμε να κατανοηθεί η Τουρκία. Από έκπληξη σε έκπληξη θα οδηγούμαστε.
Εκείνο που μπορεί με βεβαιότητα να εκτιμηθεί για την Τουρκία είναι ότι ο οθωμανισμός ως πίστη και ιδεολογία είναι πλειοψηφικός στην κοινωνία της. Δεν είναι κεμαλική και κοσμική, η πλειονότητά της είναι οθωμανικών αντιλήψεων και εθνικιστικών. Το τουρκικό κράτος επειδή είχε συνείδηση ότι αποτελείται από πληθώρα λαοτήτων φρόντισε –και συνεχίζει να το κάνει– να εκπαιδεύει στο σχολείο και να αναπαράγει με τους μηχανισμούς του τους πολίτες του στη βάση εθνικιστικών αντιλήψεων. Το κυρίαρχο σύνθημα είναι «τι ευτυχία να είσαι Τούρκος».
Σ’ αυτή την αντίληψη προστίθεται και ο ισλαμισμός, και έτσι διαμορφώνεται μια ένωση (όχι μίγμα) που συγκροτεί τον ψυχισμό της πλειοψηφίας των Τούρκων. Η άλλη μεγάλη πληθυσμιακή ομάδα είναι οι κοσμικοί κεμαλιστές, οι οποίοι διακρίνονται επίσης από έναν εθνικισμό. Ο κεμαλισμός είναι που καλλιέργησε την ιδέα του τουρκισμού.
Η κοινωνική σύνθεση και η πολιτική αντανάκλασή της είναι πολύ πιο σύνθετη από τις δύο αυτές καταγραφές, αλλά στην πλειοψηφία των Τούρκων η ταυτότητα, η περηφάνεια και η πίστη είναι σημαντικότερα από το τι έχουν στο πορτοφόλι τους. Και αυτά τα καλλιέργησε και τα εξέφρασε καλύτερα από όλους ο Ερντογάν.
Ο Ερντογάν έχει καταλάβει και διαχειρίζεται τη βαθιά τουρκική ψυχή. Η Δύση (και μέσα στη Δύση περιλαμβάνεται και η Ελλάδα) δεν έχουν καταλάβει με ποιον λαό έχουν να κάνουν. Ειδικά στην Ελλάδα, αν δεν συλληφθεί και δεν αναλυθεί η πολυπλοκότητα της τουρκικής κοινωνίας και οι επιλογές του τουρκικού κράτους που είναι διαχρονικές και διακομματικές, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η γειτονική χώρα.
Τι θα κάνει, λοιπόν, ο Ερντογάν αν –όπως φαίνεται– κερδίσει τις εκλογές στις 28 Μαΐου; (Σημειωτέον ότι ο εκλογικός συνασπισμός του κέρδισε την πλειοψηφία των εδρών στη Βουλή, γεγονός που λειτουργεί επίσηςω θετικά για την εκλογή του.)
Στις δυτικές αναλύσεις –και στις ελληνικές– διατυπώνεται η άποψη πως ο Ερντογάν θα γίνει πιο αυταρχικός (υπάρχουν και άλλα περιθώρια;), και θα οδηγήσει τη χώρα προς την Ανατολή.
Σε χώρες που κυριαρχούν στην Ανατολή και αναδύονται ως δυνάμεις ή και υπερδυνάμεις στο νέο πολυπολικό κόσμο, υπάρχουν σημαντικές διεργασίες οι οποίες πράγματι μπορεί να αλλάξουν το διεθνές περιβάλλον. Αλλά η Τουρκία δεν θα γύρει προς καμιά πλευρά. Θα συνεχίζει να παίζει το ρόλο του Επιτήδειου Ουδέτερου, ρόλο που της προσδίδει με αποτελεσματικότητα η γεωγραφική της θέση – και το έχει συνειδητοποιήσει το τουρκικό κράτος. Θα ισορροπεί μεταξύ Δύσης και Ανατολής και θα προσκομίζει οφέλη και από τις δύο πλευρές.
Αυτή η τουρκική ισορροπία δυσκολεύει την πολιτική της Αθήνας. Δεν μπορεί να την παρακολουθήσει διότι είναι ευέλικτη και έχει μέσα της χαοτικά χαρακτηριστικά. Χάος όμως που στο τέλος παράγει τάξη. Αυτό είναι το δύσκολο ζητούμενο για την Αθήνα. (Το χάος να διαβαστεί με την επιστημονική του έννοια.)
Η μετεκλογική Τουρκία θα προσδιοριστεί από ένα δεδομένο που θα διαδραματίσει κυρίαρχο ρόλο στις επιλογές του Ερντογάν: την οικονομία. Χρειάζεται άμεσα ζεστό χρήμα και πρέπει να αντιμετωπίσει και τις συνέπειες των σεισμών. Τα χρήματα αυτά δεν μπορεί να της τα δώσει –και δεν θα τα δώσει– η Ανατολή. Και είναι πάρα πολλά να αναζητηθούν μόνο από αραβικές πηγές. Θα απευθυνθεί στη Δύση, η οποία επίσης διέρχεται κρίση χρέους και οικονομική κρίση, αλλά έχει δυνατότητες να διαχειριστεί το οικονομικό πρόβλημα της Τουρκίας.
Η ελληνική ανάγνωση της μετεκλογικής Τουρκίας πρέπει να γίνει συντηρητικά. Δεν πρέπει να υπάρχει προσδοκία επίλυσης των ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Η Αθήνα πρέπει να εγκαταλείψει τις ψευδαισθήσεις της ότι η Άγκυρα θα αρχίσει συνομιλίες μόνο για τις θαλάσσιες ζώνες. Η Τουρκία θα θέσει το σύνολο των ζητημάτων που έχει εγείρει κατά της Ελλάδας. Ακόμη και θέματα κυριαρχίας. Εκτός και αν τα πολιτικά κόμματα που έχουν συγκλίνει στην προσέγγιση των θαλάσσιων ζωνών εννοούν –ή υπονοούν– πως καθώς θα εξελίσσεται αυτή η συζήτηση θα τεθούν και θα συζητηθούν όλες οι τουρκικές απαιτήσεις. Από τεχνικής απόψεως είναι δυνατό. Από πολιτικής, το θέλει η Αθήνα; Επισήμως λέει όχι. Θα δούμε.
Η δυτική πρόσληψη της μετεκλογικής Τουρκίας θα είναι διαφορετική στις Βρυξέλλες και την Ουάσινγκτον. Ίσως θα είναι διαφορετική και στις πρωτεύουσες των ευρωπαϊκών χωρών.
Το Βερολίνο έχει μια παραδοσιακά φιλική πολιτική προς την Άγκυρα, η οποία διαμορφώθηκε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Μπορεί η σημερινή γερμανική κυβέρνηση να είναι ενοχλημένη από ορισμένες όψεις της πολιτικής του Ερντογάν, αλλά το αποτύπωμα που διαμόρφωσε τις σχέσεις τους παραμένει αναλλοίωτο. Στο Παρίσι θεωρούν πως η Τουρκία του Ερντογάν προσπαθεί να υποκαταστήσει το ρόλο της Γαλλίας σε ορισμένες πτυχές του διεθνούς περιβάλλοντος, και αυτό τους ενοχλεί. Μπορεί η γαλλική αυτή ενόχληση να εκδηλωθεί και ως δημόσια διαφωνία, ή και αντιπαράθεση, με την μετεκλογική Τουρκία του Ερντογάν, αλλά το 1922 πρέπει να είναι οδηγός για την ελληνική πολιτική. Η Γαλλία αν ικανοποιήσει τις πολιτικές επιδιώξεις της σε σχέση με την Τουρκία μπορεί να εγκαταλείψει τις δεσμεύσεις της.
Η Ρώμη έχει διαχρονικά μια πολιτική αποκλίνουσα της Αθήνας. Και σήμερα, αν την εξετάσει κανείς προσεκτικά (π.χ. Λιβύη), συνεννοείται περισσότερο με την Άγκυρα.
Το στήριγμα της Αθήνας είναι η Ουάσινγκτον, η πολιτική της οποίας είναι μια διευθέτηση των εκκρεμοτήτων στην Ανατολική Μεσόγειο και η διατήρηση της Τουρκίας στη Δύση.
Οι εκκρεμότητες, όμως, όπως έχουν τεθεί από την Τουρκία αμφισβητούν ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.
Είναι αυτό το σύνθετο περιβάλλον που οδηγεί πολλούς αναλυτές στην εκτίμηση ότι πρέπει να αναμένονται οι «Πρέσπες του Αιγαίου».