19 Μαΐου 1919. Μια ημερομηνία, που αν και επιλεγμένη συμβολικά, είναι τόσο φορτισμένη που προκαλεί πόνο όχι μόνο στην ψυχή αλλά και στο σώμα. Ένας εφιάλτης από το χθες που στοιχειώνει το σήμερα. Μια ημερομηνία που θυμίζει σε κάθε Έλληνα, σε τούτη τη γη, πόσο βίαια άλλαξε η ανθρωπογεωγραφία του Πόντου, όταν ολόκληρα ελληνικά χωριά χάθηκαν τόσο ξαφνικά, σαν μην υπήρξαν ποτέ, ενώ την ίδια ώρα οι περιουσίες των Ελλήνων που δολοφονήθηκαν ή εκτοπίστηκαν πέρασαν στους συνεργάτες των φονιάδων.
104 χρόνια μετά την αποβίβαση του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα, ημέρα ορόσημο για την έναρξη της δεύτερης και σκληρότερης φάσης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, δεν υπάρχουν αμφιβολίες για το τι έγινε τότε, από ποιον και γιατί.
Στόχος, προσεκτικά σχεδιασμένος, η εξόντωση κάθε ελληνικού και χριστιανικού στοιχείου από τα ιερά χώματα της πατρίδας. Τα εργαλεία της Γενοκτονίας γνωστά και χρησιμοποιημένα από τους ηθικούς και φυσικούς αυτουργούς της. Οι Έλληνες που επέζησαν των επιθέσεων από τους παραστρατιωτικούς, δεν συμβιβάστηκαν και δεν αλλαξοπίστησαν αναγκάστηκαν να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς, από τα παράλια προς την ενδοχώρα της Ανατολίας. Στα τάγματα καταναγκαστικής εργασίας εξαφανίστηκαν γενιές και γενιές Ποντίων.
Το προσχεδιασμένο έγκλημα των Νεότουρκων και των κεμαλικών απέδωσε καρπούς, αφού μέχρι τον Μάρτιο του 1924, 353.000 Έλληνες του Πόντου έχασαν τη ζωή τους και άλλοι τόσοι εκτοπίστηκαν.
Εκτέλεσαν, κρέμασαν, βίασαν, βασάνισαν και απήγαγαν. Το μαχαίρι δεν έκανε διακρίσεις: Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, νέοι και ηλικιωμένοι σφαγιάζονταν.
Όσο πιο φρικτός ο θάνατός τους τόσο πιο επιτυχημένοι θεωρούνταν οι φονιάδες από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Και οι ανταμοιβές ήταν υψηλές και έκαναν το έργο της καταστροφής ευκολότερο.
Όσοι επέζησαν από το μαχαίρι του Τούρκων Οθωμανών και κατάφεραν να φτάσουν ζωντανοί στην Ελλάδα, μετά την Ανταλλαγή, ήταν σε άθλια κατάσταση. Είχαν να παλέψουν με τις αναμνήσεις και τη σκληρή πραγματικότητα: Μια πατρίδα που τους γύρισε την πλάτη, που άργησε να τους αντιμετωπίσει ως Έλληνες που εκδιώχθηκαν από τα πατρογονικά τους εδάφη και έπρεπε να βοηθηθούν για να επιβιώσουν. Αγνοήθηκαν, λοιδορήθηκαν, μπήκαν στο περιθώριο. Οι νοικοκύρηδες αντιμετωπίστηκαν ως επαίτες. Οι άρχοντες χωρίς την οικονομική τους επιφάνεια, μετατράπηκαν «σ’ ένα τίποτα που ήρθε στην Ελλάδα για να κάνει κακό».
Λίγοι ήταν οι ντόπιοι που είδαν την αλήθεια κατάματα και αγκάλιασαν τους Έλληνες του Πόντου. Οι άνθρωποι είχαν χάσει τους αγαπημένους τους, τα σπίτια και τις περιουσίες τους. Είχαν υποχρεωθεί να αφήσουν πίσω τις ζωές που με τόσο κόπο οι πρόγονοί τους είχαν χτίσει. Θεωρήθηκαν τυχεροί που είχαν επιζήσει αλλά κανείς δεν σκέφτηκε πως είχαν χάσει ένα κομμάτι του εαυτού τους για πάντα. Και όχι μόνο εκείνοι αλλά και οι απόγονοί τους.
Όμως με τη ζωή ποιος μπορεί να τα βάλει; Όσο κι αν οι άνθρωποι προσπαθούν για το καλό ή για το κακό, η ζωή πάντα επιφυλάσσει εκπλήξεις. Ποιος από τους γενοκτόνους μπορούσε τότε να σκεφτεί ότι οι Έλληνες του Πόντου, παρά τα όσα πέρασαν, θα κατάφερναν να επιβιώσουν, να σταθούν στα πόδια τους και να κάνουν και πάλι προκοπή;
Η ποντιακή λαλιά, η Ορθοδοξία, η αγάπη για εκείνους που ξαφνικά και βίαια αποχωρίστηκαν, οι χοροί και η μουσική κράτησαν όρθιους τους Πόντιους.
Κι αυτό παρά τις… φιλότιμες προσπάθειες πολλών να τους λυγίσουν.
Παρά τις μεγάλες αλλαγές στο πώς αντιμετωπίζεται το Ποντιακό Ζήτημα στην Ελλάδα και το εξωτερικό, η υπόθεση της διεθνούς αναγνώρισης της Γενοκτονίας έχει μείνει πίσω. Και αυτό, πλέον, είναι κοινό μυστικό. Τόσο κοινό που στις φετινές εθνικές εκλογές, –γίνονται μόλις δύο μέρες μετά την επίσημη Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, γεγονός που προκάλεσε και αναστάτωση στην πραγματοποίηση των επετειακών εκδηλώσεων– πολλοί ήταν οι υποψήφιοι των πολιτικών κομμάτων οι οποίοι αναφέρθηκαν στο θέμα της διεκδίκησης της διεθνούς αναγνώρισης της Γενοκτονίας. Στην πραγματικότητα όμως, οι πολιτικοί που έχουν ουσιαστικές προτάσεις για το πώς θα προοδεύσει αυτή η υπόθεση, είναι μετρημένοι στα δάχτυλα.
Όμως και ο οργανωμένος ποντιακός χώρος, στο μεγαλύτερο μέρος του, στέκεται αμήχανα ανήμπορος να διεκδικήσει τη δικαίωση των εκατοντάδων χιλιάδων νεκρών Ελλήνων του Πόντου.
Παρόλο που η επιτυχία του αγώνα για διεθνή αναγνώριση αποτελεί καθήκον και υποχρέωση όλων των Ελλήνων και όχι μόνο των Ποντίων, ακόμα απέχουμε πολύ από την απαραίτητη ομόνοια που θα οδηγήσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Εάν εκείνοι που δικαιωματικά ηγούνται του εγχειρήματος δεν βρουν τρόπους επικοινωνίας και συναίνεσης μεταξύ τους, κανένα πολιτικό κόμμα, καμία κυβέρνηση και κανένα ξένο κράτος δεν θα σταθεί αρωγός στις προσπάθειες.
104 χρόνια μετά την έναρξη της δεύτερης φάσης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και ακόμα περιμένουμε η Τουρκία να αναγνωρίσει το έγκλημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μα γιατί να το κάνει; Όσο μπορεί να χρησιμοποιεί σε βάρος μας, την αδυναμία να επιτύχουμε συναίνεση με στόχο την υλοποίηση του ύψιστου χρέους προς τους προγόνους μας, δεν πρόκειται να αναλάβει τις ευθύνες της. Της δίνουμε άλλοθι.
Η διεθνής αναγνώριση της Γενοκτονίας είναι εθνική υπόθεση και οι Έλληνες, Πόντιοι ή όχι, δεν έχουμε δικαίωμα να επιλέγουμε άλλο δρόμο παρά από εκείνον της συνεννόησης. Ήρθε η ώρα να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων.
Διεκδικούμε τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, των Ελλήνων της καθ’ ημάς Ανατολής, των Αρμενίων και των Ασσυρίων. Σήμερα, όχι αύριο!
Πόπη Παπαγεωργίου