Στην περιφέρεια της Τραπεζούντας, όπως και στις περιφέρειες των Σούρμενων, του Όφεως και της Ριζούντας, όλες περιοχές του ανατολικού παράλιου Πόντου, ο ποντιακός ελληνισμός έκανε αισθητή την παρουσία του επί αιώνες.
Οι μαρτυρίες εκείνων των ανθρώπων αναδεικνύουν τη σχέση του ονόματος των οικισμών με το αρχαϊκό σύστημα κοινωνικών εντάξεων του χριστιανικού πληθυσμού του Πόντου με βάση σχέσεις γενών και πατριών.
Παράλληλα, τεκμηριώνουν τη θρησκευτική ταυτότητα του ορθόδοξου χριστιανού πληθυσμού και τους τρόπους καλλιέργειάς της. Επίσης, καταγράφουν τη σύνδεση της ιστορικής μοίρας της περιοχής με τις στρατηγικές στοχεύσεις της Ρωσίας κατά της συγκρούσεις της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά και το πώς προκρίθηκε ο εναλλακτικός δρόμος της εξόδου προς τον Καύκασο αντί της Ελλάδας, όταν η αδήριτη αναγκαιότητα επέβαλε στον ποντιακό ελληνισμό της περιοχής να εγκαταλείψει τις πατρογονικές εστίες.
«Στα τέλη του 1921 άρχισαν να μας εξορίζουν», αναφέρει στη μαρτυρία του ο Γ. Τσαμπεκίδης, από τον οικισμό Κοσμά.
«Μάζεψαν τους άνδρες και τους έστειλαν στα μέρη του Ερζερούμ, στο Τερζίν, στο Χασάν καλέ. Κι εγώ πήγα εξορία, μα το έσκασα και γύρισα στο χωριό. Στα 1922 άρχισε τρομοκρατία από τσέτηδες. Σκοτώθηκαν δύο από τους δικούς μας και δύο από τους δικούς τους.
»Η τρομοκρατία με τους τσέτηδες κράτησε ως τις αρχές του 1923. Τότε ήρθε διαταγή να φύγομε, ούτε καταγράψαμε περιουσίες, ούτε σπίτια, ούτε χωράφια, ούτε μαγαζιά. Τα περισσότερα πράγματα της εκκλησίας μας τα θάψαμε και τ’ αφήσαμε. Ύστερα τα βρήκανε οι Τούρκοι και τα σπάσανε. Πόσα πράγματα δεν πήρανε οι Τούρκοι από τα γύρω χωριά! Είχαμε μερικούς που ήταν πολύ άγριοι. Έναν Επιτάφιο φέραμε μαζί μας μόνο».