Χτισμένη αμφιθεατρικά στους πρόποδες υψώματος που φτάνει έως την παραλία, στις αρχές του 20ού αιώνα, η πόλη της Σαμψούντας έφτασε να συγκεντρώνει την περίοδο πριν από την Ανταλλαγή γύρω στους 25.000-30.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι 17.000 ήταν Έλληνες και οι 2.000-3.000 ήταν Αρμένιοι.
Από έναν οικισμό στην περιοχή της Σαμψούντας καταγόταν ο Χρ. Κυριακίδης, ο οποίος ανέφερε στη μαρτυρία του¹:
«Στα 1920 έκαψαν το χωριό μας. Δεν άφησαν τίποτα όρθιο. Άλλο δεν είχαμε σπίτια. Ανεβήκαμε στο βουνό. Μες στα χιόνια ζήσαμε. Επειδή ήμασταν σιμά στην πολιτεία μάς έκαψαν. Οι Τούρκοι γείτονες μας κατέδιναν. Πήγαιναν μπροστά από τον τουρκικό στρατό και κατέδιναν πού κρυβόμαστε.
»Εξορία πήγαν οι μισοί. Όσους βρήκαν, αυτούς έστειλαν. Οι περισσότεροι πέθαναν στην εξορία. Όσοι ήταν στα βουνά αυτοί γλίτωσαν και ήρθαν στην Ελλάδα.
»[…] Το ένα παιδί μου, από την πρώτη μου γυναίκα, είχε περιπέτειες. Κορίτσι είναι. Μόλις έγινε δύο χρονώ, στα 1920, πέθανε η μητέρα του. Έμεινε μόνο μαζί μου στο βουνό. Τι να το κάνω; Κάποιος άντρας 25 χρονώ πεινούσε και ήθελε να κατέβει στην πόλη να παραδοθεί. Του έδωσα το παιδί μου και του είπα να πάει νύχτα και να τ’ αφήσει σ’ ένα ελληνικό σπίτι κοντά.
»Πήγε και το άφησε. Το πρωί σηκώθηκε μια χήρα και το πήρε. Μετά δύο μέρες το πήγε στο αμερικάνικο ορφανοτροφείο. Ήταν κι ο ανεψιός μου στο ορφανοτροφείο, 10 χρονώ. Το γνώρισε το παιδί μου. Η κυρία του ορφανοτροφείου το ρώτησε:
– Το ξέρες;
– Ναι!
– Πώς το λένε;
– Ελπίδα.
»Έγραψε το όνομά της, Ελπίδα, και την ηλικία της. Ήταν πράγματι βαφτισμένο Ελπίδα.
»Στα 1923 άρχισε ο κόσμος να φεύγει για την Ελλάδα. Εμείς στα βουνά δεν κινηθήκαμε, γιατί νομίσαμε ότι ήταν μπλόφα. Όταν όμως βεβαιωθήκαμε ότι όλος ο κόσμος ο χριστιανικός φεύγει, βγήκαμε από τα δάση και κατεβήκαμε στη Σαμψούντα. Πήραμε το καράβι και ήρθαμε στον Πειραιά […].
»Η κόρη μου γεννήθηκε στα 1918. Στα 1925 που μου την έδωσαν ήταν 7 χρονώ. Τη μεγάλωσα, την πάντρεψα, έκανε και παιδιά».