Οι μαρτυρίες που αφορούν επαρχίες του Μεσόγειου Πόντου χαρτογραφούν τη διασπορά του ποντιακού ελληνισμού στο εσωτερικό και τους ορεινούς όγκους της βόρειας Μικράς Ασίας, καθώς και τις πολύμορφες συναντήσεις του με τα άλλα εθνολογικά και γλωσσικά στοιχεία που απάρτιζαν τον πληθυσμό της περιοχής πριν από τις εθνοτικές εκκαθαρίσεις οι οποίες εξαφάνισαν αυτόν τον εθνολογικό πλουραλισμό.
«Τον Ιούνιο του 1921», αναφέρει μια μαρτυρία από το ορεινό Γαρλίκ, «ήρθανε Τούρκοι και καίγανε τα χωριά στην περιφέρειά μας. Να παραδοθείτε, είπανε, και όλοι, μόλις το μάθαμε, τα παρατήσαμε όλα και φύγαμε. Μέσα σε μια μέρα 13 χωριά μαζί βγήκαμε στο βουνό για να σωθούμε. Ελάχιστοι μείνανε σε κάθε χωριό. Όσοι ήτανε πολύ γέροι και δεν μπορούσανε να μετακινηθούνε και κάτι ανόητοι που δεν θέλανε να εγκαταλείψουνε την περιουσία τους.
»Οι Τούρκοι τους πιάσανε όλους και τους στείλανε εξορία και τα χωριά τους τα κάψανε. Απ’ αυτούς κανένας δεν γύρισε πίσω.
»Εμείς βγήκαμε στα δάση και στα βουνά, στο Ταφσάν Νταγ πήγαμε. Κάναμε πρόχειρα καλύβια για να φυλάξουμε τα γυναικόπαιδα. Εμείς οι άντρες δίναμε μάχες με τον τούρκικο στρατό, κάναμε κι επιδρομές σε τούρκικα χωριά και παίρναμε τρόφιμα.
»Τον Μάρτιο του 1923 ήρθε επιτροπή στη Σαμψούντα και είπανε έγινε Ανταλλαγή, να κατεβούνε όλοι στο λιμάνι, να πάρουνε άδεια, να φύγουνε για την Ελλάδα. Όσοι δεν ήτανε καπετανέοι, κατεβήκανε και φύγανε. Εμείς που είχαμε τα όπλα και μας ξέρανε, φοβηθήκαμε να παρουσιαστούμε. Μείναμε άλλον ένα χρόνο στο βουνό. Δύο δικά μου παιδιά γεννήθηκαν στο βουνό.
»Ύστερα κατεβήκαμε στην παραλία μεταξύ Πάφρας και Σαμψούντας, νοικιάσαμε ένα μοτόρι τούρκικο και μας πήγε στη Ρωσία. Μας έβγαλε στην Κάκρα. Μείναμε 8 μήνες, πήγαμε ύστερα στο Μπατούμ και από κει ήρθαμε με το πλοίο κατευθείαν στον Πειραιά».