Με την ιδιότητα του επιθεωρητή της 9ης Στρατιάς, «για να προστατεύσει τους Έλληνες και τους Αρμένιους που υπέφεραν από τους αντάρτες, και να επιβάλει την τάξη με την έγκριση και την υποστήριξη των Συμμάχων», θεωρείται ότι έφτασε στο λιμάνι της Σαμψούντας ο Μουσταφά Κεμάλ, με εντολή του σουλτάνου.
Για τους Έλληνες του Πόντου, αυτό το ταξίδι από την Κωνσταντινούπολη με το πλοίο «Badirma» σηματοδότησε την έναρξη της πιο σκληρής φάσης της Γενοκτονίας. Για τους Τούρκους, την έναρξη του «απελευθερωτικού πολέμου» που οδήγησε στην ίδρυση της Δημοκρατίας της Τουρκίας το 1924.
Έμπιστους άνδρες είχε δίπλα του ο Μουσταφά Κεμάλ όταν έφτασε στη Σαμψούντα. Ωστόσο, το όνομα που ξεχωρίζει είναι αυτό του Τοπάλ Οσμάν, στον οποίο δέκα ημέρες μετά –κατά τη διάρκεια μυστικής συνάντησης– δόθηκε εντολή να… καθαρίσει το πρόβλημα που ονομάζονταν ελληνισμός του Πόντου. «Το αφήνω στα έμπειρα χέρια σου» φέρεται να του είπε.
Η ήττα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το αντιδυτικό κλίμα και η πεποίθηση ότι ο σουλτάνος ήταν «αιχμάλωτος» είχαν δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για να αναδειχθούν αιμοδιψείς προσωπικότητες σαν αυτή του Οσμάν Φερουντούν Ζαντελέρ. Με αυτό το όνομα γεννήθηκε στην Κερασούντα το 1883 ο άνθρωπος που έμεινε γνωστός ως «ύαινα του Πόντου» και «σφαγέας των Ποντίων». Κατά την επικρατέστερη εκδοχή, το προσωνύμιο Τοπάλ (κουτσός) το απέκτησε λόγω του τραυματισμού του κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων –πολέμησε ως εθελοντής, παρόλο που ο πατέρας του είχε εξαγοράσει τη θητεία του γιου–, από βουλγαρική οβίδα στο δεξί γόνατο, που είχε σαν αποτέλεσμα να κουτσαίνει.
Μέχρι τον (χαριστικό) βαθμό του λοχαγού έφτασε ο Τοπάλ Οσμάν χάρη στις σχέσεις που καλλιέργησε με τον συνταγματάρχη Χατζή Χαμδή βέη, αρχηγό του παραλιακού στρατού, θρησκομανή και φανατικό.
Ουσιαστικά είχε υπό τις εντολές τους Τούρκους ατάκτους, με χαρακτηριστικό μαύρο ντύσιμο – σύμφωνα με κάποιες πηγές στην πλειοψηφία τους ήταν Λαζοί. Εικάζεται ότι το μίσος του προς τους Έλληνες το τροφοδοτούσε το αίσθημα κατωτερότητας που τον διακατείχε, ακόμα και όταν έφτασε να αποτελεί την προσωπική σωματοφυλακή του Μουσταφά Κεμάλ και να έχει στα χέρια του το αξίωμα του δημάρχου της πόλης όπου γεννήθηκε. Αυτοανακηρύχθηκε στις 8 Ιουλίου 1919, έπειτα από τη γενική αμνηστία που έλαβε.
«Ο Οσμάν αγάς, καίτοι αγράμματος και άξεστος, συνεκέντρωνε πολλά προσόντα πολιτικά, προ πάντων εις το να κατωρθώνη να επωφελήται οιασδήποτε ευκαιρίας ή αδυναμίας των αντιπάλων του» έγραψε ο Γ. Κ. Βαλαβάνης στο βιβλίο του Σύγχρονος Γενική Ιστορία του Πόντου.
Τα στρατιωτικά του προσόντα στα πολεμικά μέτωπα (βρέθηκε και στο ρωσικό) δεν θεωρούνταν ιδιαίτερα· η έλλειψη ενσυναίσθησης όμως ήταν, όπως και οι ομάδες των τσετών που συγκροτούσε προς υποστήριξη των τουρκικών μονάδων του στρατού. Ο Γ. Κ. Βαλαβάνης σχολιάζει ότι επέστρεψε στην Κερασούντα «διότι αντελήφθη ότι αι πολεμικαί δάφναι αποκτώνται δυσκολώτερα εις το μέτωπον από εκείνας που κερδίζονται μέσα εις τας πόλεις, εναντίον αόπλων και αμάχων πληθυσμών».
Τα εκτεταμένα δίκτυα ανδρών που συγκρότησε είχαν μεγάλη ακτίνα δράσης και ήταν διαβόητα για τις πιο αδιανόητες πράξεις: δολοφονίες μωρών που εκσφενδονίζονταν σε βράχους, βιασμούς, φωτιές σε εκκλησίες μέσα στις οποίες βρίσκονται ηλικιωμένοι και γυναικόπαιδα. Απ’ όπου περνούσαν οι ομάδες του Τοπάλ Οσμάν δεν έμενε πέτρα πάνω σε πέτρα. Ο ίδιος άλλωστε ήταν μετρ της αγριότητας.
Σε μια από τις μαρτυρίες που έχουν διασωθεί για τον Οσμάν αγά οι συμμορίτες του πήραν εντολή να ρίξουν τους Έλληνες στο καζάνι πλοίου, ο οπλαρχηγός Σάββας Κ. Ασλανίδης έχει περιγράψει τον φοβερό Ιούνιο του 1921 στην περιφέρεια Έρπαα με τον αφηνιασμένο «δαίμονα της Κολάσεως», για τους τσέτες που ήταν από τις διαταγές τους υπάρχει μαρτυρία για το Μπεϊαλάν, ένα από τα εκατοντάδες ελληνικά χωριά που κατέστρεψαν, η Πάφρα επίσης έζησε στιγμές θρήνου και απελπισίας.
«Γιατί γράφεις στην εφημερίδα σου εναντίον μου; Εγώ αγαπώ τους Έλληνες πατριώτες [καρντασλάρ-αδέλφια] και φροντίζω για την ησυχία τους. Τιμωρώ μόνον όσους δεν είναι πιστοί στην οθωμανική πατρίδα. Η κατάσταση στην Κερασούντα είναι ομαλή. Ποτέ άλλωστε δεν ήταν κακή. Λυπούμαι γιατί μερικοί “γκιαούρ” σπεύδουν πάντα χωρίς καμιά αφορμή να καταγγέλλουν ψέματα στους Συμμάχους» είχε πει ο Τοπάλ Οσμάν στον εθνομάρτυρα Νίκο Καπετανίδη, όταν είχε επισκεφθεί τα γραφεία της εφημερίδας Εποχή.
Ενδεικτική της ψυχοσύνθεσής του είναι και η ιστορία της μπάντας της Κερασούντας, η οποία έγινε δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ από τον Νίκο Ασλανίδη. Το σενάριο βασίζεται στο βιβλίο που έγραψε ο Γιάννης Παπαδόπουλος. Ήταν μέλος της φιλαρμονικής ορχήστρας της πόλης, η οποία «επιστρατεύτηκε» από τον Τοπάλ Οσμάν. Οι μουσικοί (13 Έλληνες και 3 Τούρκοι) ήταν αναγκασμένοι να παίζουν τουρκικά εμβατήρια την ώρα που οι τσέτες έσφαζαν, βίαζαν και λήστευαν. Μόλις η ορχήστρα σταμάτησε να είναι… χρήσιμη, τα μέλη της σφαγιάστηκαν – γλίτωσε μόνο ο Γιάννης Παπαδόπουλος, ο οποίος κατάφερε να φτάσει στην Ελλάδα. Δεν έπαιξε ποτέ ξανά μουσική.
Τα γενοκτονικά ένστικτα του Τοπάλ Οσμάν τα έχει περιγράψει ο Αχμέτ Εμίν Γιαλμάν, στο αυτοβιογραφικό Turkey in my time. Ο πολεμικός ανταποκριτής σε εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης τον είχε γνωρίσει προσωπικά και μάλιστα περιγράφει δύο περιστατικά: το ένα είναι με τον 8χρονο γιο «αυτού του βάρβαρου», ο οποίος τον απείλησε με πιστόλι επειδή άργησε να εμφανίσει μια φωτογραφία, και το άλλο είναι με την εκτέλεση ενός Πόντιου οπλαρχηγού στο δημαρχείο της Κερασούντας, την ώρα που στη διπλανή αίθουσα ήταν σε εξέλιξη δεξίωση προς τιμή Βρετανού διπλωμάτη.
Ο αδίστακτος αυτός όμως εγκληματίας δεν αντλούσε ευχαρίστηση μόνο με την αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής. Σύμφωνα με την έρευνα του συγγραφέα Σαΐτ Τσετίνογλου, ήταν υπεύθυνος και για οικονομική γενοκτονία στην Κερασούντα. Περιουσίες Ελλήνων και Αρμενίων σε μια νύχτα άλλαξαν χέρια, η ίδια η οικογένεια του δημάρχου ξαφνικά απέκτησε οικονομικό κύρος και μουσουλμάνοι κάτοικοι της πόλης ευκαιρίες που ούτε καν είχαν ονειρευτεί. «Αυτή την κατάσταση μπορούμε να την αναγνώσουμε ως “το θαύμα του Τοπάλ Οσμάν”. Η Κερασούντα “εθνικοποιήθηκε”» σχολιάζει ο συγγραφέας.
Και όμως από τη μια στιγμή στην άλλη ο Τοπάλ Οσμάν έγινε άνθρωπος με εξουσία, έτσι έγινε και αποδιοπομπαίος τράγος. Η δολοφονία του βουλευτή Τραπεζούντας Σουκρή μπέη ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στην Εθνοσυνέλευση. Παρόλο που ο ίδιος ο Μουσταφά Κεμάλ λέγεται ότι είχε δώσει την εντολή στον Τοπάλ Οσμάν, ο ίδιος τον υπέδειξε ως ένοχο. Πρόβαλε αντίσταση στο απόσπασμα που εστάλη για να τον συλλάβει, παγιδεύτηκε σε σπίτι και εκτελέστηκε τα ξημερώματα 2ας Απριλίου 1923 στην Άγκυρα.
Σήμερα το κενοτάφιο του Τοπάλ Οσμάν βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο του κάστρου της Κερασούντας, καθώς για την πόλη θεωρείται σημαντική προσωπικότητα.