Το σώμα ενόρκων ομοσπονδιακού δικαστηρίου του Μανχάταν έκρινε ένοχο τον Ντόναλντ Τραμπ για τη σεξουαλική κακοποίηση της 79χρονης σήμερα αρθρογράφου Ε. Τζιν Κάρολ, αποδεχόμενο και ότι στη συνέχεια υπήρξε δυσφήμιση του θύματος.
Λιγότερες από τρεις ώρες χρειάστηκαν οι έξι άνδρες και οι τρεις γυναίκες για να καταλήξουν στην ετυμηγορία και να δικαιώσουν την ενάγουσα για την οποία επιδικάστηκε αποζημίωση ύψους 5 εκατ. δολαρίων.
Η πρώτη αντίδραση από τον Ντόναλντ Τραμπ ήρθε με ανάρτηση στην πλατφόρμα Truth Social, την οποία έχουν δημιουργήσει συνεργάτες του. Επανέλαβε ότι «δεν έχει ιδέα ποια είναι αυτή η γυναίκα» και τόνισε ότι πρόκειται για «επαίσχυντη ετυμηγορία». Εκπρόσωπός του ανέφερε ότι θα ασκηθεί έφεση.
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας η Ε. Τζιν Κάρολ, η οποία είχε στήλη συμβουλών στο περιοδικό Elle, κατέθεσε: «Είμαι εδώ επειδή ο Ντόναλντ Τραμπ με βίασε. Και όταν το έγραψα αυτό είπε ψέματα, είπε ότι δεν συνέβη. Είπε ψέματα και έβλαψε το όνομά μου και είμαι εδώ για να προσπαθήσω να πάρω πίσω τη ζωή μου».
Στη μηνυτήρια αναφορά αναφέρει ότι οι δυο τους συναντήθηκαν στο πολυκατάστημα Bergdorf Goodman στα τέλη του 1995 ή στις αρχές του 1996. Νόμος της Νέας Υόρκης έδινε για περιορισμένο χρονικό διάστημα τη δυνατότητα στα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης να προσφύγουν στα δικαστήρια ακόμη και αν έχει παραγραφεί το αδίκημα.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, πάντως, υποστηρίζει ότι «δεν είναι ο τύπος του» και ότι στόχος της είναι να πουλήσει τα απομνημονεύματά της.
Στην κατάθεσή της η Ε. Τζιν Κάρολ είπε ότι τον γνώριζε πριν από τη συνάντηση στο πολυκατάστημα και ότι τον θεωρούσε «ευχάριστο» και «κοινωνικό». Όπως περιέγραψε, εκείνος τη σταμάτησε και είχαν μια σύντομη συνομιλία σε τόνο πειρακτικό κατά την οποία της δήλωσε ότι ήθελε να αγοράσει εσώρουχα για άλλη γυναίκα. Της πρότεινε να τα δοκιμάσει εκείνη, του αντιπρότεινε να τα φορέσει ο ίδιος. Στη συνέχεια την οδήγησε σε ένα δοκιμαστήριο, έκλεισε την πόρτα, την έσπρωξε στον τοίχο και την βίασε.
Περιγράφοντας με δάκρυα στο δικαστήριο πώς τον απώθησε, πρόσθεσε ότι μετά έριχνε το φταίξιμο στον εαυτό της, τονίζοντας ότι φοβόταν πως αν έκανε μια δημόσια καταγγελία ενάντια στον «μεγιστάνα των ακινήτων» θα έχανε τη δουλειά της και εκείνος θα φερόταν εκδικητικά.